Σε «αιφνίδιο και ακραίο γεωλογικό φαινόμενο» αποδίδει η ανάδοχος κοινοπραξία την κατάπτωση βράχων στην περιοχή των Τεμπών που έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 2009 και είχε ως αποτέλεσμα να κοπεί η Ελλάδα στα δύο με το κλείσιμο της εθνικής οδού στο σημείο αυτό. Επιπλέον η κατασκευάστρια κοινοπραξία υποστηρίζει ότι η κατάπτωση των βράχων δεν οφείλεται στις εργασίες ανατίναξης για τη διάνοιξη των οδικών σηράγγων, ενώ σε άλλο σημείο της ανακοίνωσής της παραδέχεται ότι δεν εφαρμόστηκε η εγκεκριμένη μελέτη προστασίας από πτώσεις βράχων, ενώ υποστηρίζει ότι και αυτό να είχε γίνει το ακραίο φαινόμενο δεν θα είχε αποτραπεί.

Τις επόμενες ημέρες η κατασκευάστρια κοινοπραξία θα είναι σε θέση να ανακοινώσει πότε θα δοθεί στην κυκλοφορία το πέρασμα των Τεμπών με αποδεκτό επίπεδο ασφαλείας. Ωστόσο, αναφέρει, μόνο με την κατασκευή και λειτουργία των σηράγγων του έργου θα εξασφαλιστούν συνθήκες απόλυτης ασφαλείας της κυκλοφορίας. Αυτά ανακοινώθηκαν χθες από την εταιρεία Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου ΑΕ και την κοινοπραξία κατασκευής του έργου σχετικά με τον αποκλεισμό της Κοιλάδας των Τεμπών. Στην ανακοίνωση υπογραμμίζεται ότι τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν και από τις εκθέσεις τόσο των εμπειρογνωμόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Κεντρικού Γεωλογικού πιμελητηρίου της Ελλάδος όσο και της ομάδας των εμπειρογνωμόνων που συνεκάλεσε άμεσα η ίδια η εταιρεία Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου ΑΕ.

Ωστόσο υπενθυμίζεται ότι στο προκαταρκτικό πόρισμα της επιτροπής ειδικών επιστημόνων που συγκρότησε το ΤΕΕ σε συνεργασία με το ΕΜΠ τονιζόταν ότι για την κατάπτωση των βράχων στα Τέμπη σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι ιδιαίτερα υψηλές και παρατεταμένες βροχοπτώσεις, ενώ βάσει των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί (και οι οποίες θα ελεχθούν) οι μετρήσεις των δονήσεων του βράχου σε απόσταση 150 μέτρων περίπου από τη θέση των εκρήξεων για τη διάνοιξη της σήραγγας έδωσαν πολύ μικρές (ασήμαντες) τιμές που μάλλον δεν συνέβαλαν στη δημιουργία του προβλήματος.

Επίσης στο πόρισμα του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Κεντρικής Ελλάδος οι καταπτώσεις στην Κοιλάδα των Τεμπών αποδίδονταν στη συνύπαρξη πολλών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται τόσο με τις γεωλογικές, γεωτεχνικές και μορφολογικές συνθήκες όσο και με τις περιβαλλοντικές συνθήκες και ανθρώπινες παρεμβάσεις και δραστηριότητες, όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά.

Πάντως στην ανακοίνωση της εταιρείας Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου ΑΕ και της κοινοπραξίας κατασκευής του έργου αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη κατάπτωση υπερβολικά μεγάλου όγκου βραχωδών μαζών, που στοίχισε τη ζωή στον τεχνικό διευθυντή του έργου, ήταν «αιφνίδιο και ακραίο γεωλογικό φαινόμενο της συγκεκριμένης περιοχής των Τεμπών και δεν οφείλεται στις εργασίες ανατίναξης για τη διάνοιξη των σηράγγων».

Μ άλιστα σημειώνεται ότι τα δύο αυτά συμπεράσματα των εκθέσεων των εμπειρογνωμόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Κεντρικού Γεωλογικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος όσο και της ομάδας των εμπειρογνωμόνων που συνεκάλεσε άμεσα η ίδια η εταιρεία Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου ΑΕ προκύπτουν και από τις μετρήσεις των εγκατεστημένων δονησιογράφων και ρωγμημέτρων στην Κοιλάδα των Τεμπών, οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι δονήσεις από διερχόμενα φορτηγά και αεροπλάνα της Πολεμικής Αεροπορίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από αυτές που προκαλούνται από τις εργασίες διάνοιξης των σηράγγων και οι οποίες εκτελούνται σε απόσταση περίπου 900 μέτρων από το σημείο όπου έγινε η κατάπτωση.

Από την κοινοπραξία δευκρινίζεται ότι δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθούν οι συνέπειες του ακραίου αυτού γεωλογικού φαινομένου αφού ο όγκος των βράχων που κατέπεσαν καθώς και το ύψος από το οποίο έγινε η πτώση των βράχων ξεπερνούν κατά πολύ τις διεθνείς αλλά και τις εν Ελλάδι προδιαγραφές και τα όρια σχεδιασμού αντίστοιχων έργων.

Ετσι, λοιπόν, ακόμη και αν δεν υπήρχαν περιβαλλοντικά ζητήματα και είχε επιτραπεί στην κατασκευάστρια κοινοπραξία η εφαρμογή της εγκεκριμένης από τον ανεξάρτητο μηχανικό και την Εγνατία οδό μελέτης προστασίας από πτώσεις βράχων, το ακραίο αυτό φαινόμενο θα είχε παρουσιαστεί.