Το «ράβε-ξήλωνε» στη δημόσια διοίκηση μία από τις κυριότερες παθογένειες του κράτους όσον αφορά κυρίως την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών που είχε καταστροφικές συνέπειες στην εικόνα του – επανέρχεται στο προσκήνιο. Οι ως τώρα κυβερνήσεις, παρά και τις συστάσεις της task force τελευταία, αδυνατούν να θέσουν σε λειτουργία ένα αξιόπιστο σύστημα δεδομένων που θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μείωση των δημόσιων δαπανών, θα διευκόλυνε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα αποτύπωνε μια πιστή εικόνα για το προσωπικό. Ετσι η υπηρεσιακή κυβέρνηση αποφάσισε στο «παρά πέντε» να συστήσει μια νέα ηλεκτρονική βάση δεδομένων μετά τη διαπίστωση ότι η απογραφή που διενεργήθηκε το 2010 και η δημιουργία τον Αύγουστο του 2011 του μητρώου των μισθοδοτούμενων από το κράτος δημοσίων υπαλλήλων δεν παρέχουν αξιόπιστα στοιχεία.

Ο υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Παντελής Τζωρτζάκης παρουσιάζοντας το πρόγραμμα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης πριν από περίπου τρεις μήνες είχε εντοπίσει το πρόβλημα. Από το 1996 ως σήμερα, υποστήριξε, δαπανήθηκαν γύρω στα 8 δισ. ευρώ σε αγορά ηλεκτρονικού υλικού που αποδείχθηκε άχρηστο.

Ανενεργά εργαλεία

«Παίρναμε εξοπλισμό, μηχανήματα» είπε «που δυστυχώς έμεναν στο ράφι είτε γιατί δεν δημιουργήθηκαν τα προγράμματα ώστε να «επικοινωνούν» μεταξύ τους είτε γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι, επειδή δεν τους βόλευε, δεν τα χρησιμοποιούσαν». Τις σκανδαλώδεις επιπτώσεις τις βιώνουμε άμεσα.

Ο κ. Τζωρτζάκης μάλιστα έδωσε και σημαντικά στοιχεία για τα οφέλη τα οποία θα προέκυπταν από την ηλεκτρονική οχύρωση του κράτους. Θα είχε κατ’ αρχάς συλληφθεί μέρος της φοροδιαφυγής που ανέρχεται στο 5%-6% του ΑΕΠ. «Αν το ELENXIS δεν διασυνδεθεί με την ΕΥΔΑΠ και τη ΔΕΗ και με τις τράπεζες» υποστήριξε «για να μπορέσεις από ‘κεί να δεις το lifestyle του καθενός από μας, δεν θα πιάσεις ποτέ τη φοροδιαφυγή. Δεν μπορεί κάποιος να πληρώνει 20.000-30.000 ευρώ σε lifestyle και την ίδια στιγμή να δηλώνει φορολογητέο εισόδημα 10.000 ευρώ και αυτό να μη διασταυρώνεται και να μην μπορούμε να το δούμε». Υπενθύμισε μάλιστα ότι οι περικοπές που έγιναν το 2010 ήταν στο 2,1%-2,2% του ΑΕΠ, δηλαδή το ένα τρίτο της βεβαιωμένης φοροδιαφυγής.

Δεύτερον, θα μειώνονταν οι δαπάνες γύρω στο 3%-4% του ΑΕΠ. Τρίτον, θα προέκυπτε σαφής εικόνα για την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου που δεν έχει καταγραφεί. Τέταρτον, θα δημιουργούνταν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη. «Σας διαβεβαιώ ότι, αν φέρουμε υπουργό Οικονομικών τον κάτοχο Νομπέλ στην οικονομία, θα αποτύχει. Δεν μπορεί να πετύχει οποιοσδήποτε διότι δεν έχει τα στοιχειώδη εργαλεία να πάρει αποφάσεις» είχε πει χαρακτηριστικά ο κ. Τζωρτζάκης.

Η τακτική του παρελθόντος όμως συνεχίζεται και σήμερα. Δύο χρόνια μετά την περιβόητη απογραφή προβάλλει και πάλι η ανάγκη για διορθωτικές κινήσεις ώστε να καταστεί το σύστημα λειτουργικό και αποτελεσματικό. Το καλοκαίρι του 2010 ο τότε υπουργός Εσωτερικών κ. Ι. Ραγκούσης εξήγγειλε την πλήρη απογραφή των υπαλλήλων του Δημοσίου. Το έργο αυτό, όπως παραδέχθηκε λίγο αργότερα ο κ. Δημήτρης Ρέππας που διαδέχθηκε τον κ. Ραγκούση στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, «βεβαίως δεν ολοκληρώθηκε με την αποτύπωση των αριθμητικών δεδομένων».

Η κυβέρνηση ως εκ τούτου προκειμένου να προχωρήσει και στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών στο Δημόσιο άρχισε να διαμορφώνει μια βάση δεδομένων που πέραν των αριθμητικών θα περιείχε και ποιοτικά στοιχεία του προσωπικού. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2011 με τη διαμόρφωση του μητρώου των μισθοδοτουμένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Τα στοιχεία που περιελήφθησαν ή θα έπρεπε να περιληφθούν είναι:

Πρώτον, τα προσωπικά δεδομένα, δηλαδή το ονοματεπώνυμο, ο αριθμός μητρώου και η οικογενειακή κατάσταση του απογραφομένου. Δεύτερον, η υπηρεσιακή κατάσταση του εργαζομένου, δηλαδή ο φορέας στον οποίο εργάζεται, ο κλάδος στον οποίο ανήκει, η ειδικότητα που έχει, ο βαθμός και η θέση ευθύνης. Τρίτον, τα τυπικά προσόντα των υπαλλήλων, δηλαδή η γλωσσομάθειά του, η δυνατότητά του να χειρίζεται ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα πτυχία του.

«Αυτή τη στιγμή είμαστε σε θέση, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης» δήλωσε λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα του 2012 ο κ. Ρέππας «να παρουσιάζουμε αριθμητικά στοιχεία για όλους τους εργαζομένους στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα και στους ΟΤΑ, τον αριθμό των υπαλλήλων σε κάθε φορέα, σε κάθε υπηρεσία, τη σχέση εργασίας για κάθε εργαζόμενο, το επίπεδο της εκπαίδευσής του, τη θέση ευθύνης του, την ειδικότητά του, τον βαθμό του και άλλα σχετικά στοιχεία. Δεν διενεργείται πλέον καμία πρόσληψη ή διορισμός ή αποχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς αυτή να καταγραφεί προηγουμένως στο μητρώο μισθοδοτουμένων».

Προς νέα βάση

Η εικόνα, όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση της υπηρεσιακής κυβέρνησης να προχωρήσει στη δημιουργία νέας βάσης δεδομένων για το προσωπικό του Δημοσίου, δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή. Σήμερα τα στοιχεία που συλλέγονται για τους δημοσίους υπαλλήλους δεν αντλούνται από ένα αλλά από δύο επιχειρησιακά συστήματα:
  • Την αναλυτική απογραφή όλου του προσωπικού που μισθοδοτείται από τον στενό δημόσιο τομέα με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, όπως προβλέπεται από τους Ν. 3845/2010 και Ν. 3870/2010 (επισημαίνεται ότι στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και συμβασιούχοι).
  • Την περιοδική (μηνιαία, τριμηνιαία και ετήσια) ηλεκτρονική καταχώριση απολογιστικών στοιχείων από τους υπευθύνους των επί μέρους μονάδων διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού των φορέων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα (περιλαμβάνει μόνο τακτικό προσωπικό).


Μία εργασία, δύο συστήματα



Εφαρμογές ακριβές, με αδυναμίες και επικαλύψεις

«Η ύπαρξη δύο διαφορετικών πληροφορικών συστημάτων που εξυπηρετούν τη διαμόρφωση πολιτικής σε θέματα ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο» παραδέχεται το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, που προωθεί πλέον τη δημιουργία νέας βάσης δεδομένων, «παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες αφού καλύπτονται οι ανάγκες μερικώς και καταχωρίζονται ίδια διοικητικά γεγονότα σε δύο συστήματα».

Ενδεικτικά αναφέρονται οι προβληματικές περιοχές των βάσεων δεδομένων:

1.Τα ποσοτικά στοιχεία των διοικητικών αναφορών που παράγονται και από τα δύο συστήματα δεν συμπίπτουν εξαιτίας των διαφορετικών παραδοχών και της επιχειρησιακής λειτουργίας που υποστηρίζει το καθένα χωριστά.

2. Τα επί μέρους συστήματα δεν είναι συγχρονισμένα μεταξύ τους (π.χ., διαφορετικοί χρήστες, διαφορετικοί κωδικοί φορέων).

3. Το εύρος των φορέων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα που καλύπτουν τα δύο απογραφικά συστήματα δεν είναι το ίδιο.

4. Το Μητρώο Μισθοδοτουμένων Ελληνικού Δημοσίου είναι μια κατακερματισμένη εφαρμογή μεταξύ του Εθνικού Δικτύου Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ) και της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), το οποίο δυσχεραίνει τις ενέργειες συντήρησης και ανάπτυξης νέας λειτουργικότητας.
5. Το κόστος συντήρησης δύο διαφορετικών συστημάτων είναι υψηλό και είναι αντίθετο στη γενικότερη απαίτηση για ορθολογική χρήση πόρων.

Κατόπιν όλων αυτών, αποφασίστηκε να ακολουθηθεί για μία ακόμη φορά η πεπατημένη. Ετσι θα επιχειρηθεί «να ενοποιηθεί και να εκσυγχρονιστεί η πλατφόρμα λειτουργίας του Μητρώου Μισθοδοτουμένων Ελληνικού Δημοσίου και να ενσωματώσει και νέες επιχειρησιακές λειτουργίες προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες διοικητικής πληροφόρησης». Γι’ αυτόν τον λόγο θα υπάρξει «μετάπτωση δεδομένων από τα υφιστάμενα συστήματα, καθώς και τεχνολογική αναβάθμιση του έργου της απογραφής και μεταφορά του στις υποδομές που θα υποδείξει το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ