«Στην πρώτη επίσκεψη και ξενάγηση με πούλμαν που γινόταν για να δούμε τι διεκδικούσαμε ως υποψήφιοι, υπήρχαν συνεπιβάτες που έκλαιγαν, τους έπνιγε η συγκίνηση» θυμούνται σήμερα κάποιοι από τους κατοίκους. «Δεν πίστευαν αυτό που αντίκριζαν. Ηταν σαν όνειρο». Τότε, το
2004, ήταν το «προνομιούχο», «αρχοντικό» Ολυμπιακό Χωριό με τις μεγάλες λεωφόρους, τις πλατείες και τις πρότυπες εγκαταστάσεις. Χτισμένο για τις ανάγκες στέγασης των αθλητών και των συνοδών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αποδόθηκε μετά το τέλος τους σε δικαιούχους του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας: εργαζομένους, συνταξιούχους, πολυτέκνους, άτομα με ειδικές ανάγκες
και τις οικογένειές τους. «Πόλη είμαστε» διαμαρτύρεται σήμερα σε έντονο ύφος ο 9χρονος
Αντρίκος Δημούτσος. Μια πόλη εγκαταλελειμμένη, με κλειστά καταστήματα, σκουπιδοτόπους, εγκληματικότητα και ανέργους. Και όλα αυτά την ώρα που τα παιδιά, τα περισσότερα μάλιστα στις πρώτες δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης, φθάνουν περίπου στο 1/3 του πληθυσμού.

O σύλλογος κατοίκων στεγάζεται σε ένα από τα πολλά, εν δυνάμει, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, καταστήματα. «Λειτούργησε για λίγο ως κατάστημα ψιλικών» λέει ο γραμματέας του κ. Βασίλης Γκιγκάκης , «αλλά δεν τράβηξε.Τα ενοίκια που “χτύπησαν΄΄ ορισμένοι στους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς ήταν υπέρογκα: 1.500- 2.500 ευρώ για 28- 35 τ.μ.Η καφετέρια που έκλεισε είχε ενοίκιο κοντά 13.000 ευρώ.Νόμιζαν μερικοί ότι εδώ θα κάνουν την τύχη τους,ως μονοπώλιο,και τους ξέβρασε η πραγματικότητα των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων της μέσης οικογένειας του Χωριού». Αποτέλεσμα; «Δεν έχουμε πού να απευθυνθούμε να αγοράσουμε τα βασικά,μόλις πρόσφατα άνοιξε έξω από τα όρια του Χωριού ένα σουπερμάρκετ.Ως χθεςέπρεπε να οδηγούμε ως τους Θρακομακεδόνες και το Μενίδι για τα στοιχειώδη.Στο Χωριό έξι,μαζί με το φαρμακείο και το σουβλατζίδικο, είναι όλα και όλα τα καταστήματα για 10.000 κατοίκους» λέει η κυρία Στέλλα Μπαλτζή. Και αν και το αμαξοστάσιο του Δήμου Αχαρνών, όπου υπάγεται διοικητικά το Χωριό, βρίσκεται «στα 200 μέτρα από τη βόρεια είσοδο», το ζήτημα της καθαριότητας και της αποκομιδής πονάει. «Εχουμε αναγκαστεί να συστήσουμε ομάδες εθελοντών που καθαρίζουν τους χώρους. Ακολουθούμε “γερμανικό σύστημα”. Ο καθένας καθαρίζει και πλένει το πεζοδρόμιό του» σημειώνει ο κ. Γκιγκάκης.

Γυμνάσιο- Λύκειο σε κοντέινερ
Λίγο πιο πέρα ένα λυόμενο συνιστά τάξη στο προαύλιο των συστεγαζόμενων γυμνασίου και λυκείου, όπου δεν υφίσταται κανένας χώρος αθλοπαιδιών. Σε κοντέινερ στεγάζονται και τάξεις των δύο δημοτικών σχολείων του Χωριού. Και η προβληματική κατάσταση δεν σταματά εκεί. «Είναι περίπου 700 παιδιά,σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο. Η συστέγαση είναι τεράστιο ζήτημα, αν και έχουμε πάρει διαβεβαιώσεις ότι θα λυθεί άμεσα με την κατασκευή ακόμη ενός κτιρίου» τονίζει ο διευθυντής του Λυκείου, μαθηματικός κ. Νικόλαος Σχίζας. Ο καθηγητής διαπιστώνει ότι «τα παιδιά δεν έχουν διεξόδους. Παρά τους μεγάλους ελεύθερους χώρους,τις αθλητικές εγκαταστάσεις, λείπουν οι χώροι να παίξουν, να εκφραστούν δημιουργικά,να συναναστραφούν.Με άλλα λόγια,δεν εκτονώνονται.Απλά κάνουν βόλτες γύρω-γύρω το Χωριό ή παίρνουν το λεωφορείο Χ40 για να πάνε ως το “Μall” στην Κηφισίας και να πληρώσουν 5 ευρώ για καφέ».

Ψιλικατζίδικο και φαρμακείο
Πάνω σχεδόν στο κεντρικό σημείο του Χωριού βρίσκεται το φαρμακείο του κ. Γιώργου Γκιόκα. «Λειτουργούμε σαν μονάδα πρωτοβάθμιας περίθαλψης» υποστηρίζει και εξηγεί ότι «εδώ είμαστε χωριό σε όλα. Περιβάλλον, κοινωνική επαφή, αλλά και εντελώς προβληματική κατάσταση υποδομών». Λίγα μέτρα πιο κάτω, η κυρία Πόπη Ντοκουμέ δείχνει συστολή, ίσως και κάποιον φόβο. Είναι άτομο με κινητική αναπηρία, έχει φέρει το καροτσάκι της για μια μικρής ποσότητας προσθήκη αέρα στα λάστιχα, στο ένα από τα δύο ψιλικατζίδικα. Διστάζει να μιλήσει για όσα την ταλαιπωρούν στο νέο σπιτικό της. «Ως πριν από λίγο καιρόδεν είχε ράμπα στην είσοδο του σπιτιού της. Αναγκαζόταν να κατεβαίνει από το πάρκινγκστο υπόγειοκαι να παίρνει τον ανελκυστήρα για τον όροφο» λέει ο κ. Γ. Λουρδής, σημειώνοντας ότι «ράμπα εκείβάλαμε οι κάτοικοι». O ιδιοκτήτης του καταστήματος ψιλικών κ. Γιάννης Παπασταύρου έχει τελειώσει το φούσκωμα των λάστιχων. Το ψιλικατζίδικο δεν ξεπερνά τα 38 τ.μ., αλλά το ενοίκιο «φθάνει τα 1.500 ευρώ»… Τα παράπονα… στο καφενείο
Με λίγο ούζο και τηγανητά ψάρια οι παρέες στο μοναδικό καφενείο, που παραμένει και αυτό ανοιχτό με μέριμνα του Συλλόγου, απαριθμούν τα κακώς κείμενα. Ανεργοι οι περισσότεροι – «έχουμε να κάνουμε μεροκάματα στην οικοδομή από το Πάσχα» λέει ο κ. Δημήτρης Πολίτης -, θεωρούν ότι ο πληθυσμός του Χωριού είναι «πάνω από 70% άνεργος ή απασχολούμενος σε δουλειές του ποδαριού». «Νόμιζα ότι άφηνα το κέντρο της Αθήνας για έναν μικρό παράδεισο,και έχουμε γίνει καταντήσει οδός Αθηνάς» υπερθεματίζει ο συνταξιούχος κ. Γεώργιος Διαμαντόπουλος. Οι νεότεροι κάνουν λόγο για ασυδοσία, πορνεία, πιάτσες ναρκωτικών που «ανοίγουν» με το που πέφτει η νύχτα από πιτσιρικάδες του Μενιδίου ή της Κηφισιάς, βανδαλισμούς στις παιδικές χαρές ή καταστροφές στα εγκαταλελειμμένα και λεηλατημένα κτίρια. «Φοβόμαστε για τα παιδιά μας» λένε.

Βόλτες με τα ποδήλατα
«Εδώ έχουμε χώρο να παίξουμε,δεν κατεβαίνουμε σε έναν στενό δρόμο» λέει ο μικρός Κωνσταντίνος Λουρδής , που όμως σημειώνει ότι «στο σχολείο δεν έχουμε προαύλιο.Μένει κλειστό ένα μεγάλο κομμάτι,επειδή είναι επικίνδυνο». Η αδερφή του, Φαίδρα, πηγαίνει στην Α΄ Γυμνασίου. «Τον ελεύθερο χρόνο μαςτον περνάμε κάνοντας βόλτες με τα ποδήλατα» λέει. Για τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά τα προβλήματα είναι ανάλογα της ηλικίας τους και των οριζόντων κοινωνικοποίησης. «Αν και είμαστε μέσα στη φύση, δεν υπάρχει ένας χώρος συνάθροισης ή κάποιο στέκι για χόμπι, ένας δημόσιος χώρος με υπολογιστές ή κάποια βιβλιοθήκη» λέει η 16χρονη Ευσταθία Δημούτσου . Ο αδερφός της Γιάννης νοσταλγεί «το μοναδικό βιντεοκλάμπ που έκλεισε πολύ γρήγορα.Ούτε ένα σινεμά δεν υπάρχει εδώ γύρω».

Σκουπιδότοπος το κτίριο… «Βατοπαίδι»

Οι γυψοσανίδες είναι οι πρωταγωνίστριες στο κτίριο που απετέλεσε μια από τις πέτρες του σκανδάλου στην υπόθεση Βατοπαιδίου. Βρίσκεται στην Α΄ είσοδο του Χωριού.

Το «κτίριο Βατοπαίδι», όπως το λένε οι κάτοικοι, έχει λεηλατηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι γυψοσανίδες έχουν καταστραφεί σχεδόν παντού, καρέκλες και ράφια έχουν γίνει αποκαΐδια, γυάλινες επιφάνειες έχουν μετατραπεί σε σωρούς θρύψαλων, οτιδήποτε μεταλλικό έχει αφαιρεθεί, ακόμη και από τα καλώδια του ρεύματος.

Στα δάπεδα, σωροί χαρτιών και φακέλων, ακόμη και τα σχέδια του κτιρίου με τίτλο «Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Μόλις πέσει το σκοτάδι, όπως αφηγείται ο κ. Κώστας Σκέντζος , «στο κτίριο γλιστρούν σκιές, από τις κατεβασμένες τζαμαρίες ή τις παραβιασμένες πόρτες. Μέσα σε 24.000 τ.μ. σε τρία επίπεδα και εντελώς αφύλακτα, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του κατέβει».