Προ ηµερών αφίχθη στο Νοσοκοµείο Παίδων «Αγία Σοφία», συνοδευόµενο από τον πατέρα του, ένα τετράχρονο αγόρι. Το παιδί έφερε µελανιές σε όλο του το σώµα, ήταν απισχνασµένο, µόλις 9 κιλά, και είχε σπασµούς. Σύµφωνα µε πληροφορίες του «Βήµατος», ο πατέρας απέκρουσε τις επίµονες ερωτήσεις των γιατρών, ισχυριζόµενος ότι «τσακώνεται πολύ µε το αδελφάκι του». Η αξονική τοµογραφία έδειξε παλαιότερα χτυπήµατα στο κεφάλι. Λίγο προτού πέσει σε κώµα, το παιδί έδωσε τη δική του εξήγηση: «Ο µπαµπάς µου χτυπάει εµένα και τη µαµά µου…».

Η κακοποίηση των παιδιών από τη µαµά και τον µπαµπά δεν είναι καινούργιο φαινόµενο. Είναι όµως, σύµφωνα µε την Παγκόσµια Οργάνωση Υγείας, µια από τις πιο αισθητές παράπλευρες απώλειες της οικονοµικής κρίσης: «… η οικονοµική κρίση θα έχει επιπτώσεις στην υγεία, ιδιαίτερα στην ψυχική υγεία… Η ένταση µέσα στην οικογένεια µπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας και της παραµέλησης των παιδιών ». Οπως υπογραµµίζουν ο κ. Γεράσιµος Κολαΐτης, επίκουρος καθηγητής της Παιδοψυχιατρικής και διευθυντής της Πανεπιστηµιακής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκοµείου Παίδων «Αγία Σοφία», και η κυρία Αργυρώ Σωτηροπούλου-Ψάλλα, κλινική κοινωνική λειτουργός στην ίδια κλινική: « Η εµπειρία µας δείχνει ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν αυξηθεί τα περιστατικά κακοποίησης, παραµέλησης ή εγκατάλειψης παιδιών που φτάνουν στο νοσοκοµείο. Μάλιστα, λόγω της οικονοµικής κρίσης, υπολειτουργούν ή έχουν κλείσει αρκετές υπηρεσίες ψυχικής υγείας και πλαίσια παιδικής προστασίας µε αποτέλεσµα τα παιδιά να παραµένουν για µεγάλο διάστηµα (σε κάποιες περιπτώσεις ως και τρία χρόνια) στον χώρο του νοσοκοµείου ».

« Η οικονοµική κρίση που περνάει η χώρα µας σαφώς και ευνοεί τις συνθήκες που οδηγούν στην παιδική κακοµεταχείριση » επισηµαίνουν. « Ο άνεργος γονιός έχει άγχος, αβεβαιότητα, θυµό και επιθετικότητα, αδυνατεί να καλύψει ακόµη και βασικές ανάγκες της οικογένειάς του, ιδιαίτερα όταν είναι πολυµελής. Ετσι µπορεί να οδηγηθεί σε παραµέληση ή κακοποίηση των παιδιών του. Παρ’ όλα αυτά η πλειονότητα των φτωχών δεν κακοποιούν ή παραµελούν τα παιδιά τους, αν και ο ρόλος τους ως γονιών γίνεται πιο στρεσογόνος και δύσκολος σε συνθήκες στέρησης και ανέχειας ». Η κακοποίηση είναι αταξική: « ∆ιασχίζει όλες τις φυλετικές, πολιτισµικές και οικονοµικές γραµµές. Μερικές φορές οι οικογένειες που φαίνονται να τα έχουν όλα, κρύβουν πίσω από τις κλειστές πόρτες µια διαφορετική ιστορία ». Ενδεικτική η πρόσφατη περίπτωση καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο που ξυλοκόπησε δηµοσίως το οκτάχρονο υιοθετηµένο παιδί της.

|||||||| «“Τρώγαμε” ξύλο, τι πάθαμε;»

Στην Ελλάδα, όπου η σωµατική τιµωρία απαγορεύεται διά του νόµου αλλά παραµένει κοινωνικά «αποδεκτή» (όπως λένε οι έλληνες παιδίατροι «δεν υπάρχει ελληνικός πισινός που να µην έχει φάει ξυλιά»), τα όρια δεν είναι διακριτά. Σύµφωνα µε τον κ. Γ. Νικολαΐδη, ψυχίατρο, προϊστάµενός της ∆ιεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, « δεν υπάρχει ένα τείχος που να χωρίζει την τιµωρία από την κακοποίηση. Τα περισσότερα περιστατικά που ήταν σοβαρά ή θανατηφόρα ξεκίνησαν ως τρέχουσα σωµατική τιµωρία, όπου ο ενήλικος έχασε τον έλεγχο. Ας σηµειωθεί ότι και η σωµατική τιµωρία έχει βιολογικές και ψυχολογικές συνέπειες για το παιδί. Σε έρευνα προ τριετίας, 56% των ελλήνων γονιών παραδέχονταν ότι χρησιµοποιούν το ξύλο για την ανατροφή των παιδιών τους, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αναγνώριζαν ότι είναι επιβλαβές. Αρα είναι περισσότερο µια έκφραση αδιεξόδου των γονιών και λιγότερο η πεποίθησή τους ότι έτσι µεγαλώνουν σωστά το παιδί τους ».

Οπως υπογραµµίζουν οι δύο ειδικοί του «Αγία Σοφία», « για ένα παιδί που φτάνει στο νοσοκοµείο µε στοιχεία κακοποίησης/παραµέλησης, υπάρχει συγκεκριµένο πρωτόκολλο παιδιατρικής και ψυχοκοινωνικής εκτίµησης (µε τη συνεργασία των Παιδιατρικών και άλλων Κλινικών, της Πανεπιστηµιακής Παιδιατρικής Κλινικής, της Εισαγγελίας Ανηλίκων, της Αστυνοµίας Ανηλίκων και της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας)». Υπάρχει όµως και η κακοποίηση που δεν αφήνει εµφανή σηµάδια (π.χ. µελανιές) στο σώµα του παιδιού, όπως περιστατικά µε γονείς που εκθέτουν το παιδί γυµνό στο κρύο ή του στερούν το φαγητό. Οταν πρόκειται για βρέφη, τα πράγµατα περιπλέκονται ακόµη περισσότερο. Ενδεικτική η περίπτωση ενός κακοποιηµένου από τη µητέρα του µωρού τριών µηνών, το οποίο µόλις το άγγιζες, έκλαιγε γοερά.

|||||||| Ο πατέρας-δυνάστης

Οταν δεν υπάρχουν αντικειµενικά ευρήµατα, η τεκµηρίωση θα είναι αναγκαστικά αποτέλεσµα επιτόπιας κοινωνικής «έρευνας»· κάποιος ειδικός (π.χ. κοινωνικός λειτουργός) πρέπει να µπει στο σπίτι για να διαγνώσει τη δυσλειτουργία του. Ο Κ.Ν., παιδίατρος στα βόρεια πρόαστια της Αθήνας, καταθέτει την εµπειρία του από επισκέψεις κατ’ οίκον: « Αυτό που συνήθως ανιχνεύω είναι ο πατέραςδυνάστης. Θυµάµαι σε ένα σπίτι στην Κηφισιά, µίλαγα στο παιδί και εκείνο κοίταζε στα µάτια τον πατέρα προτού απαντήσει. Καταλάβαινα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησα εµµέσως να τον συµβουλέψω ως προς την ανατροφή του παιδιού αλλά δεν του πολυάρεσε. Η µητέρα στεκόταν δίπλα βουβή ». Η Ι.Π., εκπαιδευτικός, υπογραµµίζει τις επιπτώσεις της πλέον «αόρατης» µορφής κακοποίησης, της ψυχολογικής, « όταν µια µαµά λέει µε το στόµα ή µε τά µάτια “Είσαι άχρηστος” ή “Πάλι δεν τα κατάφερες”. Αυτή η κακοποίηση είναι κοινωνικά αποδεκτή. Θα τη συναντήσεις και σε σαλόνι ».

|||||||| Το ίδρυμα, η έσχατη λύση

Οι ειδικοί επιµένουν ότι το ίδρυµα πρέπει να είναι η ύστατη λύση. « Η τοπική κοινότητα έχει ευθύνη να στηρίξει, όχι όµως µε την έννοια της καταγγελίας » τονίζει η κυρία Ελένη Αγάθωνος, ψυχολόγος, επιστηµονική υπεύθυνη του ξενώνα «Ελίζα»: « Οταν η κακοποίηση προβάλλεται ως πρόβληµα “κακούργων γονιών”, οι διάφορες οργανώσεις παίρνουν τον ρόλο του “καλού γονιού” που παίρνουν µέσω εισαγγελέα τα παιδιά για τα βάλουν για όλη τους τη ζωή σε ιδρύµατα ή σε σπίτια. Και όµως το παιδί θέλει πάνω απ’ όλα οικογένεια, αυτή πρέπει να στηρίξουµε ». Χαρακτηριστική η περίπτωση ενός σοβαρά κακοποιηµένου παιδιού, που επέστρεψε στους γονείς του, στους οποίους βέβαια είχε στο µεταξύ προσφερθεί ψυχοθεραπεία. Οι γονείς αυτοί µάλιστα είχαν τόσο µεγάλη ανάγκη για αναπλήρωση που έγιναν ανάδοχοι και για ένα κακοποιηµένο παιδί από άλλη οικογένεια. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι κάθε κακοποιητικό περιβάλλον µπορεί πραγµατικά να αλλάξει. «Υπάρχουν γονείς, οι οποίοι δυνητικά ποτέ δεν θα µπορέσουν να βελτιωθούν» τονίζει η κυρία Αγάθωνος. « Σε αυτή την περίπτωση το παιδί πρέπει µε νοµικό τρόπο να αποµακρυνθεί από την πρώτη στιγµή που θα γίνει η διάγνωση της οικογένειας και να µη γυρίσει ποτέ ».

Το «κακοποιητικό» θεσµικό πλαίσιο
Τώρα που χάθηκε η κοινωνική συνοχή δεν υπάρχει κανένα δίχτυ ασφαλείας

«Η οικονοµική κρίση βρίσκει αυτή τη χώρα τελείως απροπαράσκευη στον τοµέα της παιδικής προστασίας » τονίζει ο κ. Νικολαΐδης. « Ο βασικότερος λόγος είναι ότι στην ελληνική κοινωνία λειτουργούσε ο αυτοµατισµός και οι ανάγκες κοινωνικά ευάλωτων οµάδων (π.χ. το ορφανό, ο ηλικιωµένος κ.λπ.) καλύπτονταν από την τοπική κοινωνία. Ετσι δεν δηµιουργήθηκαν ποτέ αρµόδιες υπηρεσίες. Τώρα όµως που χάθηκε η κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει τίποτε ». Η έλλειψη ενός ενιαίου θεσµικού πλαισίου «ευτελίζει» τις ίδιες τις καταγγελίες. « Παίζει ρόλο πώς θα διατυπωθεί η καταγγελία και σε ποια υπηρεσία (στην Αστυνοµία, στην Εισαγγελία, σε µια κοινωνική υπηρεσία δήµου κτλ.), σε ποια περιοχή της χώρας, ποιες διαφορετικές ειδικότητες επαγγελµατιών θα εµπλακούν ». Το αποτέλεσµα είναι ένα διάτρητο και χρονοβόρο «σύστηµα»: « Εγώ πηγαίνω ακόµη σήµερα µάρτυρας σε δικαστήρια για υποθέσεις που άρχισαν το 2002 » λέει ο κ. Νικολαΐδης. « Συχνά µάλιστα, συναντάµε τα ίδια περιστατικά. Για παράδειγµα, µια οικογένεια που απασχόλησε την υπηρεσία µας τη δεκαετία του ‘80, φέρνοντας ένα κακοποιηµένο βρέφος, ξαναήρθε την τελευταία δεκαετία, µε άλλα παιδιά να παραµελούνται, να θυµατοποιούνται σεξουαλικά κτλ. ».

ΣΙΩΠΗΛΟΙΓΕΙΤΟΝΕΣ
Κακούργοι γονείς υπό προστασία

Υπάρχουν και οι καταγγελίες που δενθα γίνουν ποτέ. Οπως αναφέρει ηκυρία Ιωάννα Λαγουµιτζή, κοινωνική λειτουργός, υπεύθυνη της Εθνικής Τηλεφωνικής Γραµµής Για τα Παιδιά SΟS1056 (µε 56.000 κλήσεις ετησίως για περιστατικά κακοποίησης-παραµέλησης), « φτάνουµε να µαθαίνουµε ότι πέθανε ένα παιδί επειδή κανείς δεν µίλησε. Φοβούνται ή δεν θέλουν να µπλέξουν. Είναι πολύ συχνό να δεχόµαστε κλήσεις έπειτα από τέτοια τραγικά περιστατικά. Μας λένε: “Σας τηλεφώνησα για να µην έχω τύψεις”».

Η κυρία Α.Π., 73 ετών, συνταξιούχος από το Περιστέρι, περιγράφει τη δική της συνειδητή απόφαση «να µην µπλέξει»:

« Είναι µια γειτόνισσά µου µε ένα κοριτσάκι επτά ετών. Από τα τέσσερά του το βάζει και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, τού λέει: “Φέρε µου το µπουρνούζι µου”, “Πρόσεχε τον µικρό αδελφό σου” κτλ. Το βρίζει τόσο άσχηµα που µια φορά ο άντρα της τής φώναζε: “∆εν είναι δικό σου το παιδί; Πώς του φέρεσαι έτσι;”. Το παιδί ως τα πέντε δεν µιλούσε, το πήγανε σε ειδικό. Προσπάθησα να της πω να µην ξεσπάει τα νεύρα της πάνω του. Ενας γείτονας αστυνοµικός είπε να την καταγγείλει, εγώ όµως τον αποθάρρυνα. ∆εν θέλω να µπλέξω, γιατί σίγουρα η γειτόνισσα εµένα θα βάλει στο µάτι ».

Παρ’ ότι τους επιβάλλεται από τον νόµο, οι ίδιοι οι επαγγελµατίες γύρω από το παιδί (εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί κτλ.) διστάζουν πολλές φορές να καταγγείλουν (οι επώνυµες καταγγελίες στη γραµµή 1056 έπεσαν από το 5% στο 3%). Ο κ. Κώστας Γιαννόπουλος , πρόεδρος στο «Χαµόγελο του παιδιού», αναφέρει την περίπτωση µιας παιδιάτρου που κατήγγειλε έναν πατέρα για την κακοποίηση της κόρης του. « Ο πατέρας καταδικάστηκε αλλά όταν βγήκε από τη φυλακή πέρασε τη γυναίκα αυτή και την οικογένειά της από µαρτύρια ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ