Εχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από τις 3 Απριλίου του 1996, όταν το αμερικανικό FΒΙ πανηγύρισε τη σύλληψη του σκιώδους «Γιουναμπόμπερ», του πανέξυπνου πλην μισότρελου επιστήμονα που εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα για να απομονωθεί σε μια καλύβα στα δάση της Μοντάνα και να μετατραπεί, επί 18 ολόκληρα χρόνια, στον πρώτο γνωστό «οικο-τρομοκράτη» της παγκόσμιας ιστορίας.

Από το 1978, όταν ο 36χρονος τότε Τεντ Καζίνσκι απέστειλε την πρώτη του επιστολή-βόμβα, ως το 1996, οπότε και τον «κάρφωσε» τελικά στις Αρχές ο αδελφός του, τα «ματωμένα γράμματα» του «Γιουναμπόμπερ», κατασκευασμένα έτσι ώστε να πυροδοτούνται όταν οι άτυχοι παραλήπτες τους επιχειρούσαν να ανοίξουν τους φακέλους, στοίχισαν τη ζωή σε τρεις ανθρώπους και ακρωτηρίασαν ή τραυμάτισαν σοβαρά δεκάδες ακόμη σε ολόκληρη την Αμερική. Πανεπιστήμια, αεροπορικές εταιρείες και εταιρείες πληροφορικής περιλαμβάνονται στους «μαλακούς» στόχους του. Και όμως, οι πρώτες δεκαετίες της ζωής του Καζίνσκι δεν προμήνυαν σε τίποτε τη μετέπειτα εξέλιξή του σε «εκδικητή της φύσης» και «τιμωρό του τεχνολογικού πολιτισμού». Παιδί-θαύμα στο σχολείο, με έμφυτο ταλέντο στα μαθηματικά, ο έφηβος Καζίνσκι συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό νοημοσύνης: η βαθμολογία του ήταν τόσο υψηλή ώστε το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ έσπευσε να του προσφέρει υποτροφία σε ηλικία μόλις 16 ετών. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1967, ο νεαρός μαθηματικός προσλαμβάνεται στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια- ένα από τα προοδευτικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, «καρδιά» της αμερικανικής Αριστεράς, που τον καιρό

εκείνο, στο αποκορύφωμα της φοιτητικής εξέγερσης κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, φλεγόταν από επαναστατικές ιδέες.

Ομως ο Καζίνσκι, μονήρης, φύσει αντιδραστικός και με εντελώς προσωπικές απόψεις για τον κόσμο, δεν χωράει στον βαθιά υποκριτικό, κατά τη γνώμη του, κόσμο της αμερικανικής διανόησης. Οι προσπάθειές του να ενταχθεί σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις ναυαγούν: αηδιασμένος από την αλόγιστη εκμετάλλευση της τεχνολογικής προόδου εις βάρος της φύσης, αλλά και από την ανθρωπότητα εν γένει οδηγείται στην απομόνωση και στον ασκητισμό. Αποφασισμένος να αλλάξει τον κόσμο από την καλύβα του, όπου ζει πλέον ως ερημίτης, ο Καζίνσκι αρχίζει να συγγράφει ακραία οικολογικά «μανιφέστα», που καλούν την κοινωνία σε βίαιη εξέγερση ενάντια στη σύγχρονη τεχνολογική πρόοδο. Οταν τα πρώτα του «επαναστατικά» κείμενα απορρίπτονται, ο Καζίνσκι απαντά ταχυδρομώντας τον πρώτο από δεκαέξι φακέλους-βόμβες…

Το 1995 η ανάγκη για αναγνώριση τον οδηγεί στο μοιραίο λάθος: ο Καζίνσκι ταχυδρομεί σε εφημερίδες ένα μακροσκελές μανιφέστο δηλώνοντας ότι αν το δημοσιεύσουν θα διακόψει την… επιστολογραφία του. Κατόπιν διαβουλεύσεων με τις Αρχές, που κράτησαν τρεις μήνες, το εκ πρώτης όψεως παραληρηματικό, αλλά οπωσδήποτε «ψαγμένο» και αξιοπρόσεκτο, μ΄ όλες τις αντιφάσεις του, κείμενο δημοσιεύεται τελικά στη «Washington Ρost»: σε αυτό εκφράζει ανοιχτά το μίσος του για την Αριστερά, αλλά και την αγωνία του να τιμωρήσει τον τεχνολογικό «δαίμονα». Πολλά από τα συμπεράσματά του (το μανιφέστο έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά) παραμένουν ακριβή όσο και επίκαιρα: όμως παρά την πολύ καλή του μόρφωση, ο «Γιουναμπόμπερ» αγνοεί εντελώς στην ανάλυσή του τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στη σημερινή δραματική κατάσταση. Ταυτόχρονα με τη δημοσίευση αγνοεί (αν και ορισμένοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι πλέον επιζητούσε τη σύλληψη) τον κίνδυνο αναγνώρισής του από ανθρώπους που γνώριζαν τις ακραίες απόψεις του, όπως ο μικρότερος αδελφός του Ντέιβιντ και η γυναίκα του Λίντα, που «τον έδωσαν» στο FΒΙ «τσεπώνοντας» και την επικήρυξη του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.

Στη δίκη που ακολουθεί ο ερημίτης της Μοντάνα ανακηρύσσεται σχιζοφρενής, αλλά καταδικάζεται σε τετράκις ισόβια κάθειρξη. Ουδείς ασχολείται με τα βαθύτερα αίτια της αλλαγής αυτού του πανέξυπνου, ευαίσθητου ανθρώπου σε «τυφλό» δολοφόνο… 21 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Δέματα-βόμβες με άγνωστο αποστολέα

Δημοσίευμα των «Νέων» της 9ης Ιουνίου 1989 με την προκήρυξη για τα… εκρηκτικά δέματα

Πριν από 21 χρόνια είχε επιχειρηθεί ξανά διπλή τρομοκρατική επίθεση με δέματα-βόμβες, σχεδόν όμοιες με αυτήν που σκότωσε τον Γιώργο Βασιλάκη. Παραλήπτες των δεμάτων, που ευτυχώς εξουδετερώθηκαν προτού εκραγούν, ήταν δύο δημοσιογράφοι και την ευθύνη της επίθεσης είχε αναλάβει η οργάνωση Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ). Ως σήμερα δεν έχει διαπιστωθεί ποιοι ήταν οι κατασκευαστές και αποστολείς των δύο δεμάτων.

Την Πέμπτη 8 Ιουνίου 1989 στάλθηκαν δύο δέματα με εκρηκτικούς μηχανισμούς: το πρώτο στα γραφεία της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» στο Σύνταγμα, με παραλήπτη τον τότε διευθυντή της κ. Δημήτρη Ρίζο. Στον φάκελο υπήρχε πλαστή σφραγίδα με την ένδειξη «Σύνδεσμος Οικογενειών Πεσόντων Αστυνομικών» και μια διεύθυνση στη λεωφόρο Μεσογείων. Ομως ο δημοσιογράφος και μία συνεργάτις του αντελήφθησαν ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει διότι το δέμα μύριζε έντονα οινόπνευμα. Δεν το άνοιξε και κάλεσε τους πυροτεχνουργούς, οι οποίοι εξουδετέρωσαν τον μηχανισμό με ελεγχόμενη έκρηξη.

Η δεύτερη βόμβα-δέμα εστάλη στα γραφεία της εφημερίδας «Αυριανή» στον Ταύρο με παραλήπτη τον δημοσιογράφο Κυριάκο Διακογιάννη . Και αυτή εξουδετερώθηκε από τους πυροτεχνουργούς της Αστυνομίας. Λίγη ώρα μετά την αποστολή των δεμάτων ο ΕΛΑ απέστειλε προκήρυξη σε εφημερίδες και στον ραδιοφωνικό σταθμό 9,84 με την οποία κατηγορούσε εκπροσώπους των ΜΜΕ για λαϊκισμό και πρότεινε στις επερχόμενες εκλογές στις 18 Ιουνίου 1989- μεσούντος του σκανδάλου Κοσκωτά- οι πολίτες να ψηφίσουν λευκό.

Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που χειρίστηκαν την υπόθεση με τις βόμβες-δέματα του 1989 επεσήμαναν στο «Βήμα» ότι παραμένει άγνωστος ο κατασκευαστής τους και υπάρχουν απλώς ενδείξεις ότι ίσως ρόλο σε αυτές τις ενέργειες είχε μέλος ένοπλης οργάνωσης το οποίο αργότερα τραυματίστηκε σοβαρά. Οι αστυνομικοί επισημαίνουν ότι από τότε ως προχθές δεν είχε εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος επιθέσεων με δέματα-βόμβες από άλλη ένοπλη οργάνωση.