Η δουλειά θα ξεκινήσει αξημέρωτα. Θα ανεβάσει τα ρολά, θα ανοίξει κούτες, θα κόψει τους πλαστικούς ιμάντες των συσκευασιών, θα τοποθετήσει πακέτα με τσιγάρα και τσίκλες στα ράφια και μπροστά από το παραθυράκι. Είκοσι πέντε χρόνια στα περίπτερα, τα περισσότερα στο κέντρο της Αθήνας, ο κ. Παύλος Γιαννόπουλος μπορεί να λέει σε πρώτη φάση ότι «ο περιπτεράς είναι σαν αδέσποτο σκυλί, δουλεύει 12ωρα και 14ωρα, όρθιος, με καύσωνα ή παγωνιά», αλλά παράλληλα τονίζει ότι «στο περίπτερο είσαι αφεντικό του εαυτού σου». Και αυτό δεν το αλλάζει.

Η ημέρα του κυλάει «με πολλή κοινωνική επαφή, νεύρα ενίοτε, χαμόγελα άλλοτε, άγχος για τις παραγγελίες και τις παραλαβές που πρέπει να διεκπεραιωθούν». Το τελευταίο, το άγχος, προσπαθεί να το κοντρολάρει. «Πέρασα και ένα καρδιακό επεισόδιο» λέει. Οι συνθήκες εργασίας. «Μια απεργία, μια διαδήλωση, μια κατάσταση που θα καθηλώσει την κίνηση του κόσμου στο κέντροδεν βοηθάει.Χώρια ο καύσωνας και η παγωνιά».

Τελευταία όμως το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στο πορτοφόλι των πελατών. «Για να επιβιώσουμεθα πρέπει να αρχίσουμε να χρεώνουμε την κάθε…πληροφορίαμε 20 λεπτά του ευρώ. Οι περισσότεροι γι΄ αυτό σταματάνε, για να ρωτήσουν και όχι για να αγοράσουν. Ανέκαθεν ήμασταν γραφείο πληροφοριών αλλά ως προχθές πουλούσαμε και καμιά τσίκλα ή κανένα μπισκότο» λέει. Αλλες φορές οι περαστικοί αντιμετωπίζουν το ταμείο του περιπτέρου ως ανταλλακτήριο για ψιλά. «Το “να χαλάω χοντρά” σπάνια το κάνω πλέον.Τα ψιλά είναι πολύτιμα». Οσο για τις αποδείξεις, που κόβει από την περασμένη Πέμπτη, «έχω βάλει την ταμειακή,κόβω κανονικά, και κανείς δεν τις παίρνει».

Ο τζίρος, αναμενόμενο, έχει πέσει κατακόρυφα. Ως και 30% υπολογίζει. «Εχουν κόψει τα τσιγάρα, τις λιχουδιές καιτον Τύπο.Ερχονται τακτικοί πελάτες και μου λένε:“Δεν βγαίνουμε, μου έκοψαν το τάδε επίδομα ή μου μείωσαν τον μισθό και πλέον δεν θα αγοράζω τα περιοδικά που έπαιρνα”. Υπήρχαν καπνιστές φανατικοί που αγόραζαν τρία-τέσσερα πακέτα, άλλοτε κούτες, καιτώρα με τη βία έρχονται κάθε δεύτερη ημέρα για το πακέτο τους». Και από τα 3,80 μιας συσκευασίας καπνού ή τα 3,50 ενός πακέτου τσιγάρων στην τσέπη του Παύλου- και του κάθε περιπτερά- «θα μείνουν 8-10 λεπτά του ευρώμετά την αφαίρεση των επιβαρύνσεωντης φορολογίας και τις παρακρατήσεις. Κατά τα άλλα, ο περιπτεράς θεωρείται πλούσιος. Αλλά δεν ξέρω συνάδελφο με πισίνα, λουξ αυτοκίνητο και σπίτια. Ολοι χρεωμένοι είναι και μετρούν το εισόδημα της ημέρας, που προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα τσιγάρα, με τα σεντς του ευρώ». Τα πάγια έξοδα του περιπτέρου περιλαμβάνουν «ρεύμα, τηλέφωνο και το ενοίκιο. Εδώ βέβαια σηκώνει μεγάλη συζήτηση τι ζητούν οι οικογένειες των αναπήρων που κατέχουν τις άδειεςακόμη και τις πιο δύσκολεςοικονομικά ημέρες. Σε πολλές περιπτώσεις οι απαιτήσεις είναι εξωφρενικές» . Δεν είναι λοιπόν οξύμωρο ότι «ορισμένοι παρακαλάνε να πουλήσουν τα περίπτερα και δεν βρίσκουν αγοραστές, όταν ως πέρυσι ακόμη και οι 150.000-200.000 ευρώ ήταν τιμές εκκίνησης για τα πιο κεντρικά σημεία της Αθήνας».

Ο περιορισμένος ελεύθερος χρόνος του κ. Παύλου κινείται γύρω από το σπίτι και την οικογένειά του. «Εχω δύο κοριτσάκια,14 και 12 ετών.Ολα όσα κάνω και ονειρεύομαιπεριστρέφονται γύρω από την ύπαρξή τους και τις ανάγκες τους». Εφέτος υπάρχει όμως και ένα βάρος στην ψυχολογία του. «Τα οικονομικά έχουν στενέψει. Μετά από χρόνια δεν θα κάνουμε διακοπές και αισθάνομαι άβολα που τους το στερώ».

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της συζήτησης ο κ. Παύλος εξυπηρετεί πελάτες, που παίρνουν ένα νερό, μια εφημερίδα, τσίκλες και τσιγάρα ή εκείνους που ζητούν πληροφορίες. Στις 6 το απόγευμα θα γυρίσει σπίτι και θα σκαντζάρει βάρδια. Ως την επόμενη ημέρα. Την κάθε ημέρα. Που θα ξεκινήσει ξανά στις 6 το πρωί που θα ανεβάσει τα ρολά και θα κόψει τους πλαστικούς ιμάντες των συσκευασιών.

Ποιος παίρνει άδεια
Ανάπηροι του 1940, θύματα της Εθνικής Αντίστασης και τα θύματα των γεγονότων στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973 έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν περίπτερο. Στην πραγματικότητα, οι άδειες που έχουν δοθεί στους ανάπηρους και στα θύματα του 1940 όταν μείνουν «ορφανές» μεταβιβάζονται μέσω μιας άτυπης επετηρίδας είτε σε ζώντες δικαιούχους της Εθνικής Αντίστασης είτε σε ανάπηρους της δικτατορικής περιόδου. Προτεραιότητα όμως για τη διατήρηση της άδειας έχουν οι χήρες αναπήρων του 1940, οι ανύπανδρες κόρες τους και τα αρσενικά τέκνα τους, εφόσον τα τελευταία είναι άτομα με ειδικές ανάγκες. Νέες άδειες, με πρόσθετα κριτήρια την προσωπική, εισοδηματική και οικογενειακή κατάσταση, δίδονται, με ρύθμιση του 2007, σε πολύτεκνους ή ανάπηρους, ανεξαρτήτως της αιτίας λόγω της οποίας προέκυψε το πρόβλημα υγείας. Οι άδειες αυτές όμως αφορούν μόνο «νέους οικισμούς» ή περιοχές χωρίς περίπτερα, όπως για παράδειγμα, στην Αττική, τα Μεσόγεια. Την αρμοδιότητα για την καταγραφή και την αδειοδότηση των περιπτέρων έχει η Διεύθυνση Εφέδρων Πολεμιστών, Αγωνιστών, Θυμάτων και Αναπήρων (ΔΕΠΑΘΑ) του υπουργείου Αμυνας, ενώ το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας ανήκει στις κατά τόπους νομαρχίες.

ΠΑΖΑΡΙΑ ΚΑΙ… ΝΕΥΡΑ

Στο περίπτερο θα βρεθούν λογιών λογιών πελάτες. «Οι τουρίστες παζαρεύουν σχεδόν τα πάντα, από την τσίκλα των 10 λεπτών ως τους τουριστικούς οδηγούς,για να πετύχουν μείωση μισού ή ενός ευρώ.Ειδικά οι ασιάτες,οι ιάπωνες ή οι αραβικής καταγωγής τουρίστεςλες και το έχουν στο αίμα τους. Μόνο το νερό δεν παζαρεύουν,ίσως επειδή η τιμή του προς 50 λεπτά είναι καλύτερη από την αντίστοιχη στη Ρώμη,στο Παρίσι ή στη Μαδρίτη».

Ο περιπτεράς γίνεται μερικές φορές και…εξομολόγος ή «αλεξικέραυνο».«Ερχονται εκνευρισμένοι, μαλωμένοι,θυμωμένοι,μελαγχολικοί πελάτες.Οι νευριασμένοι θα σου φερθούν άσχημα,θα την πληρώσεις για ό,τι τους φταίει.Αλλοι θα πετάξουν μια κουβέντακάπως σαν να θέλουν να τους ακούσεις, να ανοίξουν συζήτηση για ό,τι τους απασχολεί». Δεν λείπουν και τα χαμόγελα.«Αν προέρχονται και από ωραίες κοπέλες,φτιάχνουν την ημέρα».