«Παράπλευρες απώλειες» που μπορεί να οδηγήσουν σε μη καταβολή των δεδουλευμένων των υπαλλήλων των δήμων, κάτι που θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις σε μία περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, έχει ως συνέπεια η μετωπική σύγκρουση της κυβέρνησης με τους συνδικαλιτές και τους δημάρχους γύρω από το θέμα των απολύσεων στο Δημόσιο.
Η κατάσταση αυτή μάλιστα επιτείνεται από την απόφαση της κυβέρνησης όπως προκύπτει από σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης:

1. Για τους φορείς που δεν ανταποκρίθηκαν στις νόμιμες υποχρεώσεις τους να λάβει υπ΄όψη τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του από την απογραφή και

2. Να θέσει σε διαθεσιμότητα το σύνολο του προσωπικού της κατηγορίας ΔΕ διοικητικού που εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, χωρίς τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

«Η παράλειψη των υπηρεσιών να αποστείλουν στοιχεία αναφέρεται στην εγκύκλιο, θα αποβεί σε βάρος των υπαλλήλων εκείνων οι οποίοι θα εξαιρούντο από την εφαρμογή του νόμου».

Συγκεκριμένα, παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, άφηναν να εννοηθεί στο περιθώριο της συνέντευξης τύπου του προέδρου της ΚΕΔΕ κ. Κώστα Ασκούνη, ότι η παράλυση των οικονομικών υπηρεσιών των δήμων που έχουν καταληφθεί από τους εργαζόμενους οι οποίοι αντιδρούν στις απολύσεις, έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν σταλεί, εκτός των άλλων, και τα επικαιροποιημένα στοιχεία της απογραφής του προσωπικού που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση ώστε η Ενιαία Αρχή Πληρωμών να καταβάλει την μισθοδοσία.
Οι δήμαρχοι, παρά ταύτα, αρνούνται να αποδεχθούν το…μπαλάκι που τους πέταξε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνης Μανιτάκης και να υπογράψουν τις διαπιστωτικές πράξεις για τις απολύσεις του προσωπικού, γεγονός που, εκτός των άλλων, θα είχε ως συνέπεια να «ομαλοποιηθεί» η κατάσταση στις οικονομικές υπηρεσίες των δήμων.
«Με το μέτρο της διαθεσιμότητας δημιουργείται εκρηκτική κατάσταση και απειλούνται οι δήμοι με διάλυση των υπηρεσιών τους και αποδιάρθρωση των οργανισμών τους», δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ κ. Κ. Ασκούνης, ο οποίος επανέλαβε ότι οι δήμαρχοι δεν προτίθενται να στείλουν στοιχεία, αν και, όπως συμπλήρωσε, μπορεί να τα βρει το υπουργείο από την απογραφή.
Η εξεύρεση όμως των στοιχείων από την απογραφή είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση με δεδομένο ότι, τόσο το Μνημόνιο όσο και η Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, προβλέπουν μία σειρά εξαιρέσεις από την εφαρμογή του μέτρου. Εκτός τούτου, δεν έχουν ενταχθεί όλες οι υπηρεσίες του Δημοσίου, όπως και πολλοί δήμοι, στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Έτσι, προκειμένου να υπερβεί αυτόν τον σκόπελο η ηγεσία του υπουργείου, μεταξύ των σεναρίων που εξετάζει, είναι να θέσει όλους τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΔΕ διοικητικού που εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε διαθεσιμότητα και κατόπιν να ζητήσει από τους ίδιους του υπαλλήλους και τις οικονομικές υπηρεσίες να βεβαιώσουν τις εξαιρέσεις.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, συνεπάγεται ότι για την κατηγορία αυτή των υπαλλήλων θα υπάρξει «κάθετη» μείωση των αποδοχών τους στο 75% του βασικού τους μισθού, η οποία θα αποκατασταθεί μόνον όταν οι ίδιοι ή οι υπηρεσίες τους βεβαιώσουν ότι εξαιρούνται. «Εξετάζονται διάφορα σενάρια», παραδέχονται στελέχη του υπουργείου. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι βέβαιον ότι θα δημιουργήσει νέες επιπλοκές και θα έχει ως επακόλουθο αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Υπενθυμίζεται ότι από το Μνημόνιο ΙΙΙ και τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξαιρούνται οι υπάλληλοι όταν:
-Ο σύζυγος ή η σύζυγός τους έχει ενταχθεί και εξακολουθεί να τελεί σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή εργασιακή εφεδρεία.
-Ο σύζυγος, η σύζυγος ή τέκνο τους που τους βαρύνει φορολογικά και ζει μαζί τους έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%.
-Έχουν προσληφθεί με διαδικασίες που αφορούν ΑΜΕΑ.
-Είναι πολύτεκνοι, εφόσον τα τέκνα τους βαραίνουν φορολογικά.
-Είναι προστάτες μονογονεϊκής οικογένειας με τέκνο που συνοικεί και τους βαραίνει φορολογικά.
Παράλληλα, σύμφωνα με το νόμο, οι θέσεις των συγκεκριμένων υπαλλήλων καταργούνται μόνον εφόσον:
-ο αριθμός των υπαλλήλων που εμπίπτουν στη ρύθμιση είναι μεγαλύτερος των δέκα ανά υπηρεσία ή φορέα, ώστε να μην επηρεαστούν οι μικρές σε μέγεθος υπηρεσίες και να μην υπάρξουν δυσλειτουργίες.
-οι υπάλληλοι αυτοί ανέρχονται σε ποσοστό μικρότερο του 25% του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων διοικητικών υπαλλήλων (μονίμων και ΙΔΑΧ) των ως άνω κλάδων και ειδικοτήτων (δηλαδή των διοικητικών), ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας. Αν υπερβαίνουν το 25%, οι υπηρεσίες εξαιρούνται.
– οι υπάλληλοι αυτοί είναι λιγότεροι από το 10% του συνόλου του τακτικού προσωπικού που υπηρετεί στην υπηρεσία ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας, κλάδου και ειδικότητας, ώστε να μην προκύψουν προβλήματα.
Οι περιορισμοί αυτοί μάλιστα απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά.