Το αρχικά συναισθήματα στην είδηση της έκρηξης του ηφαιστείου και της συνεπακόλουθης ματαίωσης των πτήσεων διαφοροποιήθηκαν στον κάθε έναν από εμάς πουβρεθήκαμε στις Βρυξέλλες καλεσμένοι του αντιπροέρου του Κοινοβουλίου, κ. Σταύρου Λαμπρινίδη.

Κάποιοι ένιωσαν εγκλωβισμένοι. Αισθάνθηκαν να τους αφαιρούν το έλεγχο στη ζωή και την καθημερινότητά τους, να υποτάσσονται στην ηφαιστειακή σκόνη που στα καλά καθούμενα, έκανε τη ζωή τους άνω-κάτω και τα προγράμματά τους μπάχαλο. Όχι δεν ήθελαν να καθυστερήσουν την επιστροφή τους ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Άλλωστε ο χρόνος δεν είναι για χάσιμο!

Οι πιο χαλαροί το αντιμετώπισαν ως μια «τυχερή ατυχία» που θα τους έδινε τη δυνατότητα να παραμείνουν για μια ακόμη ημέρα στο Κέντρο της Ευρώπης και μάλιστα για πρώτη φορά δίχως επαγγελματικές υποχρεώσεις.

Η πρώτη βραδιά παράτασης, με διαφορετικά συναισθήματα για τον καθένα, πέρασε. Όπως και να είχε την επομένη θα ήμασταν πίσω, στην Αθήνα. Το ραντεβού είχε δοθεί για τις 9.30 το πρωί, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Θα τρώγαμε πρωινό και θα συνεννοούμασταν γιατην κατά εικοσιτέσσερις ώρες καθυστερημένη αναχώρηση.

Υπολογίζαμε, όμως, χωρίς τον… ξενοδόχο που στην προκειμένη ήταν το σύννεφο της τέφρας. Ησκόνη του ηφαιστείου – το όνομα του οποίου δεν είχα ακούσει ποτέ πρωτύτερα, παρόλα αυτά υπήρχε – όχι μόνο δεν είχε περιοριστεί αλλά επεκτεινόταν. Κανείς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων την πορεία του, εκ των υστέρων, όμως,μαθαίναμε τις επιπτώσεις του που ήταν να κλείνουν ένα-ένα τα αεροδρόμια της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης και να απειλούνται να κλείσουν και όσα βρεθούν στην άγνωστη, αέρινη, πορεία του.

Η ανησυχία άρχισε να μας ζώνει, όλους, ανεξαιρέτως, και αυτό διότι η ενημέρωση από τους υπευθύνους έδειχνε ότι στην πραγματικότητα ουδείς γνώριζε τι ακριβώς θα συνέβαινε με αυτήν τη σκόνη την ηφαιστειακή. Που τελικώς θα οδηγούνταν και που θα μας οδηγούσε και εμάς.

Άρχισαν να εξετάζονται όλα τα σενάρια επιστροφής στη γενέτειρα, λιγότερα ή περισσότερο ρεαλιστικά, οικονομικά, επίπονα.

Οι λύσεις μία-μία και αφού έμπαιναν στην φάση εξέτασης της υλοποίησή τους, απορρίπτονταν. Φαινόταν σαν να μην υπήρχε τρόπος «διαφυγής». Όλες οι λύσεις ήταν απρόσφορες.

Αφού οι εναέριες μεταφορές ήταν ούτως ή άλλως αποκλεισμένες, στραφήκαμε στις επίγειες, στα τραίνα δηλαδή και τα λεωφορεία. Μάταια! Όλοι οι δρόμοι, προς κάθε κατεύθυνση της Ευρώπης από την οποία θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην Ελλάδα «κλειστοί».Δεν έβρισκες εισιτήριο για τραίνο ή για λεωφορείο ούτε στη «μαύρη αγορά».

Από την άλλη, οι πληροφορίες για την κίνηση στα εθνικά δίκτυα απογοητευτικές. Επικρατούσε φοβερή κίνηση και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά μας, εξαιτίας της υπερπληθώρας αυτοκινήτων, οι διαδρομές διανύονταν στον τριπλάσιο χρόνο από αυτόν που συνήθως απαιτούνταν.Παρόλα αυτά και προκειμένου να ακολουθήσουμε μια διέξοδο που έστω και με ταλαιπωρία, έστω και με τραγική καθυστέρηση αλλά και μεγάλο κόστος θα μας οδηγούσε, πίσω, στα σπίτια μας, απευθυνθήκαμε σε γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων.

Μια από τις πολλές, επώνυμες εταιρείες που έχουν καταστήματα σε όλη την Ευρώπη θα μας έδινε τη δυνατότητα να φτάσουμε μέχρι την Ιταλία και από εκεί στην Ελλάδα.

Ούτε αυτός ο τρόπος απέδωσε. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο ούτε για δείγμα. Πολύ πιο νωρίς από εμάς, άλλοι είχαν κινηθεί στην ίδια κατεύθυνση και δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο για ενοικίαση.

Ένας από τους θεωρητικά τυχερούς, ο οποίος αφού πρόλαβε «έκλεισε» ένα αυτοκίνητο και το πλήρωσε όσο-όσο – συγκεκριμένα 1500 ευρώ έως τη Ρώμη – είχε περαιτέρω την ατυχία να φτάσει στην Ιταλική πρωτεύουσα μετά το σύννεφο της ηφαιστειακής σκόνης. Η πτήση Ρώμη-Αθήνα με την οποία είχε προγραμματίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, ματαιώθηκε!

Το γεγονός αυτό ήταν και η τελευταία διαβεβαίωση για το ότι το σχέδιο διαφυγής δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να περιλαμβάνει αεροπλάνο, διότι, ποτέ δεν ξέρεις με το σύννεφο.

Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο δεν μας παρηγορούσε η σκέψη:« Αύριο, μεθαύριο, το πολύ σε μία εβδομάδα το αεροδρόμιο των Βρυξελλών θα ανοίξει». Γιατί η επόμενη ερώτηση ήταν: και αν στον ίδιο χρόνο κλείσει το «Ελευθέριος Βενιζέλος»;

Η μόνη μας διέξοδος ήταν από ξηράς. Επανεξετάσαμε το ενδεχόμενο του τραίνου. Για την ακρίβεια όχι όλοι. Ο δαιμόνιος της παρέας που από την πρώτη στιγμή αναζητούσε εναλλακτικές και δεν θα σταματούσε πριν βρει έστω μία, ικανή.Την βρήκε τη λύση. Δεν ήταν η πλέον ορθόδοξη ούτε αρκετά προφανής,έδειχνε δύσκολη, εμπεριείχε αρκετό ρίσκο και υπόσχονταν αρκετή ταλαιπωρία.

Ήταν όμως η μόνη άμεσα πραγματοποιήσιμη, καθώς όλες οι άλλες, οι φαινομενικά ορθότερες, είχαν αποκλειστεί από την σωρεία του κόσμου που έσπευδε να τις υιοθετήσει.

Το εναλλακτικό πλάνο έλεγε: Φεύγουμε με τραίνο από τις Βρυξέλλες και από εκεί, διαμέσου Λουξεμβούργου και Γαλλίας φτάνουμε στη Βασιλεία της Ελβετίας. Σύνολο ωρών,περίπου οκτώ. Και έπρεπε να είναι πάνω-κάτω οκτώ γιατί αν βγαίναμε εκτός χρονικού διαγράμματος θα χάναμε τις επόμενες έξι σιδηροδρομικές ανταποκρίσεις που μας περίμεναν από εκεί και στο εξής, μέχρι τον τελευταίο σιδηροδρομικό προορισμό μας που ήταν το λιμάνι της Αγκόνας και τον οποίο θα προσεγγίζαμε, καλώς εχόντων των πραγμάτων,σε εικοσιτέσσερις ώρες

Στην περίπτωσης της χρονικής καθυστέρησης κάποιου από τους συρμούς,το σχέδιο των διαρκών ανταποκρίσεων θα είχε τιναχθεί εξ αρχής στο αέρα και θα φτάναμε στο λιμάνι της Ιταλίας με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, αφάνταστα μεγαλύτερη ταλαιπωρία από αυτήν που είχαμε ήδη αποφασίσει ότι θα υποστούμε και ιδιαιτέρως προσαυξημένα έξοδα για διανυκτερεύσεις και σίτιση.

1η ημέρα

Αναλάβαμε το ρίσκο και η τύχη αλλά και οι σιδηροδρομικές μεταφορές της Ευρώπης ήταν με το μέρος μας. Φτάσαμε στη Βασιλεία εγκαίρως. Μόλις κατεβήκαμε από το τραίνο ήταν ξεκάθαρο ότι είχαμε καλύψει με επιτυχία το πρώτο αλλά και πιο εύκολο κομμάτι της διαδρομής.

Από εδώ υπολογίσαμε ότι θα αρχίσουν τα πιο δύσκολα.

Στο σταθμό της Βασιλείας, τρία τέταρτα μετά την άφιξή μας, επιβιβαστήκαμε σε δεύτερο τραίνο με το οποίο θα διασχίζαμε ένα σημαντικό κομμάτι της Ελβετίας, μέχρι την πόλη Μπρινγκ.

Λίγο πριν περάσουμε από τις Ελβετικές στις Ιταλικές Άλπεις, αλλάξαμε και πάλι συρμό, τον τρίτο κατά σειρά, με τον οποίο θα περνούσαμε τα ελβετικά σύνορα για να βρεθούμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε μια πόλη της Βόρειας Ιταλίας, την Τομοτόσολα!

Αυτό το είχαμε καταχωρήσει στο πλάνο μας ως το πιο δύσκολο κομμάτιτης επιστροφής. Θα φτάναμε στις Ιταλικές Άλπεις, γύρω στη μία τα μεσάνυχτα, και θα έπρεπε να παραμείνουμε εκεί μέχρι τις 5 τα ξημερώματα όπου ένας άλλος συρμός, τέταρτος, θα μας οδηγούσε στο Μιλάνο, ο επόμενος, πέμπτος, στην Μπολόνια και ο έκτος και τελευταίος στην Αγκόνα.

Η παραμονή σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό μιας επαρχιακής πόλης των Ιταλικών Άλπεων μέσα στην κρύα νύχτα ήταν αυτό που μας φόβιζε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της διαδρομής αυτής. Από τον προ-προηγούμενο σταθμό, αυτό της Μπριγκ, προμηθευτήκαμε λίγο ουίσκι, ένα πακέτο τσιγάρα και σοκολάτες για… παν ενδεχόμενο.

ΤΟΜΟΤΟΝΣΟΛΑ, ΒΟΡΕΙΟΣ ΙΤΑΛΙΑ

Φτάνοντας στην Τομοντόσολα καταλάβαμε ότι σωστά είχαμε προνοήσει. Ο σταθμός έδειχνε σαν είχε ξεπηδήσει από άλλη εποχή, προγενέστερη. Κατεβήκαμε κάτι σκαλιά. Η αίσθηση ήταν ότι μπαίναμε σε κάποια επικίνδυνη υπόγεια διάβαση πεζών σε παρηκμασμένο προάστιο μεγαλούπολης. Στη συνέχεια ανεβήκαμε κάτι άλλα. Μπήκαμε μέσα στο σταθμό. Οικοδομικά κιγκλιδώματα έθεταν τη μισή από την έκταση του σταθμού εκτός της δυνατότηταςπρόσβασης των επιβατών. Ήταν φανερό ότιυπήρχε σε εξέλιξη απόπειρα εκσυγχρονισμού του, όμως, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αποδώσει. Τα λίγα μικρομάγαζα που τη μέρα εξυπηρετούν τους ταξιδιώτες ήταν κλειστά. Δεν υπήρχε δυνατότητα ούτε για ένα μπουκάλι νερό.

Στην είσοδό του μας περίμεναν οι άντρες του προσωπικού ασφαλείας του σταθμού και ένας καραμπινιέρος, ο οποίος μας ζήτησε τις ταυτότητές μας. Η φιγούρα του ταιριαστή με την εποχή του σταθμού. Σαν να είχαν απομείνει έτσι και εκεί από τον καιρό του μεσοπολέμου. Το πρόσωπό του ιδιαίτερα τραχύ, το βλέμμα του καθαρό και «ψαρωτικό», το μουστάκι του μακρύ και επιβλητικό, απέπνεε έναν αέρα εξουσίας που συμπλήρωνε το περίστροφό του που κρεμόταν με τη θήκη του στο μπροστινό, αριστερό, πλάϊ της ζώνης του παντελονιού του. Η εικόνα δεν εναρμονιζόταν στο σήμερα. Ήταν σαν να μην υπήρχε, σαν να ξεπηδούσε από ένα ιστορικό βιβλίο. Και όμως, ήταν εκεί, μπροστά μας.

Όπως, αρχικά, στην Τομοτόσολα φάνηκε και στη συνέχεια, στο λιμάνι της Αγκόνα, επιβεβαιώθηκε, τα σύνορα της Ιταλίας είναι τα καλύτερα φυλασσόμενα σύνορα όλης της Ευρωπαϊκής Επικράτειας.

Βγήκαμε από την πίσω πόρτα του σταθμού και προχωρήσαμε λίγο μέσα στο σκοτάδι. Μπροστά μας εκτεινόταν σκοτεινή και ήσυχη η επαρχιακή πόλη. Αφουγκραστήκαμε. Δεν ακούγαμε παρά τα βήματά μας και τις ανάσες μας. Η πόλη κοιμόταν. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή, δεν κινιόταν αυτοκίνητο, δεν υπήρχε ανοικτό μπαρ? ταβέρνα ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο θα μπορούσε στη μία τη νύχτα.

Μοναδικά δείγματα ότι η πόλη ήταν ζωντανή, η μυρωδιά από έναν φούρνο που φούρνιζε το ψωμί της επομένης, μια φιγούρα πίσω από ένα φωτισμένο παράθυρο και η καραμπινιερία, επίσης φωτισμένη αλλά νεκρή από οποιαδήποτε κίνηση καραμπινιέρου ή άλλου. Μετά από αυτήν τη σύντομη περιήγηση στην κοιμισμένη πόλη γυρίσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό.

Τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα από το χειρότερο σενάριο που είχαμε φανταστεί για τη διαμονή μας σε αυτόν. Πρώτον, δεν ήμασταν μόνοι. Το πρωινό τραίνο θα περίμεναν μαζί με εμάς τέσσερις καθηγητές και έξι μαθητές Λυκείου της Θεσσαλονίκης που είχαν «αποκλειστεί» στη Στοκχόλμη και ένα ζευγάρι Γερμανών που επεδίωκε να φτάσει σπίτι του, στη Νίκαια της Γαλλίας.

Δεύτερον, ο σταθμός δεν ήταν κλειδωμένος και μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον μοναδικό διάδρομό του για να διανυκτερεύσουμε και να προφυλαχθούμε από το κρύο. Δεν υπήρχαν καθίσματα για να καθίσουμε.Μεταφέραμε κάτι πλαστικές καρέκλες από μια διπλανή τζελατερία και καθίσαμε γύρω-γύρω. Οι ώρες περνούσαν δύσκολα. Ήμασταν άυπνοι, είχαμε ήδη κλείσει σιδηροδρομικό ταξίδι δώδεκα ωρών. Συστηθήκαμε, συζητήσαμε, ανταλλάξαμε τις πρόσφατες ταξιδιωτικές μας εμπειρίες. Ήπιαμε ουίσκι, φάγαμε σοκολάτα, βγήκαμε και πάλι στην πόλη, καπνίσαμε ένα τσιγάρο, επιστρέψαμε στις καρέκλες μας.Άρχισα να κουράζομαι. Ένιωθα ότι δεν θα καταφέρω, δίχως ύπνο, μέχρι το ξημέρωμα. Οι μαθητές και οι καθηγητές του Λυκείου της Θεσσαλονίκης με έβγαλαν από την δύσκολη θέση. Τράβηξαν την προσοχή μου και γέμισαν την ώρα μέχρι το ξημέρωμα. Τουςπαρακολουθούσα να παίζουν «παντομίμα»! Ένα ακόμη εφηβικό στοιχείο, αντιπροσωπευτικότης διαδρομής στην οποία μας είχε οδηγήσει τα ηφαιστειακό σύννεφο.

2η ημέρα

Τα πιο δύσκολα ήρθαν το ξημέρωμα, στις πέντε, όταν στο σταθμό κατέφθασε ο συρμός που θα μας πήγαινε στο Μιλάνο. Αντικρύζοντάς τον στην αποβάθρα, κουρασμένοι και άυπνοι όπως ήμασταν, δεν μπορέσαμε παρά να βάλουμε τρανταχτά γέλια. Ήταν αρκετών δεκαετιών, από αυτά που χρόνια πριν διέσχιζαν τις χώρες της Ευρώπης. Το γνωστό σε νέους και φοιτητές Interail. Το σίγουρο είναι ότι ελπίζαμε σε κάτι καλύτερο. Άλλωστε θέλαμε τόσο πολύ να κοιμηθούμε κάπου άνετα και ζεστά. Η επιθυμία μας δεν ευοδώθηκε. Το τραίνο κρύο, έμπαζε από παντού. Τα καθίσματά του ταλαιπωρημένα, καθόλου βολικά για ύπνο.Παρόλα αυτά δεν είχαμε άλλο περιθώριο. Έπρεπε να κλείσουμε τα μάτια μας. Βάλαμε τις κουκούλες μας να ζεσταθούμε, τα γυαλιά ηλίου για να αποκλείσουμε το λιγοστό φως, κουλουριαστήκαμε και αφεθήκαμε να κοιμηθούμε

Άρχισε να ξημερώνει, το τραίνο γέμισε με νέους και νέες που κατευθύνονταν πρωί-πρωί στο Μιλάνο. Οι φωνές τους γέμιζαν το συρμό δεν κατάφεραν όμως να τον ζεστάνουν.

Το κρύο με είχε περονιάσει και θα με ακολουθούσε και αρκετά αργότερα. Όταν πλέον βρισκόμουν σε ένα υπερσύγχρονο σιδηροδρομικό σταθμό, αυτόν του Μιλάνου, περιστοιχισμένη από φινετσάτους Ιταλούς και Ιταλίδες που φρέσκοι και ξεκούραστοι πήγαιναν στις δουλειές τους.Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το πολιτισμένο περιβάλλον ένιωθα αρκετά δύσκολα όταντο κεφάλι μου βάραινε στους ώμους μου ή ακόμα χειρότερα,στους ώμους του διπλανού μου.

Τελικά, με τα μάτια άλλοτε ανοικτά, άλλοτε κλειστά, φτάσαμε στο σταθμό της Μπολόνια. Κατεβήκαμε από τον έναν συρμό και περιμέναμε τον άλλο, τον τελευταίο από τους συνολικά έξι ο οποίος και θα μας πήγαινε στο λιμάνι τηςΑγκόνας.

Το ταξίδι από εδώ και μετά ήταν αρκετά ευχάριστο. Η θέα από το παράθυρο του τραίνου θύμισε λιγότερο Ευρώπη και περισσότερο Ελλάδα. Οι ομορφιές της Ιταλίας ξεδιπλώνονταν δεξιά-αριστερά μας. Αντιληφθήκαμε ότι ήμασταν στην τελική ευθεία της σιδηροδρομικής μας διαδρομής όταν αριστερά μας φάνηκε η Αδριατική. Μεσημέρι πια, δηλαδή σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες από την ώρα που είχαμε ξεκινήσει από τις Βρυξέλλες, βρισκόμασταν στο λιμάνι της Αγκόνας.

Δεν υπήρχε δυνατότητα να ταξιδέψουμε με το πλοίο που έφευγε στη μία και μισή. Η έρευνα είχε γίνει τηλεφωνικά από νωρίς το πρωί και η ενημέρωση έλεγε ότι δεν υπήρχε εισιτήριο ούτε για το κατάστρωμα. Επόμενη επιλογή το καράβι των τέσσερις. Δεν υπήρχε καμπίνα, ευτυχώς υπήρχαν αεροπορικές θέσεις. Ίσως καταφέρναμε να κοιμηθούμε κάποιες ώρες, ζεστά και σίγουρα δίχως τις διακοπές από τις συνεχείς ανταποκρίσεις σε σιδηροδρομικούς σταθμούς. Άλλωστε Αγκόνα – Πάτρα, μέσω Ηγουμενίτσας, είναι ταξίδι 22 ωρών. Μακρύ δεν αντιλέγω, αλλά σίγουρα στις ώρες αυτές θα μας δινόταν η ευκαιρία του ύπνου, όπως και μας δόθηκε τελικά.

Η ουρά έξω από το καράβι, περίπου δύο ώρες πριν την αναχώρησή του ήταν τέτοια που είπαμε πως θα «βουλιάξει». Τελικά η εικόνα μέσα στο πλοίο ήταν πολύ διαφορετική. Το ταξίδι ήταν άνετο, ο κόσμος κανονικός σε αριθμό, ο καιρός υπέροχος, η μέρα ηλιόλουστη, η θάλασσα ήρεμη, έπνεαν το πολύ 2-3 μποφόρ.

Το μόνο «ανάρμοστο» στην ειδυλλιακή, ξέγνοιαστη καλοκαιρινή εικόνα του πλοίου της επιστροφής ένας φουκαράς Αφγανός. Κλειδωμένος πίσω από μια πόρτα ζητούσε φαί. Όπως πληροφορηθήκαμε, ήταν σύλληψη των καραμπινιέρων. Όπως μας εξήγησαν, η τακτική των καραμπινιέρων είναι να ανεβαίνουν στο πλοίο στην Αγκόνα, πριν αποβιβαστούν οι επιβάτες που έρχονται από Πάτρα ή Ηγουμενίτσα. Έχουν μάλιστα μαζί τους και ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους. Ο Αφγανός λαθρομετανάστης εντοπίστηκε κάτω από ένα φορτηγό. Η κρυψώνα τους ήταν αποτελεσματική στη Ελλάδα αλλά όχι και στην Ιταλία.

Ακολούθησεμια ώρα ύπνος, στις αεροπορικές θέσεις. Αμέσως μετά η εικόνα είχε μεταστραφεί. Ήταν σαν να πηγαίναμε διακοπές σε ελληνικό νησί, με την αντίστοιχη καλή διάθεση. Καθίσαμε στο κατάστρωμα, δεξιά μας ο ήλιος κοντοζύγωνε να βυθιστεί στην Αδριατική. Λίγα κρητικά προϊόντα όπως ντάκος, γραβιέρα, χωριάτικη σαλάτα και μοναστηριακό κρασί μας συνόδεψαν σε ένα πραγματικά απολαυστικό ηλιοβασίλεμα που ήταν η μεγάλη ανταπόδοση στην ταλαιπωρία που ήδη είχαμε υποστεί.

3η ημέρα

Πήγαμε νωρίς για ύπνο, ξυπνήσαμε ξημερώματα, όταν τα μεγάφωνα εξήγγειλαν ότι μπαίναμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Δεν κουνήθηκε κανείς μας. Χρειαζόμασταν κι άλλον ύπνο. Σηκωθήκαμε μόνο όταν ακούσαμε ότι σε λίγο θα έκλεινε το εστιατόριο και θα χάναμε τη δυνατότητα ενός καλού πρωινού. Οι ανάγκες σε ύπνο είχαν καλυφθεί, έπρεπε να σπεύσουμε στο εστιατόριο.

Ήταν όμορφα. Τρώγαμε, πίναμε και τα βλέμματα χανόντουσαν στο βάθος του Ιονίου, στεριά πουθενά. Αργότερα περάσαμε ανάμεσα Λευκάδα και Κεφαλονιά. Λίγο πιο μετά και αφού αφήσαμε αριστερά μας τις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας, είδαμε μπροστά μας την Πάτρα.

Είχαμε ήδη κλείσει ταξίδι 50 ωρών όταν πατήσαμε στο λιμάνι. Οι επόμενες τρεις ώρες μέχρι την Αθήνα, με πούλμαν, ήταν ένα καλό διάστημα για ομαλή προσαρμογή. Πλέον δεν βιαζόμασταν. Είχαμε επιστρέψει. Σεχρόνο πολλαπλάσιο από τον αεροπορικό. Σαρανταεφτά ώρες επιπλέον. Κέρδος; Χασούρα; Όπως το πάρει κανείς.

Ήταν δύσκολα αλλά και μοναδικά, εφηβικά! Το νοσταλγώ, ήδη!