Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας άνεργος, ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή ακόμη ένας δημόσιος υπάλληλος με έναν επιχειρηματία και με έναν εφοπλιστή; Ολοι τους έχουν χάσει, άλλος λιγότερα και άλλος περισσότερα, λεφτά από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων και άρχισαν τώρα να συνασπίζονται. Είναι τα χιλιάδες φυσικά πρόσωπα-ομολογιούχοι που εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους, τις σπουδές των παιδιών τους στα κρατικά ομόλογα. Τα εμπιστεύθηκαν στο κράτος προσδοκώντας προφανώς κέρδη ή ασφάλεια των καταθέσεών τους και τώρα τα έχασαν όλα ή σχεδόν όλα.
Συνολικά οι τοποθετήσεις φυσικών προσώπων σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου υπολογίζονται σε 2,5 δισ. ευρώ. Και ο αριθμός τους ανέρχεται από 9.000 ως 11.000. Πολλοί από αυτούς είναι τώρα μέλη ενός νεοσύστατου συλλόγου, του Συλλόγου Φυσικών Προσώπων Ομολογιούχων Ελληνικού Δημοσίου, και με δικαστικά μέσα απαιτούν «Οχι στο «κούρεμα» σε φυσικά πρόσωπα» που κατέχουν ομόλογα.
Ενας εφοπλιστής στηρίζει τις ενέργειες του Συλλόγου αυτού όχι μόνο επειδή έχασε χρήματα από το PSI+ αλλά και από… τύψεις επειδή, όπως λέει, προέτρεπε τους συγγενείς και φίλους του, τους υπαλλήλους του και τα μέλη των πληρωμάτων των καραβιών του να επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα και τώρα οι περισσότεροι έχασαν πολλά χρήματα. Ο εφοπλιστής προσέφερε, εντελώς δωρεάν, προφανώς από τις τύψεις που τον κατατρέχουν, και τη γραμματειακή υποστήριξη στον Σύλλογο.
Οι ομολογιούχοι του Ελληνικού Δημοσίου ετοιμάζονται να καταθέσουν μαζικές αγωγές, οργανώνονται, ετοίμασαν και ειδικό site στο οποίο σημειώνουν δύο πράγματα: πρώτον, ότι το site «απευθύνεται στα φυσικά πρόσωπα που έχουν τοποθετήσει τις οικονομίες τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου» και, δεύτερον, προτρέπουν τα μέλη του Συλλόγου «να μην επικοινωνούν με δικηγόρους που αναφέρουν ότι εκπροσωπούν τον Σύλλογο», αφού θα διαθέτουν ειδικό δικηγορικό γραφείο με το οποίο θα συνεργάζονται.
Οι ιστορίες των ομολογιούχων είναι τραγικές και, όπως σχολίασε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Ι. Στουρνάρας, «είναι όντως ένα δυσάρεστο θέμα να χάνει κάποιος τα χρήματά του αλλά θα μπορούσε να τα χάσει ολοκληρωτικά αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε».
Αποψη που μάλλον δεν παρηγορεί τον κ. Στέλιο Λιβάνιο, που είναι πλέον άνεργος αφού έχασε τη δουλειά του στην τράπεζα.
«Χάσαμε τα χρήματά μας και έμεινα και χωρίς δουλειά» λέει. «Αγόρασα ομόλογα με 5.000 ευρώ στις αρχές Νοεμβρίου του 2011 από τη δευτερογενή αγορά, ονομαστικής όμως αξίας 10.000 ευρώ. Τότε τα πράγματα πήγαιναν καλά, εργαζόμουν και σε τράπεζα και τα παρακολουθούσα. Σιγά σιγά άρχισε η κρίση και χάσαμε τα λεφτά μας και με απέλυσαν από την τράπεζα. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και νομίζω ότι δεν πρόκειται να μας επιστραφούν τα χρήματά μας αφού πρόκειται για ένα οργανωμένο σχέδιο. Ούτε στην Ουγκάντα συμβαίνει να «κουρεύουν» τα ομόλογα φυσικών προσώπων, και όμως συνέβη εδώ. Θα πρέπει να ξεσηκωθούν οι πάντες γιατί στην ουσία ό,τι θέλουν να κάνουν οι Γερμανοί αυτό γίνεται.
Το ωραίο σ’ όλη αυτή την τραγική υπόθεση είναι ότι ήρθαν και με βρήκαν εδώ στην Αθήνα και Γερμανοί που βρίσκονται στην ίδια μοίρα με εμάς τους ομολογιούχους. Εχασαν και αυτοί χρήματα. Ηρθε ακόμη και η γερμανική τηλεόραση και έπαιρνε συνεντεύξεις. Είναι τρελό αυτό που συνέβη. Πού αλλού έχει συμβεί αυτό; Τα φυσικά πρόσωπα σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουν πειραχτεί ποτέ…».

Ελ. Σταυρουλάκη
«Από 400.000 ευρώ δεν έμεινε τίποτε»

«Εμπιστευθήκαμε το Ελληνικό Δημόσιο και αγοράσαμε τον Μάρτιο του 2010, προτού ξεσπάσει η κρίση, ένα ομόλογο δεκαετούς διάρκειας αξίας 400.000 ευρώ» δηλώνει η εκπαιδευτικός κυρία Ελευθερία Σταυρουλάκη. «Από τον Μάιο του 2010 το ομόλογο άρχισε να χάνει σταδιακά την αξία του και έπεσε στα 120.000 ευρώ. Το τελευταίο διάστημα, χωρίς να είναι δυνατόν να εξαγορασθεί έπεφτε η αξία του συνεχώς. Η τράπεζα δεν μας είχε ειδοποιήσει για τους κινδύνους, αλλά αντιθέτως μας έλεγε πως είναι μια σταθερή επένδυση και ότι το επιτόκιο ήταν 6%. Και τούτο επειδή το ομόλογο ήταν δεκαετές και σίγουρο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, αφού τον πρώτο χρόνο εισέπραξα τόκους 30.000 ευρώ, τους οποίους επένδυσα πάλι σε ομόλογα».

Γ. Μαρινόπουλος
«Νιώθω ότι μας εξαπάτησαν»

«Αγόρασα το 2009 από τις οικογενειακές αποταμιεύσεις ομόλογα αξίας πάνω από 200.000 ευρώ» θυμάται ο οικονομολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Φυσικών Προσώπων Ομολογιούχων Ελληνικού Δημοσίου Γιάννης Μαρινόπουλος. «Μου είπαν ότι τα λαϊκά ομόλογα είναι πιο ασφαλή και λιγότερο κοπιαστικά από το να πηγαίνω κάθε τρεις μήνες στην τράπεζα και να αναθεωρώ τις καταθέσεις μου. Προτίμησα τα κρατικά ομόλογα με δεκαετή διάρκεια. Εληγαν το 2019. Εχω δύο παιδιά και σκέφθηκα ότι τα δεκαετή ομόλογα θα βοηθήσουν τα παιδιά μου στις σπουδές τους όταν αυτά θα μεγάλωναν. Αυτή τη στιγμή αντικειμενικά έχω χάσει το 80% της αξίας τους».

Νίκος Βερνίκος
«Εχω τύψεις για όσους έβαλα στο λούκι»
«Δεν ανήκω στην ομάδα πρωτοβουλίας αλλά τους βοηθάω. Μόλις έγινε γνωστός ο Σύλλογος, έσπασαν τα τηλέφωνα από τους ενδιαφερομένους – τόσο πολλά που σκέφτομαι να εγκαταστήσω ένα call center» λέει ο κ. Νίκος Βερνίκος, εφοπλιστής, πρόεδρος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας.
«Αγόρασα κι εγώ ομόλογα και επιπλέον αγόρασα και άλλα αξίας 100.000 ευρώ για καθένα από τα τρία παιδιά που έχω. Το θέμα όμως δεν είναι εδώ. Εχω τύψεις γιατί παρότρυνα φίλους, συγγενείς και υπαλλήλους μου να αγοράσουν και αυτοί ομόλογα. Τους έβαλα σ’ αυτό το λούκι. Δεν είναι τρέλα αυτό; Αισθάνομαι τύψεις που τους έβαλα να επενδύσουν τις οικονομίες τους στο κράτος. Ελεγα ακόμη και σε αγράμματους: «Ελάτε να επενδύσετε στο κράτος». Ασχολούμαι με τον Σύλλογο για να αποδείξω σε όλους αυτούς που παρέσυρα ότι είμαι και εγώ θύμα και θα αγωνισθώ μαζί τους. Μιλάμε για άτομα που είχαν τις οικονομίες τους κάτω από το μαξιλάρι τους και τους προέτρεπα να τα επενδύσουν στο κράτος. Μάλιστα με ρωτούσαν: «Και αν πέσει έξω το κράτος;». Τους απαντούσα ότι το κράτος δεν πρόκειται να πέσει έξω. Πού να σκεφθώ τότε κάποιο άλλο σενάριο! Είναι άδικο τα φυσικά πρόσωπα να έχουν την ίδια μεταχείριση όσον αφορά την κατοχή ομολόγων με τις τράπεζες, οι οποίες τη χασούρα τους τη συμψηφίζουν με τα κέρδη τους. Αν πραγματικά σας λέω μας έλεγαν τότε που αγοράσαμε τα ομόλογα ότι θα χάριζαν στην Ελλάδα 130 δισ. ευρώ, για να είχαμε ελπίδες να σωθούν τα χρήματα, θα σας έλεγα σαφέστατα «όχι». Αρα συνεχίζουμε τον αγώνα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ