Η «Χρυσούλα» και ο «Μπίλης» παρατηρούν με ενδιαφέρον το λιβάδι που ανοίγεται μπροστά τους. Το ενδιαφέρον τους οξύνεται όταν διακρίνουν κίνηση ανάμεσα στα χορτάρια. Φεύγουν με ταχύτητα, αναζητώντας το αγριοκούνελο που χάνεται στους θάμνους. Ενα σφύριγμα αρκεί για να γυρίσουν ξανά πίσω, στο γάντι του ιδιοκτήτη τους. Ενα χάδι στον λαιμό, τα φτερά και τα νύχια και λίγα μικρά κομμάτια κρέας, είναι η ανταμοιβή τους για την πτήση και την έστω και αποτυχημένη εφόρμηση. Εξάλλου, για τον κ. Κώστα Αμανατίδη, που συνεχίζει να χαϊδεύει επισταμένως τη «Χρυσούλα» και τον «Μπίλη», σημασία δεν έχει η επιτυχία τους, αλλά «μια καλή πτήση και μια εξίσου καλή καταδίωξη στη φύση».

Η «Χρυσούλα» και ο «Μπίλης» είναι δύο πετρίτες, γεράκια που θεωρούνται από τα πιο ελκυστικά και επιτυχημένα στον χώρο της ιερακοθηρίας και των γερακάρηδων, όπου δραστηριοποιείται ο Κώστας και αναβιώνουν στον ελλαδικό χώρο, ακόμη 200 λάτρεις των πανέμορφων αρπακτικών, δηλώνοντας υπερήφανοι που πριν από λίγες ημέρες η UNESCO συμπεριέλαβε το κυνήγι με γεράκι στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Καταργώντας τα δίκανα και τις καραμπίνες

Μια υπόθεση, πάντως, που ως τώρα κινείται στις παρυφές του ρυθμιστικού πλαισίου του κυνηγιού, προκαλώντας εκνευρισμό στους επίδοξους εκπαιδευτές, κυνηγούς και κατόχους των γερακιών. «Στην Ελλάδα υπάρχει ένα νομικό κενό για τη θήρευση με γεράκι και τόξο. Επίσης, απαγορεύεται η κατοχή και η εκτροφή γερακιών από ιδιώτη, ενώ κατά τα λοιπά επιτρέπεται η εισαγωγή τους από πιστοποιημένα εκτροφεία του εξωτερικού, όπως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, που παρέχουν και τα ανάλογα έγγραφα νόμιμης εκτροφής και εμπορίας. Με απλά λόγια, ένα αλαλούμ στο όνομα της ψευδεπίγραφης οικολογίας» τονίζει ο κ. Αμανατίδης, που είναι και πρόεδρος της Πανελλήνιας Λέσχης Ιερακοθηρίας. Είκοσι χρόνια ασχολείται με τα γεράκια, εισάγοντας κυρίως πετρίτες από τη Μεγάλη Βρετανία και προμηθευόμενος τον εξοπλισμό του γερακάρη από την ίδια χώρα, έχοντας πάντα στο μυαλό του αυτό που συνιστά σε όσους τον πλησιάζουν από περιέργεια για να μάθουν τα μυστικά της ιερακοθηρίας: «Το γεράκι δεν είναι κατοικίδιο και δεν πρέπει να το αντιμετωπίσεις ως τέτοιο. Στην πραγματικότητα, ο γερακάρης εκμεταλλεύεται τα φυσικά ένστικτα του πουλιού προκειμένου να θηρεύσει “φτερά’’ ή “γούνες’’». Στην πρώτη περίπτωση εννοούνται στη γλώσσα των γερακάρηδων πτηνά όπως ο φασιανός, η πέρδικα και το ορτύκι, και στη δεύτερη, αγριοκούνελα και λαγοί.

Ο κ. Αμανατίδης λάτρεψε τα γεράκια από παιδί, παρακολουθώντας «βραχοκιρκίνεζα και βαμβακίνες να πετούν ψηλά, πάνω από τα λιβάδια και τα υψώματα, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αλεξάνδρεια Ημαθίας» και στράφηκε στην ιερακοθηρία και για ακόμη έναν λόγο. «Ο συμβατικός τρόπος κυνηγιού με τα δίκαννα, τις καραμπίνες και τις αρμαθιές φυσίγγια δεν με έθελξε ποτέ. Είναι άνισος, ο κυνηγός είναι μονίμως σε πλεονεκτική θέση απέναντι στα θηράματα και μπορεί να εξοντώσει μεγάλο αριθμό. Τον γερακάρη δεν τον ενδιαφέρει το πλήθος των θηραμάτων. Το γεράκι θα χτυπήσει το πολύ δύο ή τρία θηράματα μέσα στην ημέρα, και ποτέ οι πτήσεις δεν επαναλαμβάνονται σε συνέχειες, προκειμένου να διατηρείς τον έλεγχο επάνω στο πουλί, ώστε να μην ξεφύγει από την επίβλεψή σου. Θα βγεις για κυνήγι το πολύ δύο φορές στις δέκα ημέρες».

Οι τεχνικές του κυνηγιού

Σημαντικό μέρος της τακτικής και της εκπαίδευσης, που είναι χρονοβόρες και απαιτούν προεργασία και υπομονή, είναι να συνηθίσει το αρπακτικό την παρουσία του γερακάρη. «Το 99% των γερακιών που εισάγονται είναι ηλικίας μερικών μηνών. Στα χέρια του γερακάρη το αγρίμι πρέπει κατά κάποιον τρόπο να εξημερωθεί ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα. Πρώτα να συνδυάσει τον ερχομό του ανθρώπου με τη λήψη τροφής, η λεγόμενη “επάνδρωση”. Το γεράκι γενικώς δεν είναι το πιο κοινωνικό ζώο και η οποιαδήποτε επαφή τού προκαλεί ανησυχία. Οπότε πρέπει να συνηθίσει τον γερακάρη, το γάντι στο χέρι του, ως τμήματα του περίγυρού του, ως έναν συνάδελφο την επόμενη ημέρα στην καταδίωξη του θηράματος. Χρήσιμα είναι τα καθησυχαστικά χάδια και η κουκούλα στο κεφάλι. Το σκοτάδι ηρεμεί τα γεράκια, τα κάνει να αισθάνονται μεγάλη ασφάλεια». Σε δεύτερη φάση, το γεράκι πρέπει να αρχίσει να δέχεται κυνηγετικά ερεθίσματα «με αλλεπάλληλα περάσματα με το λεγόμενο “θέλγητρο’’, ένα ομοίωμα γούνας, το οποίο, με ένα σκοινί, περνάς τακτικά μπροστά από τη βάση στάθμευσης και ξεκούρασης του πτηνού».

Επειτα και από αυτό το στάδιο, σειρά έχει «το κυνήγι στο ύπαιθρο». Και εκεί οι τεχνικές κυνηγιού είναι δύο, ανάλογα και με το είδος του γερακιού που έχει στην κατοχή του ο γερακάρης. «Τα γεράκια διακρίνονται σε δύο μεγάλες οικογένειες, στα μακρυφτέρουγα, όπως είναι ο πετρίτης, και στα κοντοφτέρουγα, όπως είναι το διπλοσάινο και το ξεφτέρι. Τα πρώτα είναι ιδανικά για κυνήγι υψηλών πτήσεων. Δηλαδή, το γεράκι ίπταται πάνω από τον γερακάρη και σε συνεργασία με έναν κυνηγετικό σκύλο, κάνει την λεγόμενη “φέρμα’’, επιτίθεται στο θήραμα που ο σκύλος και ο γερακάρης έχουν ανακαλύψει. Τα κοντοφτέρουγα είναι ταχύτατα πτηνά και χρησιμοποιούνται για τις λεγόμενες εφορμήσεις “από το χέρι’’. Το γεράκι αναπαύεται στο χέρι του γερακάρη, ο οποίος με ένα ραβδί χτυπά τη βλάστηση για να τρομάξει τα υποψήφια θηράματα, προκειμένου να αποκαλυφθούν. Οταν αυτά βγουν, το γεράκι εφορμά, σε μια καταδίωξη που θα κρατήσει το πολύ 50-70 μέτρα απόσταση» περιγράφει ο κ. Αμανατίδης. Ο ίδιος προτιμά να εισάγει, να εκπαιδεύει και να θηρεύει με μακρυφτέρουγα γεράκια και, στην παρούσα φάση, διατηρεί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο πέντε βραχοκιρκίνεζα, τρεις πετρίτες και δύο «αλτάι» ή κυνηγογέρακες. Ανάμεσά τους η «Χρυσούλα» και ο «Μπίλης», «που έχουν πάρει το όνομά τους από τα παιδιά μου».