Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1950, σε ένα διαµέρισµα της παλιάς παραλίας, σε ένα από εκείνα τα υπέροχα νεοκλασικά κτίρια που τα πήρε σβάρνα η µανία κατεδάφισης της δεκαετίας του 1960. Ενα από τα πρώτα πράγµατα που είδα µόλις άνοιξα τα µάτια µου στον κόσµο ήταν η θάλασσα που απλωνόταν µπροστά στα παράθυρά µας και από όπου, τις καθαρές ηµέρες, πρόβαλλε ο Ολυµπος. Η θάλασσα και εν γένει το νερό µε ακολούθησαν όλη µου τη ζωή.

Λέγοµαι Φλώρα Μόλχο. Το επίθετό µου ήταν και συνεχίζει να είναι γνωστό στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, λόγω του φηµισµένου βιβλιοπωλείου Μόλχο, το οποίο ήταν και το µόνο που εκείνη την εποχή διέθετε ξένα βιβλία και περιοδικά. Εκλεισε πριν από λίγα χρόνια. Μία από τις πολλές απώλειες της παλιάς Θεσσαλονίκης. Οι πρόγονοί µου είχαν έρθει από την Ισπανία όταν οι καθολικοί βασιλείς Ισαβέλλα και Φερδινάνδος, το 1492, διέταξαν τους εβραίους ή να γίνουν καθολικοί ή να φύγουν από τη χώρα. ∆εκάδες χιλιάδες εβραίοι που δεν θέλησαν να αλλαξοπιστήσουν πήραν τον δρόµο της εξορίας. Μερικοί από αυτούς φεύγοντας από την Ισπανία και την Πορτογαλία εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Αφρική, άλλοι κατευθύνθηκαν προς την Οθωµανική Αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν στις µεγαλύτερες πόλεις, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και τη Θεσσαλονίκη… Λίγο πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, το 1912, η πλειονότητα της πόλης ήταν εβραϊκή… Οταν γεννήθηκα, µετά το Ολοκαύτωµα, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αριθµούσε γύρω στα 1.000 άτοµα. Είναι η πόλη που υπέστητις µεγαλύτερες απώλειες εβραίων στην Ευρώπη… Οι γονείς µου ήταν τυχεροί. ∆εν είχαν ακόµη γνωριστεί και ζούσαν ο καθένας µε την οικογένειά του. Η µητέρα µου έτυχε να βρίσκεται στην Αθήνα µε την οικογένειά της όταν οι Γερµανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Εµεινε εκεί όλη την Κατοχή, κρυµµένη σε ένα υπόγειο, επί έναν χρόνο και παραπάνω, µε τη βοήθεια µιας οικογένειας ορθόδοξων χριστιανών, οι οποίοι ριψοκινδύνεψαν τη ζωή τους για να τους σώσουν. Ο πατέρας µου έφυγε µαζί µε τα δύο αδέλφια του. Από βουνό σε βουνό και µε τη βοήθεια των ανταρτών, έφτασαν στην Αθήνα που ακόµη τελούσε υπό ιταλική κατοχή.

Εκεί, µε τη γενναιόδωρη βοήθεια του τότε αρχιεπισκόπου ∆αµασκηνού, βρήκε δουλειά στον Ερυθρό Σταυρό και έµεινε ως την απελευθέρωση. Η γιαγιά µου σώθηκε κι αυτή γιατί την έκρυψε στο σπίτι της µια φίλη της και συγγενής εξ αγχιστείας χριστιανή ορθόδοξη, µε κίνδυνο τη ζωή της…

***

Γεννήθηκα λοιπόν µέσα στους κόλπους µιας πολύ µικρής εβραϊκής κοινότητας, στο εσωτερικό της οποίας αντηχούσαν ακόµη ιστορίες για περασµένα µεγαλεία. Την εποχή εκείνη ζούσαµε µαζί µε τη γιαγιά µου, τη µητέρα του πατέρα µου. Γεννηµένη το 1876 περίπου, ήξερε να διαβάζει µόνο ισπανικά και υπήρξε από τις ελάχιστες γυναίκες της γενιάς της που είχε µάθει και τα ελληνικά, έστω και αν τα µιλούσε σπασµένα, επειδή από µικρή συναναστρεφόταν χριστιανές φίλες. Πανέξυπνη γυναίκα, δεν είχε καν τελειώσει το δηµοτικό γιατί είχε µυωπία και οι γονείς της φοβούνταν να την αφήσουν να βάλει γυαλιά γιατί πίστευαν ότι έτσι δεν θα ήταν αρκετά ευπαρουσίαστη για να βρει άντρα που να την παντρευτεί! Στο σπίτι µας µιλούσαν τρεις γλώσσες. Οι εβραίοι, τη δεκαετία του ‘50, µιλούσαν ξένες γλώσσες ακόµη και µεταξύ τους, είχαν συγγενείς, συνεργάτες και φίλους σε πολλά κράτη της Ευρώπης, στην Αµερική ή στο Ισραήλ, είχαν διαφορετικά ήθη και έθιµα, και η τραγουδιστή προφορά τους στα ελληνικά πρόδιδε την καταγωγή τους. Μέσα σε ένα κοσµοπολίτικο περιβάλλον, φυσικό ήταν να ανοίξει το µυαλό µου. Σε αυτό συνετέλεσαν και τα πολλά ταξίδια στο εξωτερικό που άρχισα να κάνω από τα 15 χρόνια µου µε τους γονείς µου, σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη και στο Ισραήλ. Αισθανόµουν κάπως κάτοικος όλου του κόσµου και είχα µέσα µου την αίσθηση του περιπλανώµενου Ιουδαίου. Η Ελλάδα, αφότου το µυαλό µου είχε εκτεθεί σε διαφορετικές πραγµατικότητες, µου έπεφτε λίγο στενή. Ετσι το όνειρό µας, µε µια φίλη µου και συµφοιτήτριά µου, ήταν να τελειώσουµε τις σπουδές µας στο Πανεπιστήµιο _ εγώ σπούδαζα Ελληνική και εκείνη Γαλλική Φιλολογία _ και να φύγουµε για να ζήσουµε κάπου στο εξωτερικό. Εκείνη κατέληξε στο Παρίσι, όπου µένει ακόµη, εµένα η τύχη µου ήταν να καταλήξω στην Πάντοβα, στην Ιταλία.

***

Είχα γνωρίσει τον άντρα µου, µόλις 20 χρόνων, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού εκεί το 1970. Αρχισαν τα απανωτά ταξίδια στην Ιταλία, τα οποία κράτησαν τρία χρόνια, ώσπου να πάρω το πτυχίο. Εφυγα αµέσως µετά και εγκαταστάθηκα στην Πάντοβα, όπου πήρα και το πτυχίο της Ιταλικής Φιλολογίας. Τη διπλωµατική µου εργασία την έκανα µε τον καθηγητή Νεοελληνικών διεθνούς φήµης Filippo Maria Pontani του Πανεπιστηµίου της Πάντοβα, ο οποίος µε φώναξε για να διδάξω την ελληνική γλώσσα. Αρχικά τρόµαξα πολύ και αρνήθηκα τη θέση. Ο καθηγητής µου όµως επέµεινε και µου είπε ότι την εποµένη θα έπιανα δουλειά και θα έκανα το πρώτο µάθηµά µου στους λίγους φοιτητές που έκαναν τότε Νέα Ελληνικά… Είχα πάντα και κάθε χρόνο µια εξαιρετική σχέση µε τους φοιτητές µου. Η ικανοποίηση που µου έδωσε η δουλειά µου δεν περιγράφεται.

∆ούλευα πάντα πολύ περισσότερες ώρες από εκείνες που προέβλεπε το συµβόλαιό µου. Τη νοσταλγία και την υπέρµετρη αγάπη που ένιωθα για την Ελλάδα τη µετέδιδα και στους φοιτητές µου. ∆εν έκανα µεγάλη καριέρα στο Πανεπιστήµιο. ∆εν το προσπάθησα καν. Εµεινα για όλη µου τη ζωή µια απλή λέκτορας. Εκείνο που προείχε για µένα ήταν να είµαι µια καλή µητέρα και όσο το δυνατόν περισσότερο παρούσα για τα παιδιά µου, δύο κορίτσια που σήµερα είναι 29 και 33 ετών αντιστοίχως, πτυχιούχοι και οι δύο και ανεξάρτητες.

***

Παρά τα πτυχία µου, την ευχέρειά µου στις ξένες γλώσσες και όποια άλλα προνόµια µπορεί να είχα, δεν έπαυα να είµαι µια µετανάστρια. Η κλειστή κοινωνία της Πάντοβα δεν µε αφοµοίωσε ποτέ ως Ιταλίδα, παρά το γεγονός ότι έχω εξαιρετικούς φίλους. Γι’ αυτούς που δεν µε ξέρουν καλά, παρέµεινα «la greca», η Ελληνίδα, η διαφορετική, όπως αισθανόµουν και στη Θεσσαλονίκη ως παιδί.

Κατάλαβα ότι για µένα δεν θα ίσχυε ποτέ το «όπου γης και πατρίς». Αισθάνοµαι ξένη παντού. Τι µου έµαθε το ταξίδι; Οτι η εντιµότητα, η ανθρωπιά, η ευαισθησία, η ευγένεια ψυχής ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα, όπως και τα αντίθετά τους. Ενα µόνο πράγµα µετράει για µένα: η ανθρώπινη αξία. Αν την έχεις, είσαι φίλος µου. Αν δεν την έχεις, όποιος και να είσαι, σε στέλνω από εκεί που ήρθες… Το γεγονός ότι ήδη από όταν ζούσα στην Ελλάδα αισθανόµουν διαφορετική, η ζωή µου σε µια ξένη χώρα, ο ξεριζωµός, η νοσταλγία και µια κάποια υπαρξιακή ανησυχία στο να καταλάβω επιτέλους ποια ήµουν µε οδήγησαν στην ψυχανάλυση. Την έκανα για πολλά χρόνια. Αλλο ένα ταξίδι διαφορετικό από τα άλλα, στην άβυσσο της ψυχής, το οποίο µε συνεπήρε και έτσι µπόρεσα επιτέλους να δώσω µια απάντηση στα τόσα «γιατί». Γιατί έφυγα από την Ελλάδα παρ’ όλο που εκεί ζούσα µια χαρά, γιατί διάλεξα τον σύζυγό µου µε τον οποίο δεν ταιριάζαµε, γιατί χώρισα, γιατί έµεινα στην Ιταλία, αµέτρητα «γιατί» που δεν έβρισκαν ως τότε µιαν απάντηση…

gazikap@gmail.com

Ηνοσταλγία για την ελλάδα

Με είχε φάει η νοσταλγία για την Ελλάδα και δεν άντεχα πια να έρχομαι στη γενέτειρά μου είτε στα ξενοδοχεία είτε σαν φιλοξενούμενη. Το 2003 ανακαίνισα ένα μικρό διαμέρισμα που κληρονόμησα από τους γονείς μου στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Ετσι πια πηγαινοέρχομαι και ζω ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία, και άρχισα να αισθάνομαι ξανά «στο σπίτι μου» στη χώρα όπου γεννήθηκα. Ενα τελευταίο μου όνειρο το πραγματοποίησα πέρυσι. Μέσα σε πέντε μήνες, σε μια κατάσταση σχεδόν υπνωτική, έγραψα την αυτοβιογραφία μου. Υπήρξε μια συνταρακτική εμπειρία για μένα που είχα την πεποίθηση ότι δεν θυμόμουν σχεδόν πια τίποτα. Το γράψιμο ήταν μια πρώτης τάξεως θεραπεία.

Βρήκαν τη θέση τους πολλά πράγματα τα οποία ούτε στην πολύχρονη ψυχανάλυση που είχα κάνει είχαν θιχτεί…

Στη στήλη «Grεεκs» οι Ελληνες που ζουν, προσωρινά ή μόνιμα, σε διάφορες χώρες του κόσμου αφηγούνται τις αληθινές ιστορίες τους και μιλούν για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ