Προσαρμογές που αναμένεται να επηρεάσουν και τις συνθήκες άσκησης όλων των ιατρικών και παραϊατρικών επαγγελμάτων (γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσηλευτές, μαίες κ.λπ.) επιφέρει το προεδρικό διάταγμα του υπουργείου Παιδείας για τα επαγγελματικά δικαιώματα, το οποίο βρίσκεται ήδη για επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οπως είναι γνωστό, με το προεδρικό διάταγμα εναρμονίζεται με καθυστέρηση ετών η ελληνική νομοθεσία με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τα επαγγελματικά δικαιώματα, η αγνόηση της οποίας είχε φέρει επανειλημμένως τη χώρα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έπειτα από προσφυγές αποφοίτων ιδιωτικών κολεγίων.

Οι ελάχιστες απαιτήσεις τόσο σε επίπεδο σπουδών όσο και σε επίπεδο ειδίκευσης για τους γιατρούς αλλά και όλα τα επαγγέλματα που αφορούν τη δημόσια υγεία αναφέρονται σε έξι άρθρα και ένα ειδικό παράρτημα του προεδρικού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε με αφορμή την εκκρεμότητα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων κολεγίων, αλλά επηρεάζει πλέον συνολικά την αγορά εργασίας. Για τους γιατρούς και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία ισχύει η αρχή της αυτόματης αναγνώρισης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι κάθε κράτος της ΕΕ δείχνει εμπιστοσύνη προς τους εταίρους του και τους μηχανισμούς ελέγχου που έχουν αναπτύξει. Για τον λόγο αυτόν η Ευρωπαϊκή Ενωση ζήτησε από τα μέλη της να δηλώσουν το 2005, οπότε θεσπίστηκε η νέα οδηγία για τα επαγγελματικά δικαιώματα, ποιοι χορηγούν τα πτυχία στα εν λόγω επαγγέλματα (πανεπιστήμια κτλ.), ποιοι είναι οι ακριβείς τίτλοι που δίνονται και πώς πιστοποιούνται οι ειδικεύσεις.

Εξι χρόνια εκπαίδευσης θεωρούνται η βασική ιατρική εκπαίδευση σε όλες τις χώρες της ΕΕ ή 5.500 ώρες θεωρητικής και πρακτικής εργασίας. Ακολουθούν βέβαια τα επιπλέον χρόνια για κάθε ειδικότητα πριν από τη «νομιμοποίηση» των γιατρών. Ωστόσο σε ειδικότητες όπως οι αναισθησιολόγοι σε κάποιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούνται μόνο τρία χρόνια ειδικότητας, όταν στη χώρα μας απαιτούνται τέσσερα. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει στο μέλλον να αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα ενός αναισθησιολόγου που έχει εργαστεί νομίμως στη χώρα του, παρ΄ ότι έχει κάνει έναν χρόνο ειδικότητας λιγότερο από εκείνον που απαιτείται στην Ελλάδα. Για τους χειρουργούς απαιτούνται πέντε χρόνια ειδίκευσης.

Στο ειδικό παράρτημα (V) του προεδρικού διατάγματος αναφέρονται τα ελάχιστα όρια εκπαίδευσης των γιατρών ανά χώρα, καθώς και οι φορείς σε κάθε χώρα που πιστοποιούν τελικά τους τίτλους εκπαίδευσης του ειδικευμένου γιατρού. Στη χώρα μας το κάνει σήμερα η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, ύστερα από σχετικές εξετάσεις των υποψηφίων. Στην Ισπανία η ειδίκευση του αναισθησιολόγου δίδεται από το υπουργείο Παιδείας, ενώ στη Γαλλία από τα ίδια τα πανεπιστήμια.

Οπως αναφέρεται στο άρθρο 21 του προεδρικού διατάγματος, «αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης γιατρού που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπευθύνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου και φαρμακοποιού, οι οποίοι εμφαίνονται στο ειδικό παράρτημα εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 44 και 46 (σ.σ.: στα άρθρα αυτά γίνεται λεπτομερής αναφορά στις σπουδές που απαιτούνται ανά χώρα) και παρέχεται σε αυτούς η ίδια ισχύς, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται στην Ελλάδα». Στο προεδρικό διάταγμα προβλέπεται ότι οι εν λόγω τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να έχουν χορηγηθεί από τους αρμόδιους φορείς των κρατών-μελών και να συνοδεύονται, ενδεχομένως, από τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο Παράρτημα V. Σ το άρθρο 24, για τη βασική ιατρική εκπαίδευση αναφέρονται τα παρακάτω: «Η εισαγωγή στη βασική ιατρική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για τις συγκεκριμένες αυτές σπουδές. Η βασική ιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον έξι έτη σπουδών ή 5.500 ώρες θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης που πραγματοποιείται εντός ή υπό τη εποπτεία του πανεπιστημίου».

Η βασική ιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:

α) Γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η Ιατρική.

β) Γνώσεις της διάρθρωσης των λειτουργιών και της συμπεριφοράς του ανθρώπινου οργανισμού, υγιούς ή ασθενούς.

γ) Γνώσεις των κλινικών θεμάτων και της κλινικής πρακτικής.

δ) Κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.

«Στο κείμενο του προεδρικού διατάγματοςεπαναλαμβάνονται αυτολεξεί όλες οι προβλέψεις της οδηγίας 36/2005, και ιδιαίτερα αυτές της παρ. 3 του άρθρου 50, με βάση τις οποίες ο τόπος σπουδών δεν αποτελεί εμπόδιο στην αναγνώριση» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Κολεγίων κ. Κ. Καρκανιάς. Και συνεχίζει: «Ελπίζουμε βεβαίωςότι αυτό το ΠΔθα εφαρμοστεί πραγματικά, έτσι ώστε να σταματήσει η αδικία η οποία γίνεται επί 20 χρόνια στους χιλιάδες αποφοίτους μας, οι οποίοι έχουν λάβει πανεπιστημιακά πτυχία που αναγνωρίζονται σε όλον τον κόσμο. Ελπίζουμε, τέλος, να μη χρειαστεί ούτε εμείς ούτε οι απόφοιτοί μας ούτε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να στραφούμε εναντίον της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο» .