Δεν είχε σηκώσει χέρι επάνω της. Τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Αλλά την είχε απομονώσει από τη διαχείριση των χρημάτων, των ακινήτων, γενικά όσων περιουσιακών στοιχείων ήταν στο όνομά της, είτε ως κληρονομιά είτε ως απόκτημα κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους. Η βία ήταν λεκτική, συναισθηματική, ψυχολογική. «Ενας συναισθηματικός βιασμός, σχεδόν καθημερινός» λέει η Π. Ζ. «Τριάντα χρόνια το έκρυβα. Τριάντα χρόνια σιωπούσα, υπέμενα. Το να “κουτσομπολεύεις” για την κατάσταση αυτή με τις φιλενάδες, μεταξύ ενός καφέ και ενός κομματιού κέικ,δεν λύνει το πρόβλημα». Ως τη στιγμή που η Π. Ζ. πήρε την απόφαση να απευθυνθεί στους ειδικούς. Και, ευτυχώς για εκείνη, την περίοδο που το αποφάσισε λειτουργούσε (ακόμη) το Κέντρο Ψυχολογικής Υποστήριξης Κακοποιημένων Γυναικών στη Θεσσαλονίκη. Ενα κέντρο που απειλείται με οριστική παύση της λειτουργίας του λόγω υποχρηματοδότησης και συσσωρευμένων χρεών, τα οποία δεν ξεπερνούν το… κολοσσιαίο ποσό των 100.000 ευρώ, κυρίως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τους ιδιοκτήτες των μέχρι πρότινος γραφείων που ενοικίαζαν οι άνθρωποί του. Και όλα αυτά όταν, σύμφωνα με τα στοιχεία του κέντρου, περίπου ένας θάνατος γυναίκας την εβδομάδα αποδίδεται στην άσκηση ενδοοικογενειακής βίας. Στην παρούσα φάση, πάντως, αν μια γυναίκα αντιμετωπίζει ενδοοικογενειακή βία και επιθυμεί να απευθυνθεί στο κέντρο, δεν μπορεί να το κάνει. Τα τηλέφωνα έχουν κοπεί και «στέγη» πλέον θεωρείται το διαμέρισμα της επικεφαλής του κέντρου.

Η Π. Ζ. περιγράφει την περίπτωσή της ως μια «διαρκή κατάσταση ενοχής. Με είχε πείσει με την πίεση, την απειλή της βίας και τους καβγάδες,ότι έφταιγα για τα πάντα:για τα χρήματα,για τη χασούρα του στον τζόγο, για την κακή διαχείριση του νοικοκυριού, για τις δικές του επαγγελματικές αποτυχίες». Η Π. Ζ. απηύδησε «ίσως λίγο αργά. Αλλά σκέφτηκα ότι το παιδί μου μεγάλωνε σε ένα όλο και πιο αρρωστημένο περιβάλλον». Τότε προσέτρεξε στο κέντρο, διότι, επαναλαμβάνει, «ο καφές με τις φιλενάδες δεν αρκεί. Δεν δίνει λύση άμεση, ριζική, αποτελεσματική». Και όπως διαπιστώνει η επικεφαλής του κέντρου, ψυχολόγος κυρία Χρυσάνθη Ζαφειράτου, «ο κανόνας, δυστυχώς, είναι ότι οι γυναίκες που υφίστανται τη σωματική ή ψυχολογική βία στο οικογενειακό περιβάλλον και στη συζυγική σχέση καθυστερούν συνήθως να αναζητήσουν βοήθεια. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν το συζητούν καν στο φιλικό τους περιβάλλον. Το αντιμετωπίζουν, όπως και η υπόλοιπη κοινωνία, ως θέμα-ταμπού».

Το πρόβλημα αυτό όμως, στην πιο ακραία μορφή του, οδηγεί, σύμφωνα με στοιχεία του κέντρου, «σε τουλάχιστον 48 θανάτους γυναικών ετησίως στη χώρα,λόγω κακοποίησης και άσκησης σωματικής βίας. Με άλλα λόγια,περίπου ένας θάνατος κάθε εβδομάδα αποδίδεται στην ενδοοικογενειακή βία που υφίστανται οι γυναίκες». Η κ. Ζαφειράτου στηλιτεύει το γεγονός ότι «στην Ελλάδα απουσιάζει πλήρως ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα αυτό.Πιθανότατα,μια τέτοια διευρυμένη πρωτοβουλία θα άλλαζε και τις επικρατούσες αντιλήψεις για την κακοποίηση των γυναικών,είτε βρίσκονται σε γάμο είτε σε σχέση». Το κέντρο, την πρώτη περίοδο λειτουργίας του, ήταν ενταγμένο στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, που είχε αναλάβει και το κόστος. Σύντομα όμως, το 2002, ανέστειλε τη λειτουργία του, ακριβώς λόγω των οικονομικών προϋποθέσεων που απαιτούνταν. Το 2004 ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του «όταν και επιλέχθηκε η οδός της αυτοχρηματοδότησης», όπως αναφέρει η κυρία Ζαφειράτου, η οποία όμως και αυτή αποδείχθηκε, έξι χρόνια μετά, αδιέξοδη. Στην παρούσα φάση, ήδη από τον Ιούνιο, έχει κλείσει η τηλεφωνική γραμμή επικοινωνίας με το κέντρο, από τον Απρίλιο έχει ανασταλεί η παροχή συστηματικής ψυχολογικής υποστήριξης, ενώ συνολικά στο κέντρο απασχολούνται τρία άτομα για το τηλεφωνικό κέντρο, ένας δικηγόρος, ως εξωτερικός συνεργάτης, και ο ψυχολόγος, που έχει αναλάβει και χρέη διοικητικού προσωπικού.

Εγγαμες, απόφοιτες Λυκείου και άνεργες…
Περισσότερες από 1.100 ήταν οι γυναίκες που προσέτρεξαν στο Κέντρο και έκαναν χρήση κυρίως των νομικών και ψυχολογικών υπηρεσιών του, στα συνολικά 12 χρόνια λειτουργίας του. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που διατηρούν οι υπεύθυνοι του Κέντρου, το 66,7% των γυναικών αυτών υπέστη βία μέσα στον γάμο, το 52,9% δεν εργαζόταν, ενώ το 72,2% είχε απολυτήριο Λυκείου. Ο μέσος όρος ηλικίας τους, όταν έφταναν στην καταγγελία της βίας, ήταν τα 40,5 έτη, ενώ, κατά μέσον όρο επίσης, ζούσαν σε βίαιη σχέση για περίπου 14 χρόνια. Οι περισσότερες (54,9%) προσήλθαν με δική τους πρωτοβουλία, ενώ οι υπόλοιπες έπειτα από παραπομπές, είτε υπηρεσιών και φορέων είτε κατόπιν πρωτοβουλίας συγγενών και φίλων τους. Οι υπεύθυνοι, πάντως, του Κέντρου έχουν λάβει προφορικές διαβεβαιώσεις από το υπουργείο Υγείας ότι θα υπάρξει έκτακτη οικονομική ενίσχυση του Κέντρου, η οποία όμως, όπως σημειώνει η κυρία Ζαφειράτου, «με τους ρυθμούς του ελληνικού κράτους, δεν αναμένεται να φτάσει στα χέρια μας πριν από τις αρχές Φεβρουαρίου του επόμενου έτους». Το οξύμωρο, βέβαια, όπως τονίζει η επικεφαλής του Κέντρου, είναι ότι « αύριο , 25 Νοεμβρίου, τιμάται σε παγκόσμια κλίμακαη Ημέρα κατά της Βίας εναντίον των Γυναικών και εντός της οικογένειας. Παρ΄ όλα αυτά, οι δομές που επιτελούν έργο προληπτικό, ενημερωτικό και συμβουλευτικό για την ανάσχεση του φαινομένου, αναστέλλουν τη λειτουργία τουςη μία μετά