Τη «ρύθμιση Ρέππα» για την προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, με ορισμένες τροποποιήσεις, η οποία ωστόσο, κατά κοινή ομολογία, είχε αποτύχει στην πράξη, αφού είχε ως αποτέλεσμα να αποχωρήσουν από το Δημόσιο μόλις 767 άτομα, επαναφέρει στο προσκήνιο η κυβέρνηση, προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις που προκαλεί η εργασιακή εφεδρεία.

Επιταχύνει, παράλληλα, τις διαδικασίες για την αξιολόγηση του προσωπικού στο Δημόσιο, που θα έχει ως αποτέλεσμα να απολύονται οι υπάλληλοι οι οποίοι θα αξιολογούνται αρνητικά με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που θα καθιερωθούν. Η αξιολόγηση μάλιστα θα διενεργείται με την άμεση εποπτεία του ΑΣΕΠ, ενώ θα λαμβάνονται υπόψη και οι ατομικοί φάκελλοι των δημοσιών υπαλλήλων. «Αγκάθι» ωστόσο παραμένει, από την άλλη πλευρά, το τι μέλλει γενέσθαι με τους υπαλλήλους των υπό κατάργηση ή συγχώνευση φορέων του Δημοσίου με δεδομένο ότι η τρόϊκα ζητεί μετ΄ επιτάσεως την απόλυσή τους.

Η τελευταία απόπειρα να εξευρεθεί «λύση» στο ακανθώδες θέμα της εφεδρείας έγινε το μεσημέρι της Τετάρτης στη συνάντηση που είχαν ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας με τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνη Μανιτάκη.

Επισήμως, από τα υπουργεία Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, έγινε γνωστό ότι συμφωνήθηκαν τα εξής:

Πρώτον, ότι η χώρα χρειάζεται ένα ποιοτικότερο, αποτελεσματικότερο και μικρότερο δημόσιο τομέα.

Δεύτερον, ότι προχωρεί η αξιολόγηση δομών και προσωπικού, καθώς και ο εξορθολογισμός φορέων του Δημοσίου ώστε να αξιοποιηθούν οι άξιοι υπαλλήλοι.

Τρίτον, ως αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών θα επιτευχθεί η αναγκαία και επιβαλλόμενη μείωση του προσωπικού και το συνακόλουθο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, μέσω της μείωσης της μισθολογικής δαπάνης και των λειτουργικών δαπανών.

Επί της ουσίας τώρα, στη συνάντηση, σύμφωνα με πληροφορίες, αποφασίσθηκε κατ΄ αρχάς, να τηρηθούν στο ακέραιο οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι των δανειστών της, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της για 150.000 αποχωρήσεις δημοσίων υπαλλήλων ως το τέλος του 2015. Το πώς θα επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος αποτελεί το ζητούμενο.

Ο κ. Μανιτάκης, που διαφωνεί με οποιασδήποτε μορφής εφεδρεία στο Δημόσιο (μετά και την τοποθέτηση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φώτη Κουβέλη), με το σκεπτικό ότι οδηγεί σε απολύσεις που παραβιάζουν τη συνταγματική νομιμότητα, ενώ το δημοσιονομικό όφελος που θα προκύψει, από την άλλη πλευρά, θα είναι πολύ μικρό, πρότεινε την υιοθέτηση ενός πακέτου κινήτρων που θα επιταχύνουν τη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων. Επέμεινε, παράλληλα, ότι θα πρέπει να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της αξιολόγησης των δομών, των οργανισμών και του ανθρώπινου προσωπικού του Δημοσίου, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν τον Νοέμβριο και να ολοκληρωθούν εντός του 2013.

Στόχος της κυβέρνησης είναι μέσω της αξιολόγησης να αποσαφηνιστεί πλήρως και το πλεονάζον προσωπικό στο Δημόσιο. Αυτό θα είναι εξάλλου και το βασικό επιχείρημα προς την τρόικα.

Η αξιολόγηση του προσωπικού θα διενεργηθεί ως εξής:

Το τακτικό προσωπικό της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, θα υποβληθεί σε ένα γραπτό τέστ πολλαπλών επιλογών από το ΑΣΕΠ μέσω του οποίου θα καταγραφούν για πρώτη φορά οι δεξιότητές του. Αντιθέτως η αξιολόγηση του προσωπικού χαμηλών προσόντων (ΥΕ και ΔΕ) θα διενεργηθεί μέσω των ατομικών τους φακέλων. Η διαδικασία αυτή θα καταδείξει σε ποιους τομείς και υπηρεσίες θα αξιοποιηθεί το προσωπικό. Οι υπάλληλοι, μ΄αλλα λόγια, θα μετατίθενται υποχρεωτικά στις υπηρεσίες στις οποίες υπάρχουν κενά ανάλογα με τα προσόντα τους.

Από την άλλη πλευρά, οι υπάλληλοι οι οποίοι αξιολογούνται αρνητικά, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τα πειθαρχικά τους παραπτώματά τους, θα απολύονται ή θα τίθενται σε καθεστώς εφεδρείας για ένα χρονικό διάστημα με την καταβολή του 60% του μισθού τους.

Αυτή θα είναι η πρώτη από τις «δεξαμενές» των αποχωρήσεων υπαλλήλων, προκειμένου η κυβέρνηση να επιτύχει το στόχο της μείωσης του προσωπικού στο Δημόσιο κατά 150.000 ως το τέλος του 2015. Μία δεύτερη «δεξαμενή» θα είναι η εργασιακή εφεδρεία, αν και στην παρούσα φάση θα ονομαστεί προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή προσυνταξιοδοτικό καθεστώς.

Γι΄ αυτό το λόγο η κυβέρνηση επαναφέρει στην πράξη τη ρύθμιση του πρώην υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Δ. Ρέππα με ορισμένες ωστόσο τροποποιήσεις, έτσι ώστε να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των υπαλλήλων που θα τεθεί σ΄ αυτό το καθεστώς. Η ρύθμιση αυτή συνάδει εν πολλοίς και με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας στο Μνημόνιο για την εργασιακή εφεδρεία.

Η «ρύθμιση Ρέππας» προέβλεπε, ως γνωστόν, ότι οι υπάλληλοι που ετίθετο σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα θα έπρεπε να έχουν συμπληρώσει 33 χρόνια υπηρεσίας, ήθελαν δηλαδή δύο χρόνια για να βγουν στη σύνταξη, και είχαν συμπληρώσει το 55 έτος της ηλικίας του.

Η κυβέρνηση εξετάζει, κατ΄ αρχάς, να αυξήσει τα χρόνια αυτά από δύο σε τρία. Έτσι, σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα θα τίθενται οι υπάλληλοι στους οποίους απομένουν τρία χρόνια για να βγουν στη σύνταξη. Δεύτερον, προκειμένου να καταστεί δυνατόν κάτι τέτοιο θα τους δοθούν και επιπρόσθετα κίνητρα. Δηλαδή, οι υπάλληλοι θα μπορούν να αναγνωρίζουν και πλασματικά χρόνια προκειμένου να συμπληρώνουν τα 32 χρόνια υπηρεσίας που θα είναι απαραίτητα για να τεθούν σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς.

Οι υπάλληλοι που τίθενται σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς, κατά άλλα, θα αμείβονται επί τρία χρόνια με το 60% του μισθού τους ο οποίος θα συμψηφίζεται με την αποζημίωση τους.

Υπενθυμίζεται, ότι παρόμοια κίνητρα είχε καταβληθεί προσπάθεια να δοθούν στους υπαλλήλους και μέσω της «ρύθμισης Ρέππα». Έτσι, προκειμένου να συμπληρώσουν τα χρόνια που απαιτούνταν για να τεθούν σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα μπορούσαν να αναγνωρίζουν και τα χρόνια ασφάλισής τους στον ιδιωτικό τομέα. Το μέτρο, όμως, αυτό απέτυχε στην πράξη, καθώς ελάχιστοι υπάλληλοι έκαναν χρήση αυτού του μέτρου, ενώ, από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε δυνατότητα διασταύρωσης των στοιχείων μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων.

Το μέτρο αυτό σήμερα, αν και έπεσε στο τραπέζι, εγκαταλείπεται και προκρίνεται η αναγνώριση πλασματικών χρόνων. Παρά ταύτα, θα πρέπει να το αποδεχθεί η τρόικα με δεδομένο ότι το είχε απορρίψει στο παρελθόν.

Η τρίτη «δεξαμενή» για την εφεδρεία είναι το πλεονάζον προσωπικό από τους φορείς του Δημοσίου που κλείνουν η συγχωνεύονται. Το θέμα αυτό εξελίσσεται σε «αγκάθι» για την κυβέρνηση. Ήδη, η τρόικα, με βάση και τις σχετικές δεσμεύσεις στο Μνημόνιο, ζητεί το προσωπικό αυτό να τίθεται για ένα ή δύο χρόνια (στην περίπτωση που είναι κοντά στη σύνταξη) σε καθεστώς εφεδρείας. Στόχος της κυβέρνησης είναι κα πετύχει να ενταχθεί κι αυτό το προσωπικό στις διαδικασίες της αξιολόγησης. Κι αυτό γιατί σ΄αυτούς τους οργανισμούς θεωρείται ότι υπηρετούν ικανοί και άξιοι» υπάλληλοι. Το αν θα το πετύχει όμως είναι μία άλλη ιστορία.