Τα πρώτα Χριστούγεννα αλλιώς. Παλιά η αντιπαράθεση ήταν ψυχολογικής και αισθητικής φύσεως. Ο ένας τα περίμενε πώς και τι, ο άλλος έβλεπε μόνο πλαστικά χαμόγελα γύρω του. Τον τρίτο τον έπιανε η μελαγχολία των γιορτών. Ως χθες αυτός ήταν ο τρόπος μας να περνάμε τα Χριστούγεννα. Σαν όλα να γίνονταν κάθε χρόνο σε επανάληψη. Εφέτος η ζωή, ελέω κρίσης και μνημονίου ΙΙΙ, βάζει στο (σίγουρα πιο λιτό αλλά μάλλον πιο συντροφικό) γιορτινό τραπέζι πιο πρακτικά προβλήματα· και το σημαντικότερο: αλλαγές που εκόντες άκοντες πολλοί αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Το σίγουρο είναι πως αυτή η παραμονή θα είναι για όλους μια καινούργια μέρα!

Χωρίς πετρέλαιο


Κριτήριο για το ρεβεγιόν, λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου ένας φίλος, θα είναι εφέτος και το πετρέλαιο. «Θέρμανση έχετε; Θα έρθω»! Ο Γιώργος Τσομπανάκης είναι ένας από τους δεκάδες χιλιάδες ενοίκους πολυκατοικιών στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις της χώρας που για να μη βρεθούν… χωρίς αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με τη συνδρομή της ΔΕΗ και των παραδοσιακών καυσόξυλων. «Η πολυκατοικία προμηθευόταν πετρέλαιο κάθε Οκτώβριο. Εφέτος στη συνέλευση που κάναμε για πρώτη φορά αποφασίσαμε ομόφωνα να μην αγοράσουμε». Ευτυχώς στην τριώροφη πολυκατοικία στη Μεταμόρφωση, όπου μένει ο Γιώργος με τους γονείς και την αδελφή του, τα διαμερίσματα διαθέτουν τζάκι. Οπότε «θα βολευτούμε με το τζάκι και στην ανάγκη με τα κλιματιστικά, αν και οι περισσότεροι δυσκολεύονται ακόμη και στην πληρωμή του ρεύματος» λέει ο Γιώργος, ο οποίος ως τώρα συνέβαλλε στον οικογενειακό προϋπολογισμό με τον μισθό του. Μετά την επικείμενη αναχώρησή του για τη στρατιωτική του θητεία το μόνο εισόδημα της οικογένειας θα είναι ο μισθός του πατέρα του. «Πρώτη φορά δεν στολίσαμε δέντρο. Δεν υπάρχει διάθεση για στολίδια και γιορτές όταν λείπουν τα απαραίτητα». Και επίκεινται οι αυξήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος.
Μετά το λουκέτο


Ο κ. Τάσος επί 25 χρόνια κρατούσε με σκληρή δουλειά ζωντανή την εταιρεία του. Αλλά το πέταλο (που τέτοιες ημέρες τοποθετούσαν στα μαγαζιά τους για καλοτυχία οι παραδοσιακοί επαγγελματίες) πριν από έναν μήνα αντικαταστάθηκε από ένα λουκέτο. «Αναγκάστηκα να παγώσω τη λειτουργία της επιχείρησης λόγω χρεών. Τα έξοδα είχαν ξεπεράσει τα έσοδα, η Εφορία με «κυνηγούσε», το ίδιο και οι προμηθευτές. Πελάτες καθυστερούσαν τις πληρωμές τους ή δεν πλήρωναν ποτέ. Φαύλος κύκλος». Το χειρότερο, λέει ο κ. Τάσος, είναι ότι «κλείνοντας την επιχείρηση άφησα άνεργους 8 υπαλλήλους και να φανταστεί κανείς ότι πριν από την κρίση είχα 15. Ολοι έχουν οικογένειες και τώρα βρίσκονται στο ταμείο ανεργίας». Οσο για τον ίδιο; «Στα 53 μου ψάχνω δουλειά. Ως εργάτης πλέον, όχι ως αφεντικό» λέει ο ως χθες επιχειρηματίας που πούλησε την περασμένη εβδομάδα και το αυτοκίνητό του. «Με τα τέλη κυκλοφορίας και τη βενζίνη στα ύψη δεν μπορώ να το συντηρήσω. Πήρα μηχανάκι».
Στην πρώτη δουλειά


Με τους ανέργους να έχουν εκτοξευθεί κοντά στο 1.000.000, κάθε εβδομάδα να χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας και τα πρώτα θύματα να είναι οι νέοι, η 22χρονη Κατερίνα Θωμάτου νιώθει τυχερή δικαιολογημένα. Αυτές τις γιορτές για πρώτη φορά δεν θα πάει στο πατρικό της στο χωριό. Θα μείνει στην Αθήνα, νέα εργαζόμενη και μάλιστα σε δουλειά στο αντικείμενό της, την οποία βρήκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της.

«Είχα στείλει αμέτρητα βιογραφικά σε νηπιαγωγεία, αλλά προφανώς η τύχη ήταν με το μέρος μου. Σε ένα από αυτά με δέχθηκαν αμέσως» λέει η νεαρή απόφοιτος του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής Προσχολικής Ηλικίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, που από τον Οκτώβριο εργάζεται σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο στην Καλλιθέα.
Μπορεί να της λείπουν οι δικοί της, με τους οποίους περνούσε τέτοιες ημέρες κάθε χρόνο στα Σιμωτάτα της Κεφαλλονιάς, όπου ζει η οικογένειά της, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. «Πάνε οι χρονιές που ως φοιτητές ήμασταν κοντά στους δικούς μας και τις δύο εβδομάδες των διακοπών. Αλλά δεν μπορώ να παραπονεθώ γι’ αυτό. Εργάζομαι σε μια εποχή που η ανεργία είναι στο ζενίθ».

Συγκατοικώντας
Η συγκατοίκηση στις σπουδές είναι παλιά παράδοση. Αλλά αν ως τώρα την επέλεγαν όλοι γιατί αυτό σημαίνει φοιτητική ζωή, το βασικό κίνητρο είναι πια η οικονομία, με αποτέλεσμα να προτιμούν τη λύση της συγκατοίκησης και πολλοί νέοι ή και μεγαλύτεροι εργαζόμενοι. Με αυτές τις σκέψεις ο Αρης Κωνσταντινόπουλος και ο Κώστας Δελτούζος εγκαταστάθηκαν πρόσφατα σε ένα τριάρι στην Πάτρα. Πατρινός ο Αρης, φοιτητής στο Τμήμα Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων και Δικτύων στην κοντινή Ναύπακτο, θα μπορούσε να συνεχίσει να μένει με τους γονείς του αλλά, όπως λέει, «ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ, να ζήσω τη φοιτητική ζωή»· μόνο που για να γίνει αυτό έπρεπε με κάποιον να μοιραστεί τα έξοδα.
Ο Κώστας, από την άλλη, διδακτορικός φοιτητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στην Πάτρα, έψαχνε καιρό για συγκάτοικο, «όχι μόνο για τα έξοδα αλλά και για την παρέα». Ετσι, όπως λέει, «ήθελα να μείνω με κάποιον που να τον ξέρω». Με τον Αρη γνωρίστηκαν πριν από περίπου έναν χρόνο στην Κίνηση Φοιτητών για την Ενωση της Ευρώπης (AEGEE), τη μη κυβερνητική οργάνωση που απευθύνεται σε νέους με σκοπό την προώθηση της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης, άρχισαν να κάνουν παρέα και τελικά αυτά τα Χριστούγεννα θα τους βρουν συγκατοίκους –πρώτη φορά και για τους δύο. Σχεδιάζουν, λένε, να το γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά με ένα μεγάλο πάρτι στο σπίτι τους. «Ισως η κρίση να είναι μια ευκαιρία για να γίνει κάτι καλό, να έρθουμε όλοι πιο κοντά» βάζει το επιμύθιο ο Κώστας.
Στα ξένα


«Είναι απλά μια κατάσταση που πρέπει να συνηθίσεις» λέει ο Κώστας Περήφανος, άρτι αφιχθείς στη βρετανική πρωτεύουσα, όπου ως μετανάστης της τεχνολογικής εποχής οργανώνει την καινούργια του ζωή. «Εργαζόμουν στον τομέα της πληροφορικής, σε εταιρεία που δεν πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή άρχισαν οι καθυστερήσεις στις πληρωμές. Φαινόταν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, δεν υπήρχε καμία προοπτική και άρχισα να ψάχνω για δουλειά στο εξωτερικό».

Στο Λονδίνο ο Κώστας βρήκε δουλειά σε μεγάλη εταιρεία που σχετίζεται με τον χώρο των ΜΜΕ ως αναλυτής δεδομένων. «Δύσκολα θα μπορούσα να βρω κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα και λόγω της συγκυρίας αλλά και γιατί σε αυτά τα θέματα είμαστε ακόμη αρκετά πίσω».

Δεν τον πειράζει που θα περάσει στα ξένα τα Χριστούγεννα. «Στο κάτω κάτω έχουμε συχνή επικοινωνία μέσω Διαδικτύου. Επισκέφθηκα την Ελλάδα τον Νοέμβριο. Επιπλέον το έχω πάρει απόφαση πως η ζωή μου για τα επόμενα τρία χρόνια τουλάχιστον θα είναι εδώ». Οσο για τον εργασιακό του βίο; «Εδώ δεν έχει χρειαστεί να δουλέψω ποτέ πάνω από το προκαθορισμένο οκτάωρο. Παρ’ όλα αυτά, είμαι πολύ παραγωγικός. Στην Ελλάδα μέναμε στη δουλειά για δέκα-δώδεκα ώρες και παρ’ όλα αυτά δεν ήμασταν το ίδιο αποτελεσματικοί»…

Πίσω στο πατρικό


Η Φωτεινή Αγγελοπούλου τα μάζεψε και γύρισε στην οικογένειά της στα Χανιά. Εγκατεστημένη από την εποχή των σπουδών της στην Αθήνα, είχε μάθει να οργανώνει το ρεβεγιόν με τους φίλους της, τη μια χρονιά στο σπίτι του ενός, την άλλη στου άλλου, και να μαγειρεύουν όλοι από κάτι. «Αφότου τέλειωσα το πανεπιστήμιο έψαχνα για δουλειά επί επτά μήνες και στο τέλος αποφάσισα να επιστρέψω στον τόπο μου και να εργαστώ στην οικογενειακή επιχείρηση. Εχω γλιτώσει τα έξοδα του ενοικίου και του σουπερμάρκετ, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η ζωή εδώ είναι πολύ φθηνότερη απ’ ό,τι στην Αθήνα. Και υπάρχει δουλειά»!

Η επιστροφή στο πατρικό έχει πάντως και τις δυσκολίες της: «Είχα συνηθίσει να μένω μόνη μου και τώρα πρέπει να ξανασυνηθίσω στους κανόνες του σπιτιού και την επιστροφή στο… παιδικό μου δωμάτιο». Στις προετοιμασίες τουλάχιστον για το τραπέζι της παραμονής τον πρώτο λόγο (μαζί με τις σχετικές σκοτούρες και το μαγείρεμα) έχει και πάλι η μητέρα της.
Συσσίτιο στον ξενώνα


«Είναι η ιστορία της ζωής μου αυτή. Ισα ίσα αυτή την περίοδο που ζω στον ξενώνα έχω εξασφαλίσει τουλάχιστον ένα μίνιμουμ επίπεδο επιβίωσης. Μετά θα αρχίσουν ξανά τα δύσκολα». Η 33χρονη Αναστασία που μιλάει φιλοξενείται στον ξενώνα του δήμου τους τελευταίους τέσσερις μήνες. «Εχω μεγαλώσει σε ιδρύματα, έχω κοιμηθεί στον δρόμο, έχω μείνει και με τους γονείς μου, αλλά εκείνοι δυσκολεύονται να φροντίσουν και τον εαυτό τους». Θέλει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα, αλλά ακόμη και τα περιστασιακά μεροκάματα που έκανε παλιότερα καθαρίζοντας σπίτια είναι σήμερα δυσεύρετα. Ο Πάνος, από την άλλη, είναι καινούργιος. Στα 61 του χρόνια δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει στα συσσίτια της οργάνωσης Κλίμακα και των ενοριών. «Ως πριν από δύο χρόνια αναλάμβανα έργα πληροφορικής για λογαριασμό άλλης εταιρείας που σχετιζόταν κυρίως με το Δημόσιο. Η εταιρεία έκλεισε λόγω οφειλών του Δημοσίου και βρέθηκε να μου χρωστάει πολλά χρήματα που δεν θα πάρω ποτέ. Την ίδια στιγμή εγώ βρέθηκα να χρωστάω μεγάλα ποσά για υποχρεώσεις όπως ο ΦΠΑ»… Προσώρας κοιμάται σε μια αποθήκη που του έχει παραχωρήσει ένας φίλος του. «Τα δυο παιδιά μου που σπουδάζουν και παράλληλα εργάζονται στην Αγγλία δεν ξέρουν πως δεν μένω πια σπίτι μου. Ξέρουν απλά πως «τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά»»… Ωστόσο ελπίζει. Αν καταφέρει να δανειστεί κάποια χρήματα, όπως λέει, «θα αποπληρώσω τα χρωστούμενά μου προς τον ΟΑΕΕ και θα μπορώ να βγω στη σύνταξη. Αν τα καταφέρω ως το καλοκαίρι, δεν θα χρειαστεί να μάθει κανείς, ούτε τα παιδιά μου, πως βρέθηκα εδώ. Πιο πολύ με πειράζει που δεν υπάρχει προοπτική για ανθρώπους μικρότερους σε ηλικία από μένα και με προσόντα»…
Ενα γράμμα αλλιώτικο από τα άλλα
«Είμαι καλό παιδί και θα βρω μια μαμά»

«Δεν έχω ξανακάνει Χριστούγεννα σε αυτό το σπίτι. Είναι πιο μεγάλο απ’ το δικό μου, έχει ωραία χρώματα και πολλές μαμάδες. Η δική μου η μαμά είναι άρρωστη, δεν μπορεί να έλθει να μείνει μαζί μου. Μία φορά που την είδα, εδώ, ζαλιζόταν και δεν παίξαμε. Οταν ήμασταν στο δικό μας σπίτι την έβλεπα να κάνει ενέσεις, κοιμόταν πολύ, δεν με άκουγε όταν της μιλούσα.
Αυτό το σπίτι έχει κι άλλα παιδιά, είναι μόνα τους κι αυτά. Καμιά φορά έρχονται κάποιοι, μεγάλοι, και τα βλέπουν, τους φέρνουν παιχνίδια. Θέλω κι εγώ παιχνίδια, δικά μου, να τα παίρνω στο κρεβάτι μου. Ο Μάρκος με αφήνει να παίξω με το αυτοκίνητό του, αλλά δεν το θέλω, το κλωτσάω όταν το βρω μπροστά μου.
Μια κυρία που μένει εδώ, μου είπε ότι σε λίγο θα έχω καινούργιο σπίτι, πολλά παιχνίδια και μια καλή μαμά. Πότε; τη ρώτησα. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ… Βαριέμαι. Μέχρι να φύγω, θα φωνάζω εκείνη μαμά μου. Είναι καλή, την αγαπάω, με παίρνει αγκαλιά, μια μέρα πήγα σπίτι της κι έφαγα λουκουμάδες. Κι εδώ τρώω πολλά γλυκά, γιατί είναι Χριστούγεννα.
Η δασκάλα μου στο σχολείο με ρώτησε τι δώρο θέλω από τον Αϊ-Βασίλη, κι εγώ είπα τρενάκι, που να σφυρίζει. Θέλω κι ένα σωσίβιο, για να πάω στη θάλασσα. Δεν έχω πάει ποτέ.
Η κυρία που τη λέω μαμά μου μας πήγε στο θέατρο, μου άρεσε που είχε δυνατή μουσική. Είχε κι έναν κακό άνθρωπο, που στο τέλος πέθανε, και όλοι χειροκροτήσαμε. Κανείς δεν τους αγαπάει τους κακούς. Εγώ είμαι καλό παιδί και θα βρω μια μαμά που θα με αγαπάει.
Μάνος»
Για την αντιγραφή: Ελευθερία Κόλλια
Σημείωση: Το κείμενο, γραμμένο από το χέρι ενός φανταστικού ανήλικου που περνά τα πρώτα του Χριστούγεννα σε ίδρυμα, έχει βασισθεί σε ρεπορτάζ στο Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα» –με την καθοριστική συμβολή του κ. Δημήτρη Βεζυράκη, διοικητή και προέδρου του Κέντρου, της κυρίας Βασιλείας Μήτσιου, διευθύνουσας βρεφονηπιοκόμου, και της κυρίας Ελευθερίας Ψαρρά, προϊσταμένης της κοινωνικής υπηρεσίας του Κέντρου. Και οι τρεις τους επέμειναν στην προσπάθεια να προαχθεί ο θεσμός της αναδοχής, ειδικά για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας – νοητικής στέρησης, καρδιοπάθειες ή άλλα. Το Κέντρο διασφαλίζει με πλείστους όσους τρόπους την ιατρική φροντίδα των παιδιών (και όχι μόνον με οικονομική επιδότηση), ενώ παρέχει πολλαπλή στήριξη στις ενδιαφερόμενες οικογένειες.
Επένδυση στις ιδέες
Εκαναν νέα αρχή, άφησαν την «τακτοποιημένη» ζωή
Ως πέρυσι ο Γρηγόρης Ζωντανός είχε αυτό που με λίγα λόγια θα λέγαμε μια «τακτοποιημένη» ζωή. Μόνιμος κάτοικος τότε της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Καλαμάτας, εργαζόταν στο τμήμα μάρκετινγκ γνωστής ξενοδοχειακής επιχείρησης. Μέχρι που αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να κυνηγήσει το όνειρό του. «Η αίσθηση ότι δεν έχω περιθώριο εξέλιξης με είχε οδηγήσει σε ένα τέλμα και αυτό έπρεπε να τελειώσει. Δύο ήταν οι επιλογές: να φύγω στο εξωτερικό ή να μείνω και να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Και επειδή αγαπώ την Ελλάδα, επέλεξα το δεύτερο».
Τα εφετινά Χριστούγεννα τον βρίσκουν στην Αθήνα όλη μέρα μέσα σε ένα γραφείο, φιλοξενούμενο στο σπίτι του φίλου και συνεργάτη του πια Αλέξη Χριστοδούλου, με τον οποίο προετοιμάζουν πυρετωδώς τη δική τους startup. Μια νέα τουριστική εφαρμογή, τη Locish, η οποία φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε τουρίστες και ντόπιους ώστε να μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με το φαγητό, τη μουσική, τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία, ξεπερνώντας τα όρια ενός συμβατικού ταξιδιωτικού οδηγού.
Και αν η τόλμη του φαντάζει σε πολλούς παρακινδυνευμένη στην εποχή που ζούμε, τότε η ανατροπή ζωής που έκανε ο συνεργάτης του ακούγεται… εξωφρενική. Κάτι λιγότερο από έναν χρόνο πριν πήρε άδεια άνευ αποδοχών από τη δουλειά του ως καθηγητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολείο της Καλαμάτας έπειτα από εννέα χρόνια υπηρεσίας. Σήμερα, μπλεγμένος στον δαίδαλο της γραφειοκρατίας, προσπαθεί να παραιτηθεί από το Δημόσιο για να πει αντίο σε μια ζωή που έχει ήδη αφήσει πίσω του. «Δεν θα μπορούσα να παροτρύνω ανθρώπους με οικογένεια και παιδιά να παρατήσουν τις δουλειές τους για να κυνηγήσουν το όνειρό τους. Πιστεύω όμως ότι όταν επενδύει κανείς σε ιδέες και δουλειά ο κόπος του θα εξαργυρωθεί» λέει ο κ. Χριστοδούλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ