«Γύρισα την κοπέλα ανάσκελα και την κτύπησα με μία μεγάλη πέτρα -βάρους πέντε κιλών- πάνω από το αριστερό της μάτι. Την είχα αρπάξει από το λαιμό και προσπαθούσα να την κρύψω σε μια σχισμή, όμως εκείνη αντιστεκόταν και με έβριζε. Την κτυπούσα συνέχεια με την πέτρα… Είδα να τρέχουν αίματα στο πρόσωπό της και πέταξα την πέτρα στην θάλασσα. Στην αρχή εγώ πήγα να της αρπάξω το κινητό για να το πουλήσω και να στείλω λεφτά στην άρρωστη μάνα μου, στο Πακιστάν, που έχει ανάγκη. Για να την πλησιάσω προσποιήθηκα ότι μιλούσα κι εγώ στο κινητό. Την ακινητοποίησα και της το πήρα. Ομως εκείνη κουνιότανε και άρχισα στην αρχή να της ρίχνω μπουνιές στο σώμα. Της έβγαλα το παντελόνι και το μαγιώ και την κακοποίησα. Μόλις τελείωσα σκουπίστηκα με τα ρούχα της! Της είχα βγάλει το παντελόνι και το μαγιώ και τα πέταξα μακριά για να μην τρέξει γρήγορα και ζητήσει βοήθεια. Μετά πήγα να την κρύψω στη σχισμή και άρχισα να την κτυπάω με την πέτρα. Αφού την εγκατέλειψα πήγα προς το εστιατόριο που δούλευα και πέταξα το κινητό στα σκουπίδια του ξενοδοχείου…»

Απόσπασμα από την απολογία που έδωσε, στις 5 Αυγούστου 2012, σε αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ και σε δικαστικούς ο 19χρονος «δράκος της Πάρου» ο οποίος περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την κακοποίηση της 15χρονης Μυρτούς αλλά και ό,τι προηγήθηκε και ακολούθησε της εγκληματικής επίθεσης.

«Το Βήμα» αποκαλύπτει τη δικογραφία της υπόθεσης με τις μαρτυρίες του δράστη, του εργοδότη του, της μητέρας του θύματος και των βασικών μαρτύρων της εγκληματικής επίθεσης.

Την ίδια ώρα κύρια ανάκριση διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Κυκλάδων σε βάρος του εργοδότη του Πακιστανού, προκειμένου να διαπιστωθεί πώς ο δράστης της εγκληματικής επίθεσης απασχολείτο στην επιχείρησή του χωρίς να διαθέτει την προαπαιτούμενη άδεια και ταξιδιωτικά έγγραφα.

Ο 19χρονος, λοιπόν, Πακιστανός ανέφερε στην απολογία του -εκπροσωπείται νομικά από την δικηγόρο Μυκόνου κ. Αλεξανδρα Δήμου– ότι είχε έλθει το 2010 στην Ελλάδα μέσω του Εβρου και αρχικά διέμενε στην Σκάλα Ωρωπού. Αμέσως μετά μετέβη στην Πάρο όπου φέρεται να βρήκε δουλειά σε μια τουριστική μονάδα «για να κουρεύει το γκαζόν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Σε αυτήν την δουλειά φέρεται να πληρωνόταν με 450 ευρώ τον μήνα. Οπως κατέθεσε στην συνέχεια «την προηγουμένη του περιστατικού, δηλαδή το Σάββατο, είχα πάει με έναν φίλο μου Πακιστανό σε ένα πανηγύρι που είχε γίνει στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου από όπου φύγαμε στις 4 το πρωί και πήγα στο σπίτι του φίλου μου κοντά σε ένα βενζινάδικο της περιοχής. Κανονικά την επόμενη ημέρα το πρωί έπρεπε να γιορτάσουμε το Ραμαζάνι, όμως μας πήρε ο ύπνος και ξυπνήσαμε αργά, φάγαμε και είδαμε τηλεόραση. Το απόγευμα αποφάσισα να γυρίσω στο εστιατόριο που δούλευα. Φορούσα άσπρο παντελόνι και μια μπλε μπλούζα. Περνώντας μπροστά από την παραλία είδα να κάνει μπάνιο μία γυναίκα. Ενώ περνούσαν και δύο άνδρες. Μετά από λίγο είδα στα βραχάκια την 17χρονη κοπέλα».

Στην απολογία του ο 19χρονος Πακιστανός δείχνει, σε φωτογραφίες των αστυνομικών με το πρόσωπο της άτυχης κοπέλλας, σε ποιο ακριβώς σημείο της προκαλούσε τα βαρύτατα τραύματα!
Ο Πακιστανός αναφέρει ακόμα ότι μετά την επίθεση πήγε στο υπόγειο κατάλυμά του, έκανε μπάνιο και αργότερα έπλυνε τα ρούχα του.

Κρίσιμες θεωρήθηκαν οι δύο καταθέσεις του 37χρονου σερβιτόρου της ίδια ξενοδοχειακής μονάδας, ο οποίος αρχικά μίλησε για την παρουσία στην περιοχή ενός μοτοσυκλετιστή με μαγιώ βερμούδα που έκανε σούζες. Ομως στις 2 Αυγούστου ο ίδιος μαρτυρας κατέθεσε για τις κινήσεις του 19χρονου Πακιστανού με τον οποίο εργάζονται στην ίδια τουριστική μονάδα. Οπως κατέθεσε «εκείνη την ώρα είχα επιστρέψει από το σημείο και έτρωγα, όταν είδα τον Αλί να κατευθύνεται στο υπόγειο δωμάτιό του. Αργότερα τον ρώτησα για το περιστατικό και μου είπε ότι είχε δει δύο ύποπτα αυτοκίνητα στο σημείο που σημειώθηκε η επίθεση…».

Κατάθεση έδωσε και ο 40χρονος ιδιοκτήτης της τουριστικής μονάδας που είπε ότι «ο Αλί μου ζήτησε να φύγει για το Πακιστάν γιατί πέθανε η γιαγιά του. Μετά έκλεισε το τηλέφωνο. Με πήρε για να μου πει ότι τον έπιασε η Αστυνομία στην Ομόνοια μαζί με ένα άλλο παιδί από το Μπαγκλαντες. Μετά δεν είχα καμμιά άλλη επικοινωνία μαζί του».

Τελος συγκλονιστική είναι η κατάθεση της μητέρας του άτυχου κοριτσιού. Οπως προκύπτει από την κατάθεσή της είχε πάει από νωρίς το απόγευμα σε μικρή παραλία κοντά στη «Χρυση Ακτή» και γύρω στις 6 ή ώρα το απόγευμα η άτυχη Μυρτώ της ζήτησε να πάει για πρώτη φορά στα βραχάκια, για σωματική της ανάγκη, απ’ όπου επέστρεψε σχετικά γρήγορα. Λίγη ώρα αργότερα η Μυρτώ -όπως καταθέτει η μητέρα της- της ζήτησε να πάει πάλι προς τα βράχια της «Χρυσής Ακτής» για να ακούσει μουσική από το κινητό της. Της είχε ζητήσει να την καλέσει στο κινητό της για να αναχωρήσουνν από το σημείο.
«Μετά από μισή ώρα άρχισα να την καλώ στο κινητό και αυτό ήταν κλειστό. Αρχισα να κινούμαι στην περιοχή πότε πεζή, πότε με το αυτοκίνητό μου και να την ψάχνω. Την καλούσα αλλά το τηλέφωνο ήταν κλειστό. Τότε έφυγα με το αυτοκίνητό μου και πήγα στην παραλία της Πούντας, όπου βρισκόταν η άλλη 19χρονη κόρη μου, για να ψάξουμε μαζί την Μυρτώ. Πήγαμε πάλι στη «Χρυση Ακτή», όπου ψάχναμε να την βρούμε. Καποια στιγμή κινήθηκα από την άλλη πλευρά της παραλίας, προς το ξενοδοχείο «Ποσειδών», και τότε μου φάνηκε ότι την είδα στα απέναντι βράχια. Πήγαμε τότε κοντά στο σημείο με την κόρη μου και την βρήκαμε….».