Η τραγουδίστρια Μόνικα είχε μία μεγάλη περιπέτεια στη θάλσσα την περασμένη εβδομάδα, όταν το σκάφος στο οποίο επέβαινε πήρε φωτιά ανοικτά της Σερίφου.

Διαβάστε πως περιγράφει στην ιστοσελίδα της την περιπέτειά της:

«Αγαπημένοι μου φίλοι!! Εδώ είμαι, μια χαρά!!

Όπως ίσως έχετε μάθει οι περισσότεροι, πέρασα μια περιπετειούλα το Σάββατο το βράδυ. Απ’ το Σάββατο μέχρι σήμερα δε μπορούσα ν’ ανοίξω κανονικά τα μάτια μου από την τοξικότητα του αλατιού τόσες ώρες εκεί μέσα, αλλά τώρα βλέπω μια χαρά, κοιμήθηκα, ξεκουράστηκα και να ‘ μαι σήμερα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, στον ωραίο μας πολιτισμό, έτοιμη να σας διηγηθώ εγω η ίδια σύντομα και περιεκτικά την ιστορία μας, μιας και ο καθένας τα γράφει όπως θέλει.

Το Σάββατο το μεσημέρι, λοιπόν, λίγο μετά τις 15:00 ξεκινήσαμε από Σέριφο μ’ ενα φουσκωτό, εγώ, ο Φαίδων, η Ελένη, ο Δημήτρης και ο Αλέξης.

Εγώ με την Ελένη φορούσαμε στολές wind-surf και τ’ αγόρια αντιανεμικά, κάτι που αργότερα αποδείχθηκε σωτήριο μιας και οι στολές προσέφεραν άνωση και τα αντιανεμικά μια κάποια προστασία απ’ το κρύο. Μια χαρά όλα, πολύ γέλιο, κάνουμε μια στάση στη Κύθνο, τρώμε δυο φρούτα και συνεχίζουμε προς Λαγονήσι. Έχοντας σχεδόν περάσει και την Τζια στα δεξιά μας, με την Αθήνα να λαμπυρίζει μπροστά μας, στις 18:20 η μηχανή σταματάει, μας μυρίζει βενζίνη αλλά δε δίνουμε σημασία θεωρώντας οτι απλά έχει ζοριστεί λίγο η μηχανή απ’τα χτυπήματα. Συνηθισμένα πράγματα, λέμε πάμε με τη βοηθητική μηχανή μέχρι Τζιά αλλά ας πάρουμε πρώτα τα παιδιά που μας περίμεναν για φαγητό να τους πούμε οτι έχουμε ένα μικρό πρόβλημα και οτι θα πάμε Τζιά. Τη στιγμή που ο Φάιδων και ο Δημήτρης μιλάνε στο κινητό για να ενημερώσουν φίλους και Λιμενικό για τις αλλαγές στο πρόγραμμα, η Ελένη αρπάζει φωτιά στο πρόσωπο και πέφτει κάτω πανικόβλητη, μέσα στο φουσκωτό. Την ρωτάμε τρομαγμένοι τι έγινε, ο Φαίδων πάει να τσεκάρει πίσω απ’ το τιμόνι τα καλώδια και με μια ψυχρή ήρεμη φωνή λέει “φωτιά, σοβαρή φωτιά, όλοι στη θάλασσα”. Βουτάμε αμέσως. Μέσα σε 10 δευτερόλεπτα ήμασταν και οι 5 μέσα στη θάλασσα και παρακαλουθούσαμε το φουσκωτό να φλέγεται.

Η ώρα 18:30. Τα σωσίβια ήταν ακριβώς στα πόδια μας αλλά κανείς δε πρόλαβε να τ’ αρπάξει τη στιγμή που η έκρηξη ήταν ό,τι πιο πιθανό να συμβεί, με την βενζίνη να παίρνει φωτιά μπροστά μας. Κοιταζόμαστε και με αξιοπερίεργη ψυχραιμία συζητάμε τι θα κάνουμε. Ήταν βέβαιο πως ο Φαίδων είχε προλάβει να περιγράψει στην άλλη γραμμή οτι έχουμε πρόβλημα με τη μηχανή αλλά σίγουρα η κληση είχει ολοκλρωθεί πριν ακουστεί η λέξη “φωτιά”. Θεωρήσαμε πως σε 2 ώρες το πολύ θα άρχιζαν να ψάχνουν (έτσι κι έγινε όταν είδαν οτι τα κινητά και των πέντε ήταν κλειστά) και απ΄το σήμα της κλήσης μέσω της Vodafone θα έβρισκαν το στίγμα μας (το οποίο τελικά βρέθηκε μετά από 4 ώρες). Αρχίσαμε όλοι να κολυμπάμε προς τη Τζια η οποία φαινόταν, όχι και τόσο κοντά, αλλά εφικτά κοντά. Εγώ με τον Φαίδωνα αρχίσαμε να κολυμπάμε λίγο πιο γρήγορα ουτοσώστε να φέρουμε βοήθεια για όλους μας. Θάλασσα και μόνο θάλασσα, με 6 μποφόρ. Είδαμε το ηλιοβασίλεμα, σε κάποια φάση πήγαμε να τραγουδήσουμε το “Αυτή η νύχτα μένει″ αλλά μετά σκεφτήκαμε οτι ο πρώτος στίχος δεν βοηθάει και πολύ, κολυμπούσαμε πολλές φορές χεράκι-χεράκι, κύματα από παντού, πίναμε θαλλασσινό νεράκι μπόλικο, ο Φαίδων με είδε σε κάποια φάση που έκανα άσχημες σκέψεις και μου ζήτησε ν’ αρχίσω να μετράω απλωτές, μέτραγα-μέτραγα ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να μας πιάνει απελπισία για το αν προχωράμε καθόλου ή όχι.
Για “καλή” μας τύχη, ο Φαίδωνας έπαθε κράμπα (εννοείται πως δε μου τι είπε εκείνη τη στιμγή), έμεινε πίσω και παρατήρησε οτι μέσα σε 3 λεπτά εγώ είχα προχωρήσει 30 μέτρα. Ευτυχία μεγάλη και συνεχίσαμε. Σε κάποια φάση ακούμπησα κάτι στο πρόσωπό μου. Ήταν τα γυαλιά μυωπίας, είχα βουτήξει με τα γυαλιά μυωπίας και δε μου έφευγαν με τίποτα τα γυαλάκια μου! Κοίταζα το ρολόι μου, είχε πάει 8:30 η ώρα. Γιατί δεν μας ψάχνει κανείς; 9:30 η ώρα, γιατί δε μας ψάχνει ακόμα κανείς; Μετά τις 10:30 δεν ξανακοίταξα το ρολόι μου, δεν μπορούσα άλλωστε, είχαν αρχίσει να θολώνουν έντονα τα μάτια μου. Σκεφτόμασταν συνέχεια τους άλλους τρεις. Έπρεπε να φέρουμε βόηθεια, για όλους μας. Δύο κύματα τα βλέπουμε να έρχονται ψηλά σαν πολυκατοικία. “Πλάκα μας κάνει;” είπαμε κι οι δύο. Ο Φαίδων δε μ’αφηνε ούτε στιγμή ν’ απογοητευτώ. Η βέλτιστη απόσταση ήταν στα ανατολικά μας, αλλά αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε λίγο πιο βόρεια, κάνοντας ένα μικρό τόξο, για ν’ αποφύγουμε τα κύματα που μας χτυπούσαν από τ’ αριστερά και μας πλάκωναν συνέχεια ενώ όταν τα είχαμε μπροστά μας, υπολογίζαμε με το πρόσθιο να πάρουμε αναπνοή και να το προσπεράσουμε. Πρέπει να ήταν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα όταν, δύο φορές, ένα σούπερ-πούμα ήρθε πάνω απ’ το κεφάλι μας.

Κραυγάζαμε, κουνούσαμε τα χέρια, κάνει στροφή και φεύγει. “Πού πάει;;;;;” Έφυγε αλλά ήταν σημάδι οτι κάποιος μας ψάχνει. Το σώμα μου δε το φοβόμουν, αλλά το μυαλό μου; Οι σκέψεις μου; Συνέχιζα να μετράω. Τη τελευταία ώρα είχα αρχίσει να χάνω τελείως την όρασή μου. Ένα θολό μαύρο πράγμα μπροστά μου, ζαλάδα έντονη, πολύ έντονη και ο Φαίδωνας να μου φωνάζει ” Στ’ ορκίζομαι Μονικάκι μου, στ’ ορκίζομαι οτι ο βράχος είναι στα 100 μέτρα!”. Είχα μετρήσει μέχρι το 7816. Ξαπλώνω ημιλιπόθυμη. Ο Φαίδωνας μου λέει τρέχω να φέρω βοήθεια (πόση δύναμη αυτό το παιδί πια!). Γύρισα στο πλάι και φίλησα τον βράχο. 10 λεπτά αργότερα ένας γεροδεμένος κύριος με κουβαλούσε στις πλάτες του, ο Φαίδωνας δίπλα μου. Η ώρα ήταν 01:45, μπήκαμε σ’ ενα σπίτι όπου δύο κυρίες με περιέλαβαν, μου έβγαλαν τη φόρμα, μ’ έντυσαν, με βάλανε σ’ εναν καναπέ, η μία με τάιζε τσάι και φρυγανιά και η άλλη μου στέγνωνε τα μαλλιά. Οι άλλοι τρείς;;; Είναι μια χαρά! Ο Φαίδων μιλούσε στο τηλέφωνο ευτυχισμένος για όλους μας, εγώ έτρεμα απ’ την υπερένταση και οι κυριούλες πάνω απ’το κεφάλι μου να μου λένε ” χα, εχθές ακούγαμε τα τραγούδια σου….!” “Ω Θέε μου, αποκλείεται να είμαι ζωντανή και να μου συμβαίνει αυτό!” Ήταν τόσο σουρεάλ… Ήρθε ένα τζιπ του Λιμενικού και μας πήρε. Δε μπορώ να σας περιγράψω τη στιγμή που συναντηθήκαμε με τους άλλους τρεις στο λιμάνι της Τζιάς.

Πρόκειται για την απόλυτη ευτυχία. Ο Αλέξης, η Ελένη και ο Δημήτρης, κολυμπούσαν μέχρι τις 23:30. Ένα ιστιοπλοικό με Πολωνούς είχε περάσει σχεδόν δίπλα τους και έπλεε με πανιά όχι με μηχανή. Έβγαλαν τη πιο δυνατή φωνή της ζωής τους και μετά από ένα λεπτό άναψε προβολέας ακριβώς πάνω τους. Παρεπιπτόντως, αν κάποιος εξακολουθεί να αναρωτιέται για το αν υπάρχει Θεός ή όχι, σας το εγγυώμαι πως υπάρχει, ουδεμία αμφιβολία! Με το που ανέβηκαν στο ιστιοπλοικό ο Δημήτρης επικοινώνησε με το Λιμενικό και άρχισε αμέσως να δίνει οδηγίες για τη πορεία που, κατα προσέγγιση, ακολουθούσαμε εγώ κι ο Φαίδωνας. Τα τρία πλοία του Λιμενικού και τα δύο ελικόπτερα έψαχναν στο νότιο τμήμα του νησιού εκεί όπου προφανώς είχαν βρει το φουσκωτό ή δε ξέρω τι. Έτσι εξηγείται οτι το σούπερ-πούμα ήρθε κατα πάνω μας κατα τις 00:00, αφού οι δικοί μας είχαν δώσει οδηγίες για το που να ψάξουν. Το Λιμενικό, ας είναι καλά, μας έφερε στο Λαύριο όπου και μας περίμενε η οικογένεια και οι φίλοι του Φαίδωνα. Οι οικογένειες των υπόλοιπων από εμάς, δεν γνώριζαν προφανώς τίποτε απολύτως. Γύρω στις 3 το πρωί εγώ απλά έστειλα ένα μήνυμα στους γονείς μου που τους έλεγα και καλά οτι είχαμε ένα προβληματάκι με τη μηχανή και μάλλον θα μείνουμε Τζια απόψε. Την αλήθεια τους την είπα Κυριακή βράδυ, όταν γύρισαν σπίτι από Άστρος και είδαν τα κόκκινα μισο-ανοιχτά μάτια μου, δεν γινόταν να το κρύψω. Από Δευτέρα πλέον άρχισαν να το μαθαίνουν οι φίλοι μου και όλοι εσείς που με συγκινήσατε τόσο μα τόσο πολύ…

Δε θέλω να το κάνω μελό. Πολύς κόσμος έχει περάσει δυσκολίες, περιπέτειες και “φουρτούνες”. Ήταν μια φοβερή περιπέτεια και για μένα, τρόμαξα πάρα πολύ, προσευχόμουν συνέχεια και σκεφτόμουν πολλά και διάφορα που εύχομαι να μη περάσουν ποτέ απ’ το μυαλό σας. Δεν αντέχω να τα φέρνω στη μνήμη μου γιατί με πιάνουν τα κλάμματα. Μου λείπατε πολύ κι έβλεπα πανέμορφες εικόνες από συναυλίες, βόλτες, ταξίδια και παρέες. Μετά από αυτό, και το λέω πολύ συνειδητά, δεν έχει σημασία ούτε τρίτος δίσκος, ούτε οι συναυλίες, ούτε τίποτε άλλο που ήταν στο πρόγραμμα για φέτος. Σημασία έχει οτι είμαστε υγειείς. Θέλω να είστε όλοι καλά και να προσέχετε ο ένας τον άλλον, ο καθένας με τον τρόπο του. Ας μην απογοητευόμαστε με χαζομάρες και ας μην πιεζόμαστε για τίποτα. Η καρδιά μας, ο χρόνος, η Παναγία και η αγάπη μας για ζωή θα φροντίσουν να γίνουν όλα σωστά.

Να ξέρετε οτι σας αγαπώ όλους πάρα πολύ. Δε το λέω επιπόλαια. Το λέω συνειδητά γιατί η δύναμη που κουβαλούσα από τις 18:30 μέχρι τις 01:30 μέσα στα κύματα, παρέα με το φεγγάρι, τον Φαίδωνα και την σκέψη όλως σας, πηγάζει από όλα αυτά που έχουμε ζήσει και θα ζήσουμε μαζί.

Σας ευχαριστώ όλους και συγνώμη που σας αναστάτωσα.

Στη φωτογραφία, οι πέντε “ναυαγοί” (τι ιδιότητα κι αυτή!) στο λιμάνι του Λαυρίου, ξημερώματα Κυριακής. Περιπέτεια τέλος, σημείωσατε: αίσιο τέλος!

Συνεχίζουμε ακάθεκτοι, με απόλυτο σεβασμό στο μεγαλείο του ανθρώπου και το δώρο της ζωής.

Σας λατρεύω, μ»