Η κυρία Ζωή, ο κ. Απόστολος και η Ζωίτσα, κληρονόµοι µιας παράδοσης που αποφάσισαν ότι δεν θα χαθεί, µας υποδέχονται στο «σπίτι» τους, στο εργαστήριό τους στον Νέο Κόσµο. Θα µας ξεναγήσουν στη συνυφασµένη µε την ψάθα ζωή τους, στις αντιεµπορικές τους συνήθειες, στις αξίες τους. Μαζί τους ο 18χρονος Αντώνης, γιος τής Ζωίτσας και εγγονός τής κυρά Ζωής και του κυρ Απόστολου. Η γιαγιά τον θεωρεί φαβορί για το Πολυτεχνείο και εύχεται να µπει στην Αθήνα για να δοκιµάσει το παιδί την τέχνη της οικογένειας, να µυηθεί αν θέλει στο εργαστήρι… Αν αποφασίσει να πιάσει το «κουµπάσο» – ειδικό εργαλείο για το πλέξιµο της ψάθας – και να ζήσει από αυτό, θα γίνει η πέµπτη γενιά που θα βαδίσει στα χνάρια των προγόνων, η αύρα των οποίων είναι παντού: στα παλιά έπιπλα, στα εργαλεία, στις φωτογραφίες… «Κοιτάξτε αυτή την κυρία» µας λέει η κυρία Ζωή τείνοντας προς το µέρος µας µια ασπρόµαυρη φωτογραφία.

Η κυρία η οποία κοιτάζει αυστηρά τον φακό είναι η Ελένη Βενιζέλου, ο πρώτος κρίκος στην άθραυστη αλυσίδα της οικογενειακής παράδοσης. Αλλιώτικη από τις γυναίκες της εποχής της, έπινε τον πρωινό της καφέ και διάβαζε εφηµερίδα σαν άνδρας στα καφενεία του Συντάγµατος – η «Συνάντηση» και ο «Ζαγορίτης» ήταν τα αγαπηµένα της. Στις ελεύθερες ώρες της κάνει βόλτες στον Κήπο και στους αρχαιολογικούς χώρους της πόλης – τότε δεν περιφράσσονταν – και ονειρεύεται ταξίδια. Σε ένα από αυτά στη Βιέννη, όπου συνοδεύει τον γιατρό αδελφό της, ενθουσιάζεται µε ένα ιδιότυπο εργόχειρο, το πλέξιµο της ψάθας, το οποίο παρακολουθεί στο διάσηµο εργοστάσιο επίπλων Thonet. Επιστρέφει µε χίλιες ιδέες στο µυαλό της και στήνει το πρώτο της εργαστήριο χειροποίητης βιεννέζικης ψάθας στην αυλή του σπιτιού της, στη συµβολή των οδών Πεντέλης και Μητροπόλεως, στο Σύνταγµα. Ο σύζυγός της, έµπορος ξυλείας, τη φέρνει σε επαφή µε «εργοστάσια» της εποχής και ένας νέος τρόπος ζωής για την οικογένεια αρχίζει, µε τρία παιδιά να µεγαλώνουν στο πλάι µιας σκληρά εργαζόµενης µητέρας. Ενα από αυτά, ο Σπυρίδων, µεγαλώνοντας θα αγαπήσει την τέχνη και θα πάρει στα χέρια του τη δουλειά. Οταν παντρευτεί θα µυήσει και τη γυναίκα του Ζωή (από τότε όλα τα κορίτσια της οικογένειας θα πάρουν το όνοµα της γιαγιάς). Σε λίγα χρόνια ο «Πίπης», για τους φίλους και πελάτες, πλέκει τις ψάθες για τις καλύτερες εκθέσεις επίπλων της πόλης, όπως του Βαράγκη, του Αθηναίου και του Καψούρου. Η ιστορία του τόπου και η ιστορία της οικογένειας εκτυλίσσονται σε εκείνη την πρώτη αυλή µε τα αγιοκλήµατα: πόλεµος, Κατοχή, απελευθέρωση… Ειδικά τότε η αυλή γέµιζε µε κόσµο. «Ο πρώτος “Βασιλόπουλος” άνοιξε στη Βουλής. Οι ιδιοκτήτες ήταν φίλοι του πατέρα µου» θυµάται η κυρία Ζωή. «Μαζεύονταν τα µεσηµέρια ή τα βράδια οι παλαιοί Αθηναίοι και δοκίµαζαν αβγοτάραχο και ροκφόρ, ενώ η µαµά µου µαγείρευε κοκκινιστό µε µακαρόνια. Οι δικοί µου ήταν µποέµ. Ζούσαν σαν καλλιτέχνες. ∆εν προγραµµάτιζαν, δεν “επένδυαν” ακόµη και τις εποχές που πελάτες τους ήταν η “Μεγάλη Βρεταννία”, η Εθνική Τράπεζα, το ξενοδοχείο “Ατενέ”…».

Με την ευχή των παππούδων

Κάποια στιγµή, το 1959, το εργαστήριο µεταφέρεται σε άλλον χώρο, καθώς στην «αυλή» θα ανεγερ θεί το υπουργείο Παιδείας. Οι πελάτες – και πάντα φίλοι – προστρέχουν να βοηθήσουν την ξεσπιτωµένη οικογένεια που µπαίνει σε µια νέα περιπέτεια, αυτή της «φιλοξενίας» στις πλακιώτικες αυλές. Μεγάλες αθηναϊκές οικογένειες παραχωρούν έναν χώρο στο σπίτι τους αντί συµβολικού ποσού: η οικογένεια Λαιµού πρώτη από όλους, αλλά και η Βάθη και ο εκδότης ο ∆ηµητράκος και ο Γαληνός, ο καθηγητής Πανεπιστηµίου… Από την Πλάκα η οικογένεια φεύγει µε τους σεισµούς τού 1981 για να εγκατασταθεί στο ιδιόκτητο εργαστήριο όπου τους βρίσκει κάποιος σήµερα να ακουµπούν τις καρέκλες, αλλά και τις ζωές τους στα «στρίποδα» – τους ειδικούς πάγκους εργασίας. Το ραδιόφωνο παίζει χαµηλά και οι ίδιοι σιωπηλοί αφοσιώνονται σε αυτό που έχουν µάθει να κάνουν καλύτερα, µια και το έχουν µάθει «από γεννησιµιού τους». «Οταν ξεκίνησα ήξερα ήδη πολλά. Τα µάτια είχαν δει, το µυαλό είχε αποτυπώσει» µας λέει η Ζωίτσα, η τρίτη Ζωή της οικογένειας. Θυµάται τον εαυτό της µικρό κορίτσι: «Είχαµε το σπίτι αλλού, αλλά η ηµέρα κυλούσε στο εργαστήρι. Το µεσηµέρι σχολούσα από το σχολείο που ήταν και αυτό στην Πλάκα και έτρεχα κατευθείαν εκεί. Είχαµε έναν µεγάλο πάγκο.

Στη µια άκρη υπήρχε η “κουζίνα” που λειτουργούσε µε πετρογκάζ για να µαγειρεύει η µαµά, όπως έκαναν όλες οι γυναίκες της οικογένειας: έβαζαν το τσουκάλι εκεί όπου δούλευαν. Στη µέση υπήρχε ένα ντουλαπάκι µε τα απαραίτητα πιάτα και ποτήρια και πάνω από αυτό η εγκυκλοπαίδεια του Πάτση και τα βιβλία µου. Εκεί, στη µέση του πάγκου, διάβαζα.

Στην άκρη δούλευε η µαµά µου και απέναντι η γιαγιά. Τα µεσηµέρια τα περνούσα στην αυλή µε τις κούκλες µου». Η συγκίνηση υγραίνει το βλέµµα και τη σκυτάλη στην κουβέντα παίρνει η µητέρα της: «Μας άρεσε και µας αρέσει αυτή η ζωή. ∆εν θέλαµε ποτέ να εµπορευµατοποιήσουµε τη δουλειά µας. ∆εν είχαµε ποτέ βιτρίνες, ούτε ρεκλάµες. Είχαµε µόνο την ευχή των παππούδων: να συνεχίσουµε την τέχνη. Αυτό κάνουµε και το κάνουµε αθόρυβα. Για αυτό χρειαζόµαστε υποστήριξη, όπως και όλα τα µικρά εργαστήρια».

Εµαθα να ζω αυθεντικά

Αναρωτιέται κάποιος εύλογα πώς δεν άλλαξε δρόµο καµία γενιά. Η Ζωίτσα, πτυχιούχος της Γαλλικής Φιλολογίας, δεν το σκέφτηκε στιγµή: «∆εν διαλέγεις µόνο µια δουλειά, διαλέγεις έναν τρόπο ζωής. Εµείς µάθαµε να ζούµε έτσι. Σε αυτό το σπίτι έµαθα να ζω αυθεντικά, να µη µου αρέσει τίποτε “δήθεν”. Σήµερα αγαπώ αυτό που κάνω. Και αυτό σπανίζει στις ηµέρες µας που όλοι επιλέγουν δουλειά σύµφωνα µε τις απολαβές. Τώρα όµως στην κρίση οι πιο πολλοί θα δυστυχήσουν. Οχι µόνο γιατί δεν θα έχουν χρήµατα, αλλά γιατί θα αντιληφθούν ότι η δουλειά τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά µόνον ένας τρόπος πλουτισµού. Από την άλλη, είναι δύσκολο να είναι κάποιος ολιγαρκής στις µέρες µας. Είµαστε δέσµιοι των τεχνητών αναγκών µας».

Ηζωή στα μεγάλα σαλόνια

Αν μιλήσει κάποιος στην κυρία Ζωή για «πελάτες» καταλαβαίνει αμέσως ότι λέει τη λάθος λέξη: πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι εμπιστεύονται σε εκείνην, στον Απόστολο και στην κόρη τους τα πολύτιμα έπιπλά τους. Και εκείνοι θα τους φερθούν με τον καλύτερο τρόπο, κυρίως γιατί τα γνωρίζουν από παλιά. Αρκετά συχνά επιδιορθώνουν ψάθες που οι πρόγονοί τους έχουν πλέξει. «Πριν από κάποια χρόνια πήγαμε στο Πανόραμα της Βούλας στο σπίτι κάποιου της οικογενείας uni0394ράκου, του Ιζόλα. Η οικογένεια αυτή έμενε απέναντί μας στο Σύνταγμα.

Είναι συγκινητικό να βλέπεις την εξέλιξη μιας οικογένειας που γνωρίζεις από παλιά μέσω της δουλειάς σου».

Η κυρία Ζωή ακολουθεί την τακτική του πατέρα της: πηγαίνει εκείνη στα σπίτια και «μελετάει» τα έπιπλα, μιλάει με τους ιδιοκτήτες. Στη δουλειά τους δεν έβαλαν ποτέ μεσολαβητές, ούτε υπαλλήλους. Μόνον η οικογένεια μπαίνει στα μεγάλα σαλόνια της πόλης. Και είναι αλήθεια ότι η κυρία Ζωή έχει μπει σε πολλά: στου Γεωργίου Ράλλη κάποτε, στης Ελένης Βλάχου… «Είχε την οικονόμο τη Μαρίτσα που μικρή που ήμουν με φίλευε γλυκό του κουταλιού» θυμάται η κυρία Ζωή από τις επισκέψεις στην εφημερίδα, καθώς εκεί, σε ένα διαμέρισμα πάνω από το γραφείο της, έμενε η μεγάλη εκδότρια. «Ζωή και δουλειά μαζί και εκείνη». Θυμάται επίσης τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο: «Είχαμε μπει στην κρεβατοκάμαρά του να πάρουμε μια πολυθρόνα, ενώ εκείνος αναπαυόταν στο κρεβάτι του. uni0394εν υπήρχε καμία αμηχανία. Ηταν τόσο οικείες οι σχέσεις τότε που δεν έμοιαζε αλλόκοτο για εμάς να βρισκόμαστε στο υπνοδωμάτιο κάποιου».

Δεν ξεχνάει ποτέ τη Μελίνα Μερκούρη. «Ερχόταν και μας έβρισκε στις πλακιώτικες αυλές ακόμη και όταν δεν είχαμε κάποιο έπιπλό της για επισκευή. Ηθελε την παρέα, το καλαμπούρι.

Ηταν πολύ απλός άνθρωπος. Οταν είχε χρόνο έπινε έναν ελληνικό με τη μητέρα μου και πάντα της έλεγε: “Μ’ αρέσει που πίνετε τον καφέ από το μπρίκι, κυρία Ζωή”».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ