Ερχονται από τη Λάρισα και είναι οι πρώτοι που φτάνουν στο δάσος μόλις σβήσει η φωτιά. Μουντζουρωμένοι από την κορυφή μέχρι τα νύχια, οι υλοτόμοι που «επιστρατεύονται» για να κατασκευάσουν αντιπλημμυρικά έργα στην καμένη γη σκιαγραφούν μέσα από τις ιστορίες τους ένα παραγνωρισμένο επάγγελμα.

Η ώρα κοντεύει 6.00, και όμως ακόμη δεν έχει φωτίσει. Από τις σιλουέτες των αγροτικών που διαγράφονται καταλαβαίνουμε προς τα πού να κατευθυνθούμε. «Στην πύλη που θα δείτε μπείτε μέσα» μας είχαν πει, εννοώντας τη μεγάλη είσοδο του περιφραγμένου οικοπέδου πάνω ακριβώς από τη λίμνη του Μαραθώνα, λίγο πριν από το φράγμα. Τα τρία αγροτικά παρκάρουν το ένα δίπλα στο άλλο. Οι άντρες «ξεβράζονται» από τις κουκουλωμένες καρότσες. Αλλοι βγάζουν τα αλυσοπρίονα, άλλοι τις βενζίνες, άλλοι… το σέικερ για φραπέ! «Εεεε, Μπεμπήηηη» καλημερίζει ο Τάκης με γνήσια λαρισιώτικη προφορά το λευκό τους άλογο, που είναι αγουροξυπνημένο για να κάνει σούζες. Είναι δεμένο δίπλα στο μουλάρι, την Τζέπα. Και τα δύο θα πιάσουν δουλειά, αλλά πρώτα… «τα σανά τους»!

Μόλις γνωρίσαμε μερικά από τα περίπου 100 μέλη της ομάδας υλοτόμων από τη Λάρισα – του Μπέμπη συμπεριλαμβανομένου. Στην πλειονότητά τους κατάγονται από το Λιβάδι Ελασσόνας και είναι μέλη του Δασικού – Αγροτικού Συνεταιρισμού Λιβαδίου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, λίγο μετά τις φωτιές, άφησαν τα 1.200 μέτρα υψόμετρο – «στην πλατεία, γιατί σπίτια έχουμε και παραπάνω» – και κατέβηκαν στη Βορειοανατολική Αττική, να σώσουν ό,τι απέμεινε. Είναι αυτοί που, παρέα με τους υλοτόμους από τη Χαλκιδική, κατασκευάζουν κορμοδέματα (εμπόδια από κορμούς που συγκρατούν χώματα και καρπούς) και κορμοφράγματα (που μειώνουν την ταχύτητα των βρόχινων νερών) έπειτα από κάθε φωτιά. Και πού δεν έχουν πάει! Για όποια πρόσφατη φωτιά θυμάμαι, έχουν και από μία ιστορία ο καθένας. Πότε τους «αρπάζουν» με C-130 και τους πηγαίνουν να σβήσουν φωτιές και πότε τους «αμολούν» στα δάση, παρέα με τα αλυσοπρίονά τους, να κάνουν αυτό που ξέρουν.

Τα ρούχα τους, αν και φρεσκοπλυμένα, είναι μέσα στη μαυρίλα. «Και πού να μας δεις μόλις τελειώσουμε. Αν δεν χαμογελάσουμε, δεν φαίνεται μούρη στο σκοτάδι» λέει ο Λιας, εν μέσω πειραγμάτων από τους υπόλοιπους. «Λοιπόν, άιντα, να δουλέψουμε τώρα» βάζει φρένο ο Τάκης και μοιράζει περιοχές. «Εσείς κατεβαίνετε στη λίμνη, οι υπόλοιποι δουλεύετε εδώ πάνω» λέει και ξεκινάει να κατηφορίζει με το αγροτικό του τον απότομο γκρεμό. «Οσο για σας» μας απευθύνεται και παγώνουμε – «εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια μάστορα». «Επειδή δεν ξέρετε κι από γκρεμίδια όμως, αν θέλετε να κατεβείτε κάτω, να πάτε γύρω γύρω».

Μένουμε στην πλαγιά. Ο Μπέμπης λύνεται και όλοι μαζί μπαίνουμε στο δάσος – στην καρβουνιασμένη ανάμνησή του δηλαδή. Ο ήλιος αρχίζει να ανεβαίνει ροδοκόκκινος. Τα αλυσοπρίονα παίρνουν μπρος. Κόβουν σφήνες χαμηλά στον κορμό και ύστερα συνεχίζουν να κόβουν από την αντίθετη πλευρά ώσπου το δέντρο πέφτει. «Να κοιτάτε και πάνω, μη σας έρθει τίποτα στο κεφάλι» λέει ο Λιας, που πριονίζει ένα μεγάλο και παχύ μέρος του πεσμένου κορμού, το τοποθετεί πάνω στη βάση του πεύκου που απέμεινε στη γη και αρχίζει κάθετες και οριζόντιες τομές. Και ύστερα στις άκρες μερικές εγκάρσιες. Με αυτή τη λεπτοδουλειά προκύπτουν τα πασαλάκια, οι σφήνες δηλαδή που καρφώνονται στη γη για να συγκρατούν τους κορμούς να μην κυλήσουν. Είναι εντυπωσιακή η δεξιοτεχνία με την οποία χειρίζονται τα πριόνια τους. Οι άνθρωποι αυτοί γεννιούνται και ζουν μέσα στα δάση και η δουλειά αυτή περνάει από πατέρα σε γιο. Τα αγαπούν τα δάση και αντιδρούν όταν τους ρωτώ αν περιμένουν φωτιά για να δουν άσπρη μέρα. «Με τη φωτιά θα δουλέψουμε έναν μήνα καλά. Μετά όμως; Και νομίζεις ότι είναι ωραίο να δουλεύεις μες στη μουντζούρα; Το δάσος είναι η ζωή μας, είναι και η δουλειά μας. Εμείς κόβουμε ξύλα στο χωριό όλον τον χρόνο για ατομικές ανάγκες. Και τώρα που κάηκαν τόσα δάση, φτάνουμε, ως χώρα, να εισάγουμε ξύλα από τη Βουλγαρία. Ολες οι μάντρες γέμισαν με δαύτα» λέει ο Στέφος.

Η ώρα περνάει με την υπέροχη μυρωδιά του πριονιδιού. Χαζεύω τις κινήσεις τους. Δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες – δεν θα ακούγονταν κιόλας από τον θόρυβο. Ο καθένας ξέρει τη δουλειά του. Και ο Μπέμπης τη δική του. Σέρνει κορμούς υπό τις οδηγίες του Λεωνίδα: «Μία ρε, μία ρε» του λέει, και εκείνος κόβει τα βήματά του. Σε κάθε «μία» του Λεωνίδα προχωράει και ένα βήμα. Ωσπου να «κουμπώσει» τον έναν κορμό πλάι στον άλλον.

Οι υλοτόμοι αμείβονται με βάση τα μέτρα που βγάζουν την ημέρα, δηλαδή το μήκος των κορμών όταν τοποθετούνται στην ευθεία. Οι τιμές για εφέτος δεν έχουν καθοριστεί, αλλά υπολογίζονται γύρω στα 5 ευρώ το μέτρο. Και σε μια καλή περιοχή όπως αυτή, που αν και πλαγιά δεν είναι απόκρημνη (για τα δεδομένα τους τουλάχιστον), μπορούν να βγάλουν ως και 60 μέτρα την ημέρα. Τώρα όμως πήγε 1.00 και είναι ώρα για διάλειμμα. Ως τις 2.00 θα φάνε, θα ξαπλώσουν λιγάκι να ξεκουραστούν, ίσως και να ψιλοκοιμηθούν. Και ύστερα πάλι δουλειά μέχρι να νυχτώσει.

Για τον καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμιο Λέκκα όχι μόνο υπάρχει λόγος να γίνουν τα έργα, αλλά υπάρχουν και σοβαροί λόγοι ανησυχίας για τους κατοίκους της Αττικής: «Από τη μεριά του Μαραθώνα έχουμε μια μεγάλη υδρολογική λεκάνη που, αν σημειωθούν υψηλές βροχοπτώσεις, εκφορτίζεται στα όρια της πόλης του Μαραθώνα. Και εκεί υπάρχει ο μεγαλύτερος κίνδυνος». Η μεγαλύτερη ωστόσο ανησυχία του εκφράζεται σε ό,τι έχει να κάνει με τη σωστή μελέτη πριν από την εκπόνηση των έργων εκ μέρους του ΥΠΕΧΩΔΕ. «Με τα έργα τα οποία έχει εξαγγείλει το ΥΠΕΧΩΔΕ και γίνονται αυτή τη στιγμή υπάρχουν οι εξής κίνδυνοι: κατ’ αρχάς να γίνουν πρώτα τα έργα βιτρίνας, αυτά που φαίνονται δηλαδή από την Εθνική οδό και τους κύριους οδικούς άξονες και, δεύτερον, η αστοχία τους, καθώς στις μελέτες του υπουργείου δεν ενσωματώνονται νέα δεδομένα από τα – δυστυχώς πολλά – που έχουμε τον τελευταίο καιρό. Τα ποσοστά αστοχίας στην Ολυμπία, στην Ηλεία και στην Πάρνηθα έφτασαν από 50% ως και 70%» δηλώνει ο καθηγητής.

Είναι λίγο μετά τις 7.00 το απόγευμα και οι υλοτόμοι επιστρέφουν κατάμαυροι στις κατασκηνώσεις του υπουργείου στη Μαλακάσα. Τους ακολουθούμε, αλλά ο σεκιούριτι στην είσοδο μας ζητά να αποχωρήσουμε. «Ε, βέβαια, και σας διώχνουν. Δεν τους συμφέρει να δείξουν την κατάσταση» μας λένε και έρχονται να μας συναντήσουν στην πλατεία της Μαλακάσας. «Το είπα στο αφτί του Σουφλιά που είχε έρθει προ ημερών επίσκεψη στα καμένα. “Δεν έχουμε ζεστό νερό να πλυθούμε, υπουργέ”». Από το βλέμμα μου μάλλον καταλαβαίνει την ερώτηση και απαντά μόνος του: «Το άκουσε. Μου είπε ότι θα στείλει ηλεκτρολόγους. Μα, οι θερμοσίφωνες είναι συνδεδεμένοι. Νερό δεν έχουμε» λέει ο 53χρονος Γιάννης Γκούμας. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι τα λεφτά που ακόμη τους χρωστούν από τις περυσινές φωτιές στη Ρόδο. «Αφησαν 300 οικογένειες στον αέρα. Βάλαμε κάνα πεντοχίλιαρο ο καθένας μας να πάμε και δεν πήραμε ακόμη δεκάρα. Δανειζόμαστε από τους συγχωριανούς. Να δουλεύεις από τις 5.00 το πρωί μέχρι τη νύχτα και να ντρέπεσαι να βγεις στην πλατεία του χωριού για τα δανεικά που δεν επέστρεψες» αγανακτά ο 40χρονος Κώστας Κρατσιώτης. Ωστόσο, όπως κάθε Λαρισαίος που σέβεται τον εαυτό του, λίγο προτού σκάσει από το κακό του, βγάζει την μποτίλια με το τσίπουρο και σβήνει με γλυκάνισο ό,τι δεν θέλει να θυμάται. Το πρωί, άλλωστε, το βιολογικό ξυπνητήρι στις κουκέτες του λόχου θα χτυπήσει και πάλι στις 5.00.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 468, σελ. 40-45, 04/10/2009.