Τα τελευταία είκοσι χρόνια η λέξη «Σομαλία» έχει μετατραπεί σε συνώνυμο κατεστραμμένου κράτους.

Εμφύλιες διαμάχες και εκτοπισμένοι πληθυσμοί, πειρατεία και ομαδικοί βιασμοί, παντελής έλλειψη σε κρατικές δομές, υγειονομική περίθαλψη και δημόσια ασφάλεια. Σαν να μην ήταν αρκετά τα δεινά της πολύπαθης χώρας, το 2006 η διαβόητη «Αλ Σαμπάμπ», μια από τις πιο αιματηρές και βίαιες ισλαμιστικές οργανώσεις στον κόσμο, συνέστησε αντάρτικο κίνημα το οποίο εδώ και πέντε χρόνια βυθίζει συστηματικά τη χώρα στην ανομία, στην εγκληματικότητα και στο αίμα. Το 2011 ωστόσο ήταν το έτος που έδωσε τη χαριστική βολή στη Σομαλία. Η άνευ προηγουμένου ξηρασία στις αρχές του καλοκαιριού οδήγησε στην καταστροφή της πενιχρής σοδειάς, στον θάνατο χιλιάδων ζώων και στη μετατροπή άλλοτε εύφορων εκτάσεων σε χώμα και σκόνη.

«Η χειρότερη επισιτιστική κρίση των τελευταίων δεκαετιών δεν άφησε τίποτε όρθιο και οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε ένα απελπισμένο ταξίδι προς αναζήτηση τροφής και ασφάλειας κατά μήκος της ερήμου. Οσοι δεν σκοτώθηκαν από τον εμφύλιο, δεν πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες υπό τον καυτό ήλιο, διέσχισαν τα σύνορα και κατέφυγαν σε τεράστιους καταυλισμούς στην Κένυα, στην Αιθιοπία και σε άλλες γειτονικές χώρες, σε καθέναν από τους οποίους συγκεντρώνονται ως και 500.000 ψυχές υπό συνθήκες απόλυτης φτώχειας, ασιτίας και ανομίας» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Απόστολος Βεΐζης, υπεύθυνος προγραμμάτων των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ελλάδα.

Σε αυτούς τους καταυλισμούς, όπου κυριαρχούν οι ασθένειες, η βία και ο θάνατος, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα διεξάγουν ένα από τα πιο απαιτητικά προγράμματα της ιστορίας τους, στο οποίο εργάζονται περισσότεροι από 4.200 γιατροί, νοσοκόμοι, ψυχολόγοι, μηχανικοί και άλλοι επαγγελματίες – ανάμεσά τους και δεκαπέντε τολμηροί Ελληνες! Οι ίδιοι διηγούνται στο «Βήμα της Κυριακής» την προσωπική τους ιστορία σε μια χώρα όπου η σκληρότητα, ο πόνος και ο θάνατος συνυπάρχουν καθημερινά με τη δύναμη και την ελπίδα.

«Δεν είχα ξαναδεί παιδιά να πεθαίνουν»

«Δεν είχα ξαναδεί ποτέ υποσιτισμένο άνθρωπο στη ζωή μου. Δεν είχα ξαναδεί παιδιά να πεθαίνουν καθώς οι μητέρες τους κοιτούν αβοήθητες. Είχα συμμετάσχει σε άλλες αποστολές των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, αλλά αυτό που αντίκρισα στη Σομαλία δεν είχε προηγούμενο. Για μήνες έκανα τη δουλειά μου με σθένος, προσπαθούσα να είμαι δυνατή για να βοηθήσω αυτούς που με χρειάζονταν. Και μετά επέστρεφα στη σκηνή μου και έκλαιγα για ώρες» διηγείται μιλώντας στο «Βήμα» η ελληνογερμανίδα ψυχολόγος κυρία Μάρθα Φαλκ.

Η ίδια βρέθηκε στην Αιθιοπία, στα σύνορα με τη Σομαλία, με σκοπό να εργαστεί σε προσφυγικό καταυλισμό ο οποίος στις αρχές του καλοκαιριού φιλοξενούσε 40.000 ψυχές, ενώ ύστερα από μερικούς μήνες είχε αγγίξει τις… 170.000 πρόσφυγες, καθώς περίπου 1.500 άτομα περνούσαν τα σύνορα καθημερινά.

Αρμοδιότητα της 31χρονης ψυχολόγου ήταν να οργανώσει ομαδικές θεραπείες για μητέρες των οποίων τα παιδιά υπέφεραν από ασιτία, με στόχο να τις ευαισθητοποιήσει ώστε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να αποφευχθεί το μοιραίο. Η εν λόγω θεραπεία ωστόσο δεν θύμιζε σε τίποτε τα «group therapy» που έχουμε συνηθίσει στον δυτικό κόσμο.

«Οι μητέρες δεν αντιλαμβάνονταν τη βαρύτητα της ασιτίας. Ένα παιδάκι που πάσχει από οξύ υποσιτισμό πέφτει σε κατάσταση πλήρους απραξίας και ακινησίας, σταματά το κλάμα και κάθε αντίδραση. Τότε οι ανυποψίαστες μητέρες δεν κινητοποιούνται, γιατί νομίζουν ότι το παιδί κοιμάται ή ότι έχει ηρεμήσει, με αποτέλεσμα να θρηνούμε θύματα. Μέσα από τις ομαδικές θεραπείες προσπαθήσαμε να εμφυσήσουμε την ευθύνη χωρίς ενοχές, την ανάγκη να βοηθούν η μία την άλλη και να εμπιστεύονται τους γιατρούς» εξηγεί η κυρία Φαλκ.

Μια κλωστή ο θάνατος από τη ζωή

«Ο θάνατος και η ζωή χωρίζονται από μια πολύ λεπτή γραμμή στους καταυλισμούς. Γι’ αυτό κάθε φορά που ένα παιδί που ερχόταν υποσιτισμένο και ετοιμοθάνατο, έφευγε με αυξημένο βάρος και χαμόγελο, η καρδιά μου αγαλλίαζε. Κάθε εβδομάδα θεραπεύαμε περί τα 250 περιστατικά, ανθρώπους που ειδάλλως θα πέθαιναν αβοήθητοι. Αυτή η σκέψη μάς έδινε κουράγιο να αντέχουμε τις κακουχίες» αναφέρει η κυρία Ηρώ Ευλαμπίδου, γιατρός και συντονίστρια των ιατρικών υπηρεσιών που προσφέρονταν σε 120.000 πρόσφυγες στον καταυλισμό Νταμπάαπ στα σύνορα της Κένυας με τη Σομαλία.

Σε μια χώρα όμως όπου κυριαρχούν οι δεισιδαιμονίες και η αμάθεια ακόμη και η ιατρική βοήθεια αντιμετωπίζεται συχνά ως απειλή. «Δεν θα ξεχάσω τη μητέρα που “έκλεψε” το υποσιτισμένο και άρρωστο παιδί της από το νοσοκομείο για να το πάει σε τοπικό μάγο για να το “γιατρέψει”. Αυτός αφαίρεσε τους κυνόδοντες του παιδιού, με αποτέλεσμα το μικρό να πεθάνει από αιμορραγία. Σε άλλες περιπτώσεις, οι γονείς δεν επέτρεπαν να κάνουμε ανάνηψη στα παιδιά τους ή οι σύζυγοι μας απαγόρευαν την καισαρική στις εγκύους γυναίκες τους που κινδύνευαν να πεθάνουν στη γέννα» αναφέρει η 37χρονη γιατρός.

«Πολύτιμοι σύμμαχοι αποδείχθηκαν οι ηγέτες της κοινότητας, οι οποίοι μεσολαβούσαν για να πείσουν την οικογένεια να δεχθεί την αναγκαία θεραπεία. Πολλές φορές περνούσαν μια ολόκληρη ημέρα στις “διαπραγματεύσεις”, ώσπου να πεισθεί η οικογένεια. Αλλες φορές όμως οι συνομιλίες απέβαιναν άκαρπες και ο ασθενής πέθαινε αβοήθητος» καταλήγει η ίδια.

Οι αφανείς ήρωες
Βοηθώντας αυτούς που βοηθούν τους πρόσφυγες
Για να κατορθώσουν οι γιατροί, οι νοσοκόμοι και οι ψυχολόγοι να παράσχουν απερίσπαστοι τη βοήθειά τους στους Σομαλούς πρέπει πρωτίστως οι ίδιοι να είναι ασφαλείς και υγιείς. Ο εμφύλιος και η συνακόλουθη αναρχία θρέφουν την εγκληματικότητα, ενώ μόλις τον περασμένο Οκτώβριο δύο ισπανίδες γιατροί απήχθησαν και τα ίχνη τους ακόμα αγνοούνται. Δεκάδες μηχανικοί και υπεύθυνοι ασφαλείας αναλαμβάνουν συνεπώς τον ρόλο των αφανών ηρώων που θα προστατεύουν όλους όσοι προσφέρουν καθημερινά τις υπηρεσίες τους στον σομαλικό πληθυσμό.

Ο μηχανικός περιβάλλοντος κ. Τάσος Γραικός ήταν υπεύθυνος για την υγεία και την ασφάλεια 300 εργαζομένων των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι φρόντιζαν περισσότερους από 120.000 πρόσφυγες. «Εφτασα σε έναν καταυλισμό σχεδιασμένο για τριάντα εργαζομένους, στον οποίο ζούσαν και εργάζονταν πυρετωδώς… τριακόσια άτομα! Κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς υπόστεγα, χωρίς νερό, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους σομαλούς πρόσφυγες τη στιγμή που οι ίδιοι βρίσκονταν στα όρια της εξάντλησης. Φανταστείτε ότι τη σίτιση των 300 εργαζομένων είχαν αναλάβει πέντε σομαλές μαγείρισσες που μαγείρευαν με το τσουκάλι στη φωτιά!» διηγείται ο κ. Γραικός μιλώντας στο «Βήμα».
Σταδιακά, εκπαιδεύοντας το τοπικό προσωπικό και (ελλείψει τεχνικού εξοπλισμού), επιστρατεύοντας αυτοσχεδιασμό και δημιουργικότητα, ο κ. Γραικός κατόρθωσε να οργανώσει δομές σίτισης, στέγασης και υγιεινής στον καταυλισμό, να εξασφαλίσει δύο βυτία για τη μεταφορά νερού από το παρακείμενο ποτάμι και να δημιουργήσει υπόστεγα για την προστασία από τον καυτό ήλιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ