Η διάβρωση του κοινωνικού και πολιτικού ιστού της χώρας ίσως να μην καταδεικνύεται τόσο από τα μεγάλα και καυτά ζητήματα, όπως η αλλαγή του προσωπικού της Αντιτρομοκρατικής και του ΣΔΟΕ, αλλά από τα μικρά και αθόρυβα. Από τους θεσμούς που χαρακτηρίζονται από διάρκεια και που θα έπρεπε να είναι πάνω από τις σκοπιμότητες και πέρα από τις πελατειακές σχέσεις. Από θεσμούς που έχουν δημιουργηθεί για να διαφυλάσσουν τη συλλογική μνήμη και τη συνέχεια του έθνους και που σήμερα είναι θύματα της πιο θαυμαστής «ασυνέχειας» και της ακόμη πιο θαυματουργής «πελατειακής νοοτροπίας». Θεσμοί που δεν έχουν πολιτική σημασία έγιναν το όχημα ρουσφετιών και μικροεξυπηρετήσεων χωρίς νόημα. Αναφέρομαι στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στις δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας!

Η Εθνική Βιβλιοθήκη απέκτησε το καλοκαίρι του 2003 νέα νομοθεσία, η οποία την καθιστούσε ένα αυτοδύναμο νομικό πρόσωπο με σκοπό τη «διατήρηση της γραπτής κληρονομιάς του έθνους», με καθοδηγητικό ρόλο για τις βιβλιοθήκες της χώρας, με τις προοπτικές για την ψηφιακή εποχή και τη δυνατότητα διεθνούς παρουσίας και ενός σύγχρονου προσώπου. Αποτελούσε τη βάση για ανάπτυξη, αλλά… Στον διοικητικό τομέα: δεν κατάφερε να αποκτήσει «οργανισμό»- που αποτελεί φυσική συνέχεια του νόμου- λόγω της αλλαγής της κυβέρνησης και των διαδικασιών έγκρισης του οργανισμού από τον σύλλογο εργαζομένων. Παρά το γεγονός ότι τον Μάρτιο του 2004 ο οργανισμός ήταν έτοιμος και υπογεγραμμένος από τον υπουργό Παιδείας, αμέσως μετά τις εκλογές… χάθηκε και ουδέποτε ολοκληρώθηκε η διαδικασία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη να λειτουργεί χωρίς ουσιαστικό και τυπικό οργανωτικό σχήμα, να μην υπάρχει ανάθεση ή ακόμη και περιγραφή καθηκόντων και οι εσωτερικές διοικητικές αποφάσεις να μην έχουν ισχύ. Αυτή ακριβώς είναι η «ασυνέχεια» του κράτους.

Η Εθνική Βιβλιοθήκη εξακολουθεί να είναι ακέφαλη, χωρίς διευθυντή, από το 2004. Ηταν ακέφαλη για πάνω από 10 χρόνια πριν από το 2001. Το 2001 με ειδική διάταξη επελέγη διευθυντής, ο οποίος υπηρέτησε μέχρι τη λήξη της θητείας του, το τέλος του 2004, και η θέση δεν ξαναπροκηρύχθηκε. Η Εθνική Βιβλιοθήκη ουσιαστικά δεν διοικείται, αλλά είναι έρμαιο περιστασιακών αποφάσεων, συνήθως σπασμωδικών.

Στον τομέα του προσωπικού: η νομοθεσία του 2003 προβλέπει τη στελέχωση της Εθνικής Βιβλιοθήκης με περίπου 150 άτομα ειδικευμένο προσωπικό, κατά κύριο λόγο βιβλιοθηκονόμους, πληροφορικούς, διοικητικούς υπαλλήλους, κτλ. Είχε γίνει μια πρώτη αρχή με την πρόσληψη μόλις τριών βιβλιοθηκονόμων το 2003. Δεν συνεχίστηκε όμως. Αποτέλεσμα, σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη να έχει ακόμη λιγότερο προσωπικό, καθώς μεσολάβησαν συνταξιοδοτήσεις, μετατάξεις σε άλλους φορείς κτλ. Το μόνιμο προσωπικό δεν ξεπερνά τα 65 άτομα. Κατά συνέπεια, ουσιαστικές λειτουργίες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπως η παραγωγή της Εθνικής Βιβλιογραφίας, οι κατάλογοι, οι υπηρεσίες στο κοινό και η εν γένει παρουσία της, να καρκινοβατούν ή να μη γίνεται καθόλου. Λύση στο πρόβλημα φαίνεται να αναζητήθηκε στο Stage. Ετσι φαίνεται να προσλήφθηκαν 72 άτομα, οι ειδικότητες των οποίων κυμαίνονται από φυσικοί, θεατρολόγοι, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι ως και ένας ταξιτζής. Από το σύνολο των ατόμων αυτών μόνο ένας είναι βιβλιοθηκονόμος και είναι με τις διατάξεις των ΑΜΕΑ και κανένας πληροφορικός. Το Stage είναι μαθητεία και εφαρμογή γνώσεων που έχουν ήδη αποκτηθεί και ο κάθε εκπαιδευόμενος πάει στον τομέα του με στόχο την απόκτηση εμπειριών. Τι θα τους κάνει η Εθνική Βιβλιοθήκη αυτούς τους ανθρώπους τους οποίους προσέλαβε, μήπως αλήθεια πιστεύει ότι θα τους εκπαιδεύσει; Τα τμήματα Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης (ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης και Ιόνιο Πανεπιστήμιο) θεωρούνται προφανώς ακατάλληλα. Εξισώνονται λοιπόν κατά την άποψη των υπευθύνων τέσσερα χρόνια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με Stage έξι μηνών; Και πώς ισοπεδώνονται οι σπουδές των αποφοίτων; Ποιος ο σεβασμός της πολιτείας προς το ίδιο το εκπαιδευτικό της σύστημα; Αραγε θα αρκούσαν έξι μήνες Stage στον «Ευαγγελισμό» για να ονομαστεί κάποιος νοσηλευτής ή γιατρός;

Στον τομέα του κτιρίου: το πρόβλημα ήταν από τα κεντρικότερα. Το καλοκαίρι του 2003 επελέγη για την ανέγερση νέου κτιρίου το Στρατόπεδο Πλέσσα (στην οδό Μεσογείων) και έγινε και η σχετική παραχώρηση από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, και υπήρξε και σχετική πίστωση για την πρώτη φάση της ανέγερσής του στις δημόσιες επενδύσεις. Επίσης, είχε γίνει και όλη η διαδικασία για δάνειο από την Τράπεζα Ευρωπαϊκών Επενδύσεων. Αμέσως μετά τις εκλογές το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Υπήρχαν επίσης οι σχετικές μελέτες για τα μεγέθη και τις ιδιαιτερότητες στη χρήση του κτιρίου. Δεν γνωρίζει κανείς τι ακολούθησε, ωστόσο διαβάσαμε στις εφημερίδες για τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου και την ανέγερση της Νέας Εθνικής στο Φάληρο. Η χωροθέτηση είναι αναμφίβολα καλή, αλλά διερωτάται κανείς γιατί αυτό τον τελευταίο χρόνο η Εθνική Βιβλιοθήκη απέκτησε και άλλο ένα νέο κτίριο (εκτός από αυτό που χτίζει το Ιδρυμα Νιάρχου στο Φάληρο). Αγόρασε το ισόγειο και δύο ορόφους ενός μεγάλου κτιρίου στη λεωφόρο Αθηνών. Τι στόχο έχει αυτό όταν είναι σε μεγάλη απόσταση από όλα τα υπόλοιπα εν χρήσει κτίρια της Εθνικής; (ένα στην Αγία Παρασκευή, ένα στη Νέα Χαλκηδόνα και ένα στην Ακαδημίας) Ποια λογική έχει;

Τέλος, ανάλογη είναι και η κατάσταση στις δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας. Οι κινητές μονάδες που εξυπηρετούσαν όλη τη χώρα με τα βιβλιοαυτοκίνητα (περίπου 32 το 2004 και έφταναν σε μικρά χωριά και απομακρυσμένες περιοχές) είναι οι περισσότερες «ακίνητες» λόγω έλλειψης χρηματοδοτήσεων και προσωπικού. Το Stage που λειτούργησε και εδώ θαυματουργά περιλαμβάνει και έναν αισθητικό.

Τα σχόλια περιττεύουν.

Η κυρία Δάφνη Κυριάκη-Μάνεση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του ΤΕΙ Αθηνών.