Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Ακη Τσοχατζόπουλου, σε ανακοίνωση που εξέδωσαν αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι «δεν υπάρχει υπόνοια φυγής». Από το γραφείο του Καθηγητή κ. Λεωνίδα Κοτσαλή εξεδόθη η ακόλουθη ανακοίνωση των πληρεξουσίων Δικηγόρων του πρ. Υπουργού κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλου :

Χθες, 23.4.2012, κατετέθη προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης του πρ. Υπουργού κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με την προσφυγή αυτή εκτίθεται διεξοδικά με πλήρη νομική τεκμηρίωση και εκτενή αναφορά στη νομολογία και τη θεωρία το μη βάσιμο του ως άνω εντάλματος. Συγκεκριμένα, οι σωρευτικά αξιούμενες από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρ. 282) προϋποθέσεις για την επιβολή του έσχατου αυτού μέτρου δικονομικού εξαναγκασμού, που σύμφωνα με τον Κ.Ποιν.Δικ. επιβάλλεται όταν τούτο είναι «απολύτως αναγκαίο», στο πρόσωπο του κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλου δεν υφίστανται :

– Η «βαρύτητα του εγκλήματος» είναι υπό ανακριτική διερεύνηση. Ο κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλος έχει, όπως άλλωστε και κάθε πολίτης, υπέρ αυτού –στην παρούσα φάση- το τεκμήριο αθωότητας, η δε «βαρύτητα του εγκλήματος» καθ’ εαυτή δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση να «σηκώσει» το βάρος της επιβολής του εξαιρετικού αυτού μέτρου που η Ποινική μας Δικονομία επιφυλάσσει για απολύτως ακραίες περιπτώσεις, φυσικά στη νομική τους διάσταση.

– Η «υπόνοια φυγής» απλά δεν υπάρχει. Λεπτομερειακή αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης υπάρχει στην κατατεθείσα προσφυγή. Σημειώνεται ότι ο κ. Α-Α. Τσοχατζόπουλος συνελήφθη αιφνιδιαστικά στο σπίτι του την πρωΐα της 14.4.2012 κατόπιν του γνωστού εντάλματος, χωρίς να διαπιστωθεί η παραμικρή προετοιμασία φυγής, εξαφανίσεως κ.λ.π.

– Ωσαύτως, «υπόνοια τέλεσης άλλων (παρόμοιων) πράξεων» δεν υφίσταται. Με ακρίβεια εκτίθεται στην προσφυγή η παντελής έλλειψη δυνατοτήτων ή υποδομών για τέλεση άλλων (παρόμοιων) πράξεων. Εξάλλου ο κ. Α.-Α. Τσοχατζόπουλος δεν έχει από εξαετίας καμία επίσημη ιδιότητα (βουλευτή, υπουργού κ.λ.π.), έτσι ώστε η προβαλλόμενη από το ένταλμα προσωρινής κράτησης «υπόνοια τέλεσης άλλων (παρόμοιων) πράξεων» να καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη.

Επισημαίνεται τέλος, ότι η επιβολή του εσχάτου αυτού δικονομικού μέτρου μετά από ομόφωνη γνώμη του κ. Ανακριτή και του κ. Εισαγγελέα είναι –κατά την άποψή μας- πλήρως αδικαιολόγητη, χωρίς καμία αιτιολόγηση, προσβάλλουσα ευθέως την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 του Συντάγματος).