ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΥΜΕΝΟΣ από τη νόσο του Χάνσεν- και τυπικά από το 1980, οπότε πήρε και το εξιτήριο από το νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας-, «εξιτηριούχος», όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Μνήμες από τον Αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας», που κυκλοφορεί από χέρι φίλου σε φίλο εδώ και μερικούς μήνες. Οι μηχανές
αναζήτησης του Διαδικτύου εντοπίζουν εύκολα πια τον Μανώλη Φουντουλάκη, 87 ετών, ίσως επειδή πρώτη το έκανε η διάσημη (από «Το Νησί») βρετανίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, της οποίας το βιβλίο προλογίζει στην ελληνική έκδοσή του. Σήμερα, που το παγκόσμιο μπεστ σέλερ γίνεται σίριαλ από το Μega και επαναφέρει τη Σπιναλόγκα και τους χανσενικούς στην επικαιρότητα, ο κ. Φουντουλάκης είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να μοιραστεί
ιστορίες και εμπειρίες από τη δοκιμασία, από μια άλλη εποχή. Τον αναζητήσαμε στον λαβύρινθο της Πάνω Ελούντας. Με το δαμασμένο από την αρρώστια σώμα του να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού του και από εκεί να μας γνέφει. Εστιάζω στο φύλλο δάφνης που κοσμεί το παλιομοδίτικο πέτο του: «Από την πρώτη ανάσταση του Κυρίου» εξηγεί ευλαβικά και τείνει το χέρι του για μια θερμή χειραψία.

– Πότε νοσήσατε; «Στις 18 Φεβρουαρίου 1949, είκοσι έξι χρονών τότε, αστυφύλακας στον Πειραιά, έδειξα στον γιατρό της Αστυνομίας μια κόκκινη κηλίδα που είχα πάνω από το δεξί φρύδι… Με βάζουν σε ένα τζιπ και πάμε στο “Λοιμωδών Νόσων” στην Αγία Βαρβάρα. “Τι είναι εδώ; ” ρωτάω. “Αντιλεπρικός σταθμός” μου απαντά. Από λέπρα ήξερα, στην Κρήτη ζούσα. Είχε αρρωστήσει κι ο ξάδελφός μου, κι ένας γείτονας… Και επειδή ήξερα όλη αυτή την κατάσταση, σωριάστηκα σ΄ ένα σκαμπό και μ΄ έπιασαν τα κλάματα. Ηταν ένα παλικάρι πιο ΄κεί, συνασθενής, και μου λέει: “Μην κλαις, τώρα υπάρχουν φάρμακα, θα γίνουμε καλά”. Σκεφτόμουν τους γονείς, τη Λενιώ μου την αγαπημένη μου, το χωριό. Θα γινόμασταν “λεπρόσογο”. Εγραψα στους γονείς και- το πιο δύσκολο- στο Λενιώ, στη Νεάπολη Λασιθίου: “Εδώ τελειώνουν όλα. Κοίταξε να βρεις κάπου αλλού την τύχη σου”. Και μετά από λίγο καιρό διάβαζα στο γράμμα της: “Οπου εσύ κι εγώ μαζί. Κι εδώ στη Σπιναλόγκα κι επάνω, όπου θέλεις εσύ”. Από εκεί και ύστερα ζω με το όνειρο να ξαναβρεθώ μαζί της».

– Τους δικούς σας τους βλέπατε; «Ηρθε η μάνα μου το ΄50. Πήγα από μια πόρτα και με είδε. Απλωσε τα χέρια της μέσα από τα κάγκελα και μ΄ αγκάλιασε, κόλλησα το κεφάλι μου στα σίδερα… Το 1951 παίρνω μια άδεια έξι μηνών, καθώς οι κηλίδες είχαν εξαφανιστεί και οι εξετάσεις ήταν καθαρές. Τις άδειες τις ανανεώναμε όταν ήταν καλές οι εξετάσεις. Βρήκα δουλειά φύλακας σε μια αποθήκη του υπουργείου Δημοσίων Εργων στο Κερατσίνι και το ΄54 πήρα το Λενιώ μου και στεφανωθήκαμε στο Σεληνάρι, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της. Ο κόσμος για εμάς ήταν υπέροχος κι ας ζούσαμε φτωχικά. Η αρρώστια φαινόταν να είναι πίσω μας και η ευτυχία μπροστά μας. Κάναμε και την κόρη μας έναν χρόνο μετά, χτίσαμε σιγά σιγά το σπίτι…». – Η αρρώστια δεν είχε πει ακόμη την τελευταία κουβέντα; «Οχι. Τον Νοέμβριο του 1973 παθαίνω την υποτροπή. Χειροτέρευα μέρα με τη μέρα, ένιωθα ξανά αυτή την ντροπή. Στην κόρη μου δεν είχα πει τίποτα και είχε έρθει η ώρα να της το φανερώσω. Περίμενα να μπει στην Ιατρική, να γίνει γιατρός, για να μην είναι “η κόρη του λεπρού”, να μπορεί να το τινάξει από πάνω της». – Πώς αντέδρασε η κόρη σας όταν το έμαθε;

«Σαν γιατρός: “Αφού υπάρχει θεραπεία, μη στενοχωριέσαι”με παρηγόρησε. Αλλά εγώ βάρυνα, ήθελα να μπω στο νοσοκομείο να ποθάνω. Μέσα σε μια βδομάδα είχα παραμορφωθεί. Κοίταξα τον καθρέφτη τότε και είπα: “Ποιος είναι αυτός; Ο Μανώλης είναι;”. Δεν είχα δει τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Είχα χάσει τη μύτη μου, ντρεπόμουν να βγω έξω. Αρχές του ΄74 τα έχασα όλα: μύτη, φρύδια… Με είχε τουμπάρει η αρρώστια. Αλλά έζησα και τη νίκησα την αρρώστια. Η γυναίκα μου ερχόταν κάθε μέρα στην αρχή, μετά δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Επρεπε να φροντίσει και το κορίτσι μας. Το ΄78 η κόρη μας είναι στο τέταρτο έτος κι έχουμε χαρές, θα βγω έξω όπου να ΄ναι, αλλά ο κερατάς ο Χάρος ζήλεψε και μου πήρε τη Λενιώ μου. Ηθελα να πεθάνω αλλά είχα την κόρη μου. Από τότε έχω μπει στην “υπηρεσία” της κόρης μου: χαίρομαι με τις χαρές της, με τα παιδιά της. Δεν το βάζω κάτω, αγωνίζομαι. Αυτός είμαι, 87 χρόνια τώρα». – Το χωριό πώς αντέδρασε όταν σας είδε ξανά,με τα σημάδια της αρρώστιας;

«Κανείς τους ως τώρα δεν έχει πει βαριά κουβέντα για μένα. Ανταποδίδουν την αγάπη που τους δίνω». ——- Το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, «Το Νησί», έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ με 2.000.000 πωλήσεις, εκ των οποίων 185.000 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα (εκδόσεις Διόπτρα). Από την επόμενη τηλεοπτική σεζόν αναμένεται στο Μega η ομώνυμη σειρά σε σενάριο, διασκευή του βιβλίου, από τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου και σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Παπαδουλάκη.

Φωτογραφίες: Βastian Ρarschau «Είναι σπουδαίο να ευχαριστιέσαι με αυτό που έχεις»

Ο κ. Μ. Φουντουλάκης στην Πάνω Ελούντα με φόντο τη Σπιναλόγκα

– Η πραγματικότητα της Σπιναλόγκας ήταν πιο σκληρή φαντάζομαι από τη μυθιστορία της κυρίας Χίσλοπ.

«Πριν από το 1936, οπότε και έφτασε στο Νησί ένας φωτισμένος ασθενής,ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης,η κατάσταση ήταν τραγική.Αλλά δόθηκαν αγώνες και από μια στιγμή και μετά το Νησί δεν ήταν το κολαστήριο.Ηταν ένα χωριό εγκλείστων,με τους καλούς,τους κακούς,τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες».

– Αν δεν είχατε αρρωστήσει,πώς θα ήταν η ζωή σας; «Δεν ξέρω και δεν ήθελα ποτέ να το σκεφτώ.Διδάχτηκα από την αρρώστια μου.Ηταν ένας ασθενής στην Αγία Βαρβάρα που δεν άκουγε μήτε έβλεπε από την αρρώστια.Κι ερχόταν ο νοσοκόμος και του ΄φερνε το φαγητό και τον χτυπούσε στον ώμο,για να καταλάβει πως ήρθε η ώρα του να φάει,και τον τάιζε.Κι όταν τελείωνε το φαγητό,έλεγε σχεδόν ευτυχισμένος: “Δόξα τω Θεώ,φάγαμε και σήμερα”- είναι σπουδαίο να ευχαριστιέσαι με αυτό που έχεις».

– Νιώθετε ακόμη στιγματισμένος; «Σου είχα πει στο τηλέφωνο ότι το “Νησί” της Χίσλοπ θα βάλει τέλος στην προκατάληψη.Δεν είναι και λίγο να μιλάει κανείς για τον γάμο μιας άρρωστης με τον γιατρό της.Ομως ταφόπλακα δεν μπαίνει τελικά στην προκατάληψη.Είναι άξιος ακόμη κάποιος να με δείξει με το δάχτυλό του και να πει: “Να,αυτός είναι ο λεπρός”».