Μια πολυκατοικία στου Γκύζη, μάλλον τυπικής κατασκευής και πληθυσμιακής σύνθεσης για τα δεδομένα της περιοχής. Στην είσοδό της μια οικογένεια από τις Φιλιππίνες μεταφέρει τις κούτες με τα πράγματά της σε ισόγειο διαμέρισμα. Γίνονται αντιληπτοί από έλληνες ενοίκους. Αμέσως τους πλησιάζουν και αρχίζουν τις ερωτήσεις. «Ποιοι είστε εσείς; Πότε νοικιάσατε το σπίτι; Τι κάνετε εδώ;». Κάποια στιγμή ακούγεται η φράση: «Αν δεν φύγετε, ξέρετε ποιους μπορούμε να φωνάξουμε». Οι Φιλιππινέζοι δεν απαντούν, είτε γιατί δεν μιλούν καλά ελληνικά είτε γιατί απλά προσπαθούν να απεμπλακούν από τη συζήτηση.
Σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται οι έλληνες ιδιοκτήτες, την προηγούμενη εβδομάδα η συνέλευση των ιδιοκτητών στο συγκεκριμένο κτίριο είχε αποφασίσει να μη νοικιάζονται τα διαμερίσματα σε αλλοδαπούς. Ενας εκ των ιδιοκτητών δεν «σεβάστηκε» την απόφαση, η οποία ούτως ή άλλως δεν έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ. Στη συζήτηση παρεμβαίνουν και κάποιοι εκ των ενοίκων που προσπαθούν να υπερασπιστούν τους Φιλιππινέζους. Τελικά έπειτα από λίγη ώρα οι παλαιότεροι ένοικοι αποχωρούν και η οικογένεια μπαίνει στο καινούργιο διαμέρισμά της.
Ισως η σκηνή να είναι μεμονωμένη, ίσως απλά να είναι ένα παράδειγμα του τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην κοινωνία μας. Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι μετανάστες ή έλληνες πολίτες με εν μέρει έστω αλλοδαπή καταγωγή που ζουν εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα βλέπουν ότι η χώρα όπου ζουν δεν είναι πια η ίδια. Από τη γειτονιά τους ως τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τους εργασιακούς χώρους, βλέπουν την προκατάληψη και την καχυποψία απέναντί τους να αυξάνεται.
«Με χτύπησαν μέσα στο λεωφορείο…»
Η Σοφία Β. ήρθε στην Ελλάδα πριν από οκτώ χρόνια από την Αιθιοπία. Ο πατέρας της είναι κατά το ήμισυ Ελληνας και η ίδια τελείωσε το ελληνικό σχολείο που διατηρεί η ελληνική κοινότητα στη χώρα της Ανατολικής Αφρικής. «Τον πρώτο καιρό, ακόμη και αν δεχόμουν κάποια πειράγματα για το χρώμα μου, τα αντιμετώπιζα ως χιούμορ, έστω και χοντροκομμένο. Αυτό πλέον δεν ισχύει». Πρόσφατα η Σοφία ήρθε στα χέρια με μια επιβάτισσα σε λεωφορείο «καθώς εκείνη μου ζητούσε να της παραχωρήσω τη θέση μου και ενώ στο λεωφορείο τα μισά καθίσματα ήταν άδεια. Αρχισε να με βρίζει και να αναφέρεται υποτιμητικά στο χρώμα μου. Κανένας, ούτε ο οδηγός που βρισκόταν πολύ κοντά εκείνη τη στιγμή, δεν είπε κάτι. Στο τέλος η γυναίκα αυτή με χτύπησε στο πρόσωπο και εγώ ανταπέδωσα σπρώχνοντάς την. Πριν από λίγο καιρό ενώ περίμενα το λεωφορείο στη στάση ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου και ο συνοδηγός σημάδεψε πάνω μου με ένα περίστροφο. Από το σοκ δεν κατάλαβα καν αν ήταν αληθινό ή ψεύτικο».
Ολα αυτά τα περιστατικά μαζί με σχόλια πελατών στο κατάστημα ρούχων όπου εργάζεται («πώς έχεις εσύ δουλειά και τα δικά μας παιδιά δεν βρίσκουν») έχουν κάνει τη Σοφία ιδιαιτέρως αρνητική απέναντι στη χώρα που θεωρούσε κάποτε δεύτερη πατρίδα της. «Κάποτε ένιωθα τον εαυτό μου εν μέρει Ελληνίδα. Σήμερα δεν το λέω πια αυτό. Θα ήθελα να γυρίσω στην πατρίδα μου, δυστυχώς όμως είναι μια απόφαση που δεν εξαρτάται από μένα».
«Λεκτική βία όχι μόνο από ακροδεξιούς»
«Φοβάμαι ότι ο ρατσισμός ή τουλάχιστον η προκατάληψη απέναντι στους μετανάστες διαχέεται σε μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης» σχολιάζει από την πλευρά του ο κ. Νικόδημος Μαΐνα-Κίνουα, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα από την Κένυα σε ηλικία δέκα ετών στο πλαίσιο ενός προγράμματος της Εκκλησίας και σήμερα είναι συντονιστής της οργάνωσης ASANTE, στην οποία συμμετέχουν κυρίως μετανάστες δεύτερης γενιάς.
«Εργάζομαι σε καφετέρια και έχω αρκετούς γνωστούς και πελάτες με τους οποίους συζητώ για όλα τα θέματα, ακόμη και εκείνα της μετανάστευσης. Εμένα μπορεί να με αποδέχονται, βλέπουν στο πρόσωπό μου τον «καλό μετανάστη». Ειδικά όμως από το 2009 και μετά στις κουβέντες μαζί τους καταλαβαίνεις ότι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως όργανα κάποιας ξενοκίνητης δύναμης που προσπαθεί να πλήξει την Ελλάδα. Και αυτό έχει τύχει να μου το πουν και άνθρωποι που ψηφίζουν αριστερά κόμματα».
Δεν δείχνει πολύ αισιόδοξος για το μέλλον. «Δυστυχώς αυτή τη στιγμή και ενώ σήμερα στην Ελλάδα ζει ήδη η δεύτερη γενιά μεταναστών έχουμε προχωρήσει πολύ λίγο στο ζήτημα της ενσωμάτωσης. Δεν θεωρώ ότι τα περιστατικά λεκτικής βίας κατά μεταναστών είναι αποκλειστικά υποκινούμενα από ακροδεξιές οργανώσεις. Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Νομίζω ότι αυτές οι οργανώσεις απλά έδωσαν τον τόνο και πλέον ο άλλος δεν ντρέπεται να εκδηλωθεί».
Παρόμοια εικόνα μεταφέρει και ο Ντιαλό από τη Γουινέα, ο οποίος ζει στη χώρα μας πάνω από 15 χρόνια. «Εδώ και περίπου δύο χρόνια η συμπεριφορά των Ελλήνων έχει αλλάξει. Πλέον είναι προκατειλημμένοι και επιθετικοί απέναντί σου. Μπορείς να μπεις στο λεωφορείο και αυτομάτως εξαιτίας του χρώματός σου αντιμετωπίζεσαι από τους άλλους ως υποψήφιος κλέφτης» σχολιάζει.
«Φταίει η πολιτική της κυβέρνησης»
Για τον κ. Πέτρο Κωνσταντίνου, πανελλαδικό συντονιστή της Κίνησης «Ενωμένοι Ενάντια στον Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή», η όποια έξαρση των ρατσιστικών φαινομένων δεν έχει να κάνει με κάποιου είδους «εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας». «Είναι περισσότερο αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής και της ανοιχτής σε πολλές περιπτώσεις συνεργασίας της Αστυνομίας με παρακρατικές ομάδες. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση από πλευράς της κοινωνίας, π.χ. στις επιθέσεις σε λεωφορεία, όπου σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε ταυτόχρονα αντίδραση των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουμε όξυνση του ρατσισμού, έχουμε ταυτόχρονα μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση και μαχητικότητα των αντιφασιστικών δυνάμεων στην κοινωνία μας».

Ντιαλό από τη Γουινέα
«Η συμπεριφορά των Ελλήνων έχει αλλάξει. Μπορεί να μπεις στο λεωφορείο και αυτομάτως εξαιτίας του χρώματός σου να αντιμετωπιστείς από τους άλλους σαν υποψήφιος κλέφτης»

Γιούνους Μοχαμαντί, πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας
«Πιστεύω πως όταν βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση όλα αυτά τα φαινόμενα θα ατονήσουν. Δεν δέχομαι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έχει γίνει ρατσιστικό. Αν ισχύει αυτό, αλίμονο σε όλους μας, Ελληνες και μετανάστες»

Αποτέλεσμα της κρίσης
«Είμαστε εύκολος στόχος»
«Η όποια αύξηση της προκατάληψης και του καθημερινού ρατσισμού είναι για μένα 100% συνέπεια της οικονομικής κρίσης» σχολιάζει από την πλευρά του ο κ. Γιούνους Μοχαμαντί, νοσηλευτής και πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας στη χώρα μας. Και αυτός γίνεται δέκτης παραπόνων και καταγγελιών από συμπατριώτες του για ανθρώπους που, αν και έχουν νόμιμη άδεια παραμονής, ακούνε από υποψήφιους σπιτονοικοκύρηδες πως το σπίτι που θέλουν να νοικιάσουν «νοικιάστηκε» μόλις μάθουν την εθνικότητα εκείνου που τηλεφωνεί. Ή για συμπατριώτες του που αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς υπό τον φόβο των επιθέσεων. «Αυτή τη στιγμή ο έλληνας πολίτης είναι εκνευρισμένος. Καθημερινά βλέπει το επίπεδο ζωής του να πέφτει, ζει μέσα σε μια συνεχή ανασφάλεια. Ο μετανάστης είναι ο εύκολος στόχος, είτε γιατί κάποιοι τον έχουν πείσει πως αυτός είναι υπεύθυνος για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει είτε γιατί είναι σε χειρότερη θέση και μπορείς να «ξεσπάσεις» απάνω του. Πιστεύω πως όταν βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση όλα αυτά τα φαινόμενα θα ατονήσουν. Δεν δέχομαι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έχει γίνει ρατσιστικό. Αν ισχύει αυτό, αλίμονο σε όλους μας, Ελληνες και μετανάστες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ