Oρειβατικά μποτάκια. Καπέλο. Παντελόνι ή βερμούδα στρατιωτικού τύπου. Φωτογραφική μηχανή ανά χείρας. Και η περιπέτεια ξεκινά με έπαθλο την ανακάλυψη των άγνωστων οχυρών και οχυρωματικών εγκαταστάσεων της Ελλάδας. Ο κ. Θανάσης Καλτσούδας αποποιείται τις συγκρίσεις με τον μυθιστορηματικό Ιντιάνα Τζόουνς, αλλά ο ελεύθερος χρόνος του αφιερώνεται στο αρκετά ριψοκίνδυνο σπορ της αναζήτησης, της ανακάλυψης και της αποτύπωσης στον φωτογραφικό φακό, των γνωστών και άγνωστων οχυρών της Ελλάδας, που κατασκευάστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα. «Είναι περιπέτεια, είναι πάθος, είναι τρόπος ζωής» λέει για την αποκάλυψη των διάφορων, άγνωστων οχυρών του ελλαδικού χώρου.

Η ενασχόληση του κ. Καλτσούδα, με τα οχυρά και τη διάσωσή τους στην Ελλάδα, ξεκίνησε μέσω του πάθους του για τα παιχνίδια στρατηγικής. «Πάντα με ενδιέφεραν τα παιχνίδια που συνδύαζαν την ιστορία με τη διασκέδαση. Οταν μάλιστα διαπίστωσα ότι στο εξωτερικό έχει αναδειχθεί σε παράλληλη ασχολία και χόμπι πρώτης γραμμής η αναζήτηση και επαναπροσέγγιση του κοινού με τις εγκαταλειμμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, άρχισα να ψάχνω το τι συμβαίνει στη χώρα μας». Δίπλα στο Ρούπελ και στην οχυρωματική γραμμή Μεταξά που είναι τα πιο ονομαστά, σύγχρονα οχυρά, ο κ. Καλτσούδας μελέτησε βιβλία, διατριβές και μονογραφίες, προσπαθώντας να δώσει τις πρώτες κατευθύνσεις για τις διαδρομές που θα ακολουθούσε και το είδος των οχυρώσεων που θα ανακάλυπτε. Οι πηγές, ελάχιστες. «Στο εξωτερικόυπάρχουν εξειδικευμένα περιοδικά, μεγάλη βιβλιογραφία και άνθρωποι με εμπειρία στη χαρτογράφηση και την ιστορική τεκμηρίωση».

Το Διαδίκτυο και οι προφορικές μαρτυρίες φίλων ή γειτόνων του κ. Καλτσούδα, στα νότια προάστια, τον ώθησαν αφενός στη δημιουργία της προσωπικής του ιστοσελίδας όπου πραγματεύεται το ζήτημα και αφετέρου στις πρώτες εξορμήσεις για πολυβολεία και βάσεις πυροβολαρχιών και αρμάτων μάχης στη Βάρη, στη Βάρκιζα, στη Ραφήνα και στο Λιανοκλάδι. Μέσω Διαδικτύου, δορυφορικών αποτυπώσεων της επιφάνειας και τις μαρτυρίες άλλων «κυνηγών» από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ο κ. Καλτσούδας έχει βρεθεί σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.

«Στο Λιανοκλάδι παράλληλα με τις γραμμές του τρένου βρίσκεται ένα από τα πιο σπάνια πλέον, σωζόμενα απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.Ενα διώροφο,πλινθόκτιστο πολυβολείο, όμορο με μια βάση άρματος μάχης. Οι περισσότερες οχυρώσεις τέτοιου τύπου είτε ανατινάχθηκαν μεταπολεμικά από τις Ενοπλες Δυνάμεις είτε λεηλατήθηκαν από αθίγγανους και ντόπιους» . Στα Τέμπη, επίσης, ελάχιστοι οδηγοί ή περιπατητές έχουν προσέξει τους δύο πύργους που δεσπόζουν στα υψώματα. «Κατασκευάστηκαν από τους Ιταλούς για να προστατεύουν το σιδηροδρομικό δίκτυο.Είναι πέτρινα παρατηρητήρια, με αποθήκη και βάσεις για βαρύ οπλισμό». Δεν είναι όμως όλα τα σύγχρονα οχυρά προσεγγίσιμα στον τολμηρό οδοιπόρο. «Ορισμένα χρησιμοποιούνται ακόμη, από τις Ενοπλες Δυνάμεις, ή βρίσκονται στη μεθόριο, οπότε απαιτούνται ειδικές άδειες συνήθως από τις διοικήσεις των Μεραρχιών, όπου καθορίζεται ρητά ο χρόνος παραμονής,η ευχέρεια κίνησης στις οχυρώσεις ακόμη και το πλήθος των φωτογραφικών λήψεων». Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα οχυρά του Ρούπελ. Αλλά η πρόκληση, όπως λέει ο κ. Καλτσούδας, είναι «να είσαι ο πρώτος που θα μπει σε ένα εγκαταλειμμένο, ερειπωμένο ή μισοκατεστραμμένο οχυρό, παραδομένο στη λήθη των ανθρώπων και στους κισσούς που καλύπτουν τους τοίχους του. Είναι σαν να του ξαναδίνεις ζωή και υπόσταση».

Από τη Λέρο στον Ασωπό και στην ορεινή Λακωνία

Μικρά ή μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα βρίσκονται σχεδόν παντού στην Ελλάδα, κληρονομιά κυρίως της Κατοχής. Ορισμένα από αυτά ανήκουν σε ολόκληρα συγκροτήματα, όπως είναι εκείνα της Λέρου. «Το νησί ήταν ναύσταθμος την περίοδο της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα, και παρά το μικρό, σχετικά, μέγεθός του έχει πολλές και σε εξαιρετική κατάσταση οχυρώσεις, ιδίως παράκτιες» λέει ο κ. Καλτσούδας. Διάσπαρτες με πολυβολεία, παρατηρητήρια και βάσεις αρμάτων και πυροβόλων είναι και οι παρυφές του σιδηροδρομικού δικτύου, κυρίως στη Στερεά, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, ενώ στα υψώματα γύρω από πόλεις της Πελοποννήσου, όπως η Σπάρτη και η Μεγαλόπολη, βρίσκονται διάφορα οχυρωματικά έργα. Στην Αίγινα, στην Εύβοια, στις νησίδες Ψυττάλεια και Φλέβες υπάρχουν επίσης οχυρώσεις ήδη από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένες εκ των οποίων χρησιμοποιούνται ακόμη από το Ναυτικό. Σύμφωνα πάντως με τον κ. Καλτσούδα, «η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει, έως ότου αξιοποιήσει τα οχυρά που διαθέτει. Οι τουρίστες ειδικού ενδιαφέροντος,όπως είναι εκείνοι που ταξιδεύουν σε περιοχές μαχών, συγκρούσεων ή αποβάσεων,όπως στη Νορμανδία, δύσκολα θα επισκέπτονταν μαζικά τους όποιους χώρους πολεμικής μαρτυρίας στα νησιά και την ηπειρωτική χώρα».