«Εάν σήμερα εξακολουθούμε να κτίζουμε για 50 χρόνια στηριζόμενοι σε νόμους, μορφές και δεδομένα ήδη ξεπερασμένα, ακολουθούμε έναν τελείως λανθασμένο δρόμο. Ο δρόμος αυτός μας οδηγεί σε σπατάλη, σε παρακμή, σε πνευματική σκλήρυνση. Οι αρχιτέκτονες έχουν καθήκον να προβλέψουν, να φαντασθούν και να οδηγήσουν με τη δουλειά τους προς μία καινούρια κατοικία, σύμφωνα με την πραγματικότητα της εποχής μας».
Τάδε έφη Γιώργος Κανδύλης, ο σπουδαίος έλληνας αρχιτέκτων και πολεοδόμος, προβλέποντας το μέλλον πριν από ακριβώς 50 χρόνια. Μισό αιώνα πριν, ο διεθνούς φήμης μηχανικός μιλούσε για «έλλειψη τόλμης και φαντασίας, πνεύμα αρνητικό και κανένα όραμα του μέλλοντος» που οδηγούσαν «σιγά – σιγά την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία στη σημερινή σύγχυση και στο αδιέξοδο».
Τέτοιες ημέρες πριν από 50 χρόνια ο Κανδύλης «έριξε» την ιστορική του πρόταση για μεταφορά της πρωτεύουσας στο παράκτιο μέτωπο του Νέου Φαλήρου, η οποία παρουσιάστηκε αμέσως μετά την εισήγησή του στο Β’ Αρχιτεκτονικό Συνέδριο του 1962 (30 Νοεμβρίου –2 Δεκεμβρίου 1962) στη Θεσσαλονίκη.
Η πρόταση του Κανδύλη ερχόταν να απαντήσει στην ιδέα του άλλου, κορυφαίου αρχιτέκτονα και πολεοδόμου, Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ο οποίος έναν χρόνο πριν, δηλαδή στο Α’ Αρχιτεκτονικό Συνέδριο του 1961 είχε εισηγηθεί τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Τατόι και την διάχυση του Αθηναϊκού άστεως σε όλη την Αττική, μέσα από τη «Δυνάπολη, την Οικουμενούπολη».
Κάθε δισταγμός χτύπημα για την πόλη
«Η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η Μόσχα, το Τόκιο, το Βερολίνο το Παρίσι κλπ, οι μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου, βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, πάσχουν από επιταχυνόμενη ανάπτυξη. Αι καταπληκτικαί πρόοδοι της εποχής μας διαταράσσουν την αρμονία των μεγάλων κέντρων της ανθρωπότητας. Και ανάμεσα στη γενική ανατροπή των αξιών, τα μεγάλα κέντρα της Μεσογείου σημεία παντοτεινά συναντήσεων και ανταλλαγών ιδεών και πραγμάτων, Μασσαλία, Γένουα, Αλεξάνδρεια, Βαρκελώνη και Αθήνα προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους στην παγκόσμια εξέλιξη» έλεγε ο Κανδύλης.
«Είναι καιρός οι υπεύθυνοι, οι διοικητές και οι τεχνικοί της πόλης να πάρουν συνείδηση του καθήκοντός τους. Κάθε δισταγμός, κάθε ημίμετρο, κάθε ξεπερασμένη νομοθεσία ή σχέδιο, είναι κτύπημα μοιραίο για τη ζωή της πόλης» προειδοποιούσε ο έλληνας μηχανικός, αφού διέκρινε «μία εποχή αναστατώσεων και απρόοπτων μετατροπών».
«Είναι αδύνατο να προβλέψουμε από σήμερα την κατεύθυνση της αυριανής εξέλιξης. Αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Εκείνο που παραμένει σταθερό είναι ότι συνεχώς αλλάζουμε, συνεχώς μεγαλώνουμε και όσο περνάνε τα χρόνια, ο άνθρωπος όλο και πιο πολύ θα έχη ανάγκη από σπίτια, δρόμους, αντικείμενα εργαλεία» έλεγε.
Ο Κανδύλης προειδοποιούσε ότι το να κάνει κανείς «το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης χωρίς να αντιμετωπίση το σχέδιο της περιοχής και της μεγαλύτερης περιοχής, είναι σα να βλέπη τα πράγματα μυωπικά και σε ξεπερασμένη κλίμακα».
Με γνώμονα τις αρχές του δασκάλου του
Ετσι, παρέπεμπε στις αρχές του Λε Κορμπυζιέ, αυτές των τριών ανθρώπινων εγκαταστάσεων:
– «Οι πόλεις κέντρα ανταλλαγών ιδεών και πραγμάτων,

– οι γραμμικοί οικισμοί βιομηχανικών παραγωγών,

– οι μονάδες της αγροτικής εκμετάλλευσης».
Σύμφωνα με τον Κανδύλη, οι τρεις αυτές αρχές συνδεδεμένες μεταξύ τους δια της οργάνωσης των επικοινωνιών «αντιμετωπίζουν με νέο πνεύμα την πολεοδομία της αύριο», αφού «δίνουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα στο σύνολό τους, όπου οι πόλεις των ανταλλαγών, η βιομηχανική οργάνωση και η αγροτική εκμτάλλευση βρίσκουν την πραγματική τους θέση χωρίς αυθαίρετα όρια, δεμένα σε ένα αρμονικό σύνολο». Μάλιστα, έθετε ως παράδειγμα την Ολλανδία όπου οι πόλεις και οι χρήσεις της γής «ενσωματώνονται αρμονικά δίνοντας μία ιδέα του μέλλοντος».
«Αλλά η Ελλάδα δεν είναι Ολλανδία και η Αθήνα δεν έχει καμμία σχέση με το Άμστερνταμ. Και την εποχή μας, την επανάληψης, της έλλειψης προσωπικότητας και της ανωνυμίας, ο προσωπικός χαρακτήρας ή η ταυτότητα, παίρνει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Και η Αθήνα έχει τον προσωπικό της χαρακτήρα. Και η σημασία της είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλη πόλη γιατί παίζει τον διπλό ρόλο της Αθήνας σαν πρωτεύουσα της Ελλάδας και της Αθήνας σαν μεγάλο εκπολιτιστικό κέντρο στη μεριά αυτή της Ευρώπης» έλεγε.
«Έχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της Αθήνας, πρωτεύουσας μίας χώρας, φτωχιάς μεν, αλλά δυναμικής με μεγάλες ελπίδες για το μέλλον και με θέληση να σταθεί στον κόσμο που έρχεται. Από την άποψη αυτή, η μορφή και το σχέδιο των Αθηνών πρέπει να αντιμετωπισθούν βάσει των σημερινών κι αυριανών δεδομένων χωρίς ξεπερασμένες και ρομαντικές αμφιβολίες και χωρίς δισταγμούς» υπογράμμιζε ο αρχιτέκτων.
«Και από την άλλη μεριά, η Αθήνα ξεπερνώντας τα στενά πλαίσια της Ελλάδας σαν χώρας, παίζει έναν εξαιρετικό ρόλο για την Ευρώπη. Σαν μεγάλο κέντρο τουρισμού, συνδετικός κρίκος μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής και ένα μεγάλο εκπολιτιστικό κέντρο σε αυτό το σημείο της γης» συμπλήρωνε.
Εξαρτάται από τους έλληνες η ανάδειξη της ταυτότητας
Όμως προειδοποιούσε: «Εξαρτάται από τους Αθηναίους και γενικά από τους έλληνες να διατηρήσουν την εξαιρετική αυτή θέση ή να την παραχωρήσουν σε μία άλλη πόλη πιο νέο και πιο θαρραλέα».
Σύμφωνα με τον Κανδύλη, η Αθήνα αποτελεί «ένα από τα πρώτα ιστορικά και αρχαιολογικά κέντρα της Ευρώπης», αφού σε αυτήν «βλέπουμε τον διπλό χαρακτήρα του παρελθόντος και του μέλλοντος, διότι εκτός από τα μνημεία και τη μεγάλη κληρονομιά του παρελθόντος, μπορεί και πρέπει να μπορέση να πάρη μία θέση εκπολιτιστική σαν κέντρο πρώτου μεγέθους πολιτιστικού σε αυτό το τόσο νευραλγικό σημείο».
Έτσι, σύμφωνα με τον αρχιτέκτοντα, η Αθήνα έπρεπε να γίνει «τέλος και αρχή της Ευρώπης, άρθρωση Αφρικής, Ασίας, και Δύσης». «Εξαρτάται από τους Αθηναίους κι τους έλληνες αν η Αθήνα θα εξακολουθήση να νανουρίζεται από την παλιά της δόξα και μόνο ή αν θα έχη τη θέληση και τη δυναμικότητα να ξαναπάρη τη θέση της στη συμφωνία του κόσμου» υπογράμμιζε.
Το τρίπτυχο της πρότασής του
Ο Κανδύλης έθετε τους εξής σκοπούς:
Την πολεοδομική ένωση Αθηνάς και Πειραιά «σε μία και μόνη πόλη, την πρωτεύουσα», διότι «καμία ριζική λύση δεν είναι δυνατή, εάν δεν υπάρξη μία και μόνη οργάνωση, μία και μόνη διοίκηση της πρωτεύουσας της Ελλάδα, η οποία δεν θα είναι Αθήνα ή Πειραιάς, αλλά όλο το λεκανοπέδιο των Αθηνών».
Την αξιοποίηση του κόλπου του Νέου Φαλήρου. «Η σημασία του Νέου Φαλήρου δεν είναι μόνο λόγω του ανοίγματος του προς τη θάλασσα. Η θέση του Νέου Φαλήρου χθες, αλλά ιδίως σήμερα, είναι η κατ’ εξοχήν συνδετική άρθρωση μεταξύ της κυρίως Αθήνας, του Πειραιά με το λιμάνι και τις βιομηχανίες της ωραιότατης παραλίας από το Παλαιό Φάληρο μέχρι το Σούνιο και της εισόδου της χώρας από τον αέρα, το Ελληνικό» έλεγε.
«Η αξιοποίηση του Νέου Φαλήρου θα γίνη, αφού λυθή το πρόβλημα του οχετού των Αθηνών» έλεγε, εννοώντας τον Κηφισσό. «Η θέση του Νέου Φαλήρου, συνδετική άρθρωση όλης της περιοχής, μας υποβάλλει την ιδέα ότι όλη η μελλοντική προσπάθεια για την αναμόρφωση της πρωτεύουσας, πρέπει να συγκεντρωθή σε αυτό το σημείο. Το ανύπαρκτο διοικητικό κέντρο, το καινούργιο κέντρο δουλειάς, το κέντρο εμπορίου, το καινούριο τουριστικό λιμάνι, θα βρουν τη θέση τους στην περιοχή του νέου Φαλήρου» τόνιζε ο Κανδύλης.
– «Την αναζήτηση σταθερής και μονίμου δυνατότητας επέκτασης της πρωτεύουσας λόγω της συνεχούς ανάπτυξης των πόλεων και του πληθυσμού». Όπως έλεγε, επρόκειταο για το μόνο σημείο, με το οποίο συμφωνούσε με τον Δοξιάδη, δηλαδή την «γραμμική εκμετάλλευση της περιοχής της κοιλάδας του Κηφισσού». Όμως κι εκεί υπήρχε μία διαφορά˙ το επίκεντρο. «Ο Δοξιάδης το τοποθετεί στην περιοχή του Τατοϊου, εγώ προτείνω το Νέο Φάληρο» τόνιζε. Ο αείμνηστος αρχιτέκτων μιλούσε για ένα «πνεύμα της διαρκούς αύξησης της εποχής μας» που «μας υποκινεί να βρούμε ένα σχέδιο επέκτασης χωρίς τέρμα, «endless»».
Η επέκταση αρχίζει και δεν καταλήγει σε ένα κέντρο
«Μία γραμμική μόνιμη επέκταση πρέπει να αρχίζει από ένα κέντρο και όχι να καταλήγει σε ένα κέντρο. Η πρωτεύουσα αρχίζει από τη θάλασσα και η επέκταση θα ακολουθήση τους αιώνιους δρόμους χαραγμένους από τη γεωγραφική διαμόρφωση του λεκανοπεδίου» σημείωνε.
«Αυτοκινητόδρομοι αργά ή γρήγορα θα διασχίσουν τη χώρα και θα ακολουθήσουν και αυτοί τις αιώνιες γεωλογικές χαράξεις της. Και η ένωση της πρωτεύουσας με την υπόλοιπη Ελλάδα από τη θάλασσα, τον αέρα και τη γη, ενσωματώνεται αρμονικά στην προτεινόμενη λύση» έλεγε προφητικά.
«Η ιεραρχία των δρόμων και η ειδική λειτουργία της κάθε σύνδεσης, μας υποβάλλει την ιδέα μιας καινούριας πολεοδομικής οργάνωσης για την πρωτεύουσα» κατέληγε ο μεγάλος μηχανικός.