Η υφαντική από την εποχή της ομηρικής Πηνελόπης ήταν μια τέχνη για βασίλισσες, πριγκιποπούλες κι αριστοκράτισσες, αφιερωμένες απόλυτα στον αργαλειό τους, όχι από ανάγκη αλλά από αγάπη.

Σήμερα, οι νέες ιέρειές της περιδιαβαίνουν την Κρήτη για να φέρουν στο προσκήνιο τις πανάρχαιες τεχνικές, τα κρητικά πλουμίδια και τα φυτικά νήματα που κινδυνεύουν να χαθούν, με οδηγό την κυρία Βαρβάρα Τερζάκη –Παλλήκαρη, στην οποία ανήκει το όραμα της αναβίωσης των «αργαστηριών».
«Για τη γυναίκα της Κρήτης το αργαστήρι είναι ένας ναός αγάπης, δημιουργίας και οικονομίας. Εκεί ύφαινε από το βαφτιστικό του παιδιού της μέχρι το λευκό πανί που συνόδευε τους νεκρούς και χάρη σε αυτό συντηρούσε την οικογένειά της», λέει στο «Βήμα».
Η αποστολή Πηνελόπη Gandhi, κάτω από τη σκέπη του Πανεπιστημίου των Ορέων, κρατά σήμερα το μίτο που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον. Υπονοεί αυτή τη σχέση και το ίδιο το όνομά της. Η πιστή σύζυγος του Οδυσσέα απ’ τη μια μεριά και ο Μαχάτμα Γκάντι, ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια για την ανεξαρτησία της Ινδίας μαθαίνοντας το λαό του να φτιάχνει μόνος του τα ρούχα του, από την άλλη.
Φάρος σε αυτό το φιλόδοξο ταξίδι είναι η κυρία Μαρία Τσιριμονάκη, η «ιερή γυναίκα της Κρήτης», όπως λέει η κυρία Τερζάκη, που φύλαξε με ακρίβεια φαρμακοποιού τις συνταγές των φυτικών βαφών για να τις μοιραστεί σήμερα με τις νέες Πηνελόπες.
Πρώτος σταθμός, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο, το διάστημα 1 –17 Νοεμβρίου, όπου λαϊκές υφάντριες με τέσσερις αργαλειούς θα μυήσουν παιδιά σχολείων της Κρήτης στις πρώτες στιγμές δημιουργίας ενός υφαντού, δείχνοντάς τους το μεγαλοπρεπές μηχάνημα με τα 101 εξαρτήματα και τις 1800 κλωστές.
«Θέλουμε να συνδέσουμε το σχολείο με την τοπική κοινωνία, να βάλουμε γιαγιάδες και μαμάδες να διδάξουν τα παιδιά κι εκείνα να αναβιώσουν την παράδοση κι ίσως να βρουν μια διέξοδο για το μέλλον», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Καρράς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Το καινοτόμο μάθημα, που έχει γίνει αποδεκτό από το υπουργείο Παιδείας, εφαρμόζεται ήδη πιλοτικά σε τρία σχολεία.
«Το υφαντό είναι άποψη ζωής. Κάποτε όλα μέσα στο σπίτι ήταν «φαμένα», αυτά που σκεπαζόμαστε, που φορούσαμε, που πατούσαμε ή στολίζαμε στους τοίχους», επισημαίνει η κυρία Λουίζα Καραπηδάκη, ιστορικός τέχνης του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Ωστόσο αν στόχος αυτού του εγχειρήματος ήταν η «επιστροφή στις ρίζες», όπως λέει, δε θα ήθελε καμία εμπλοκή διότι στο κύριο μέλημά της είναι πάντα το μέλλον. Αλλά στο μέλλον προσβλέπει και η αποστολή.
Ήδη το ενδιαφέρον σημαντικών οίκων του εξωτερικού να συνεργαστούν με τις υφάντρες της Πηνελόπη Gandhi είναι μεγάλο, εντείνοντας παράλληλα την αγωνία «για ένα προϊόν το οποίο θα έχει δική του ταυτότητα και πιστοποίηση για να είναι προστατευμένο και να μην καταστραφεί, όπως ένας άλλος σημαντικός θησαυρός της Κρήτης, το λάδι», όπως τονίζει η κυρία Τερζάκη. Ενας συνεταιρισμός θα είναι το επόμενο βήμα.
Αλλωστε μέχρι πριν από 30 με 40 χρόνια κάποια εργαστήρια αργαλειών δούλευαν ακόμα στο νησί. Από τότε που ήταν μικρό κορίτσι, έβλεπε τη μητέρα της να υφαίνει στον αργαλειό, να στήνει το στημόνι, να βάφει τα νήματα, να περνά το μαλλί στο τυλιγάδι, η γλύπτρια, κυρία Ασπασία Παπαδοπεράκη. «Τα βράδια ακούγονταν από το διπλανό δωμάτιο οι μεταξοσκώληκες να σκάνε πάνω στα φύλλα για να πάρουμε την άλλη μέρα το μετάξι. Πω πω, θόρυβο που κάνανε…» θυμάται σήμερα νοσταλγικά.
«Οι Γερμανοί όταν έφυγαν από τα χωριά μας άνοιξαν τις κασέλες και δεν άφησαν μέσα τίποτα. Δε μας χρωστάνε μόνο χρήματα, μας χρωστάνε τα υφαντά μας, τα μεταξωτά μας, τις κουσκουσένιες πατανίες μας, που θέλαν οι γιαγιάδες ένα με δυο χρόνια να τις υφάνουνε. Είναι κι αυτά σαν τα αρχαία μας, μοναδικής αξίας», επισημαίνει.