Ο αμνός:

Προέρχεται από την Εξοδο των εβραίων. Για τους χριστιανούς αποτελεί το αληθινό Πάσχα. Είναι αυτός που θυσιάστηκε και έχυσε το αίμα του στον σταυρό.

Ψητό αρνί:

Εβραϊκό έθιμο το οποίο το βλέπουμε και στο Βυζάντιο. Τη σούβλα τη συναντάμε σε όλους τους νομαδικούς πληθυσμούς. Το συναντάμε έντονα και στους αρματολούς και κλέφτες την προεπαναστατικής Πελοποννήσου. Κόκκινα αβγά:

Σε πάρα πολλές παραδόσεις συμβολίζουν τη ζωή. Το έθιμο προέρχεται από την εποχή του Βυζαντίου. Συμβολίζει το αίμα με το οποίο άλειψαν οι εβραίοι το ανώφλι της πόρτας τους για να σωθούν από τον τιμωρό Αγγελο. Σημαίνει τη νέα δημιουργία, τη ζωή που βγαίνει μέσα από τον τάφο και την Ανάσταση. Το αίμα της θυσίας του Χριστού μεταβάλλεται σε χρώμα χαράς και ομορφιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη ρωσική γλώσσα η ίδια λέξη («κράσναγια») χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και το όμορφο και το κόκκινο.

Λαμπάδες:

Συμβολίζουν το φως, το Ανέσπερο Φως της αναστημένης παρουσίας του Χριστού το οποίο φωτίζει τους πιστούς. Χρησιμοποιήθηκαν αρχικά στις βαπτίσεις που γινόταν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τη διακαινήσιμο εβδομάδα, δηλαδή την εβδομάδα μετά την Κυριακή της Ανάστασης.

Ασπασμός της συγγνώμης:

Αρχικά υπήρχε σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά τώρα απέμεινε μόνο στη Λειτουργία της Αναστάσεως.

Τα καινούργια ρούχα:

Το έθιμο προέρχεται από τις βαπτίσεις που γίνονταν την περίοδο μετά το Πάσχα, ύστερα από μια μακρά βαπτισματική κατήχηση η οποία περιελάμβανε και νηστεία. Επίσης συμβαδίζει με τον στίχο του ψαλμού «χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον». Τα καινούργια ρούχα για τον εορτασμό του Πάσχα είναι έθιμο από τη βυζαντινή εποχή, όπως μαρτυρείται από τον στίχο των Πτωχοπροδρομικών Ποιημάτων, όπου η γυναίκα του ποιητή διαμαρτύρεται: «Δεν θα κάνω πασχαλίαν εφέτος», διότι δεν είχε καινούργια ρούχα.

Ο εορτασμός – οι έριδες

Το Αγιο Φως εκπορεύεται από τον Πανάγιο Τάφο και απλώνεται μέσα στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα

Το Πάσχα ήταν από τις πρώτες εορτές που τιμούσαν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί, οι οποίοι ήταν όλοι τους προσήλυτοι και πολλοί πρώην πιστοί της ιουδαϊκής θρησκείας, ανάμεσά τους και οι ίδιοι μαθητές του Χριστού. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια κάθε Κυριακή οι χριστιανοί γιορτάζουν το Πάσχα και κάθε φορά που τελούν τη Θεία Ευχαριστία μνημονεύουν τα Πάθη, τον σταυρικό θάνατο και την τριήμερο Ανάσταση. Κάθε Κυριακή ήταν και είναι η ημέρα της Αναστάσεως και κάθε θεία λειτουργία ήταν και είναι Πασχάλια Λειτουργία. Οι χριστιανοί τόνιζαν την Κυριακή, σε αντίθεση με το Εβραϊκό Σάββατο, και την πρώτη αναφορά της ημέρας τη συναντάμε στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και σημαίνει την «Ημέρα του Κυρίου», την ημέρα, τονίζει στο «Βήμα» ο επίκουρος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής κ.

Κωνσταντίνος Μπελέζος, του Αναστάντος Κυρίου. Είναι, προσθέτει,«η ημέρα που κατανοήθηκε από την Εκκλησία ως η όγδοη ημέρα της Δημιουργίας. Ως η πρώτη ημέρα της νέας Δημιουργίας. Πολύ νωρίς επίσης ονομάστηκε η Ημέρα του Ηλίου κατ΄ αναφοράν προς τον ήλιο της δικαιοσύνης ο οποίος είναι ο ίδιος ο Χριστός και ανέτειλε εξ Ανατολών» .

Ο ημερολογιακός καθορισμός αλλά και ο τρόπος εορτασμού του Πάσχα, τα έθιμα και οι παραδόσεις τα πρώτα χριστιανικά χρόνια αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες για την εμφάνιση διαφορών μεταξύ των κληρικών αλλά και των πιστών. «Το Πάσχα ήταν και παραμένει το κέντρο της ζωής όλης της Εκκλησίας και γύρω από την ανάμνησή του διαμορφώθηκε όλη η λειτουργική πρακτική, τα έθιμα και οι χριστιανικές παραδόσεις» επισημαίνει στο «Βήμα» ο κ. Μπελέζος.

Η πρώτη διαφορά που παρουσιάστηκε ήταν αν οι πιστοί θα έμεναν ημερολογιακά και χρονικά πιστοί στο γεγονός της Σταύρωσης και της Ανάστασης. Οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας γιόρταζαν τη 14η ημέρα του μήνα Νισσάν, οπότε και συνελήφθη και σταυρώθηκε ο Χριστός κατά τη διάρκεια του εβραϊκού Πάσχα, ανεξάρτητα από την ημέρα που έπεφτε ημερολογιακά, αν ήταν Δευτέρα ή Τρίτη, Παρασκευή ή Κυριακή. Στις άλλες Εκκλησίες της Ανατολής αλλά και στη Δύση οι χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα την Κυριακή της πανσελήνου μετά την εαρινή ισημερία και νήστευαν την Παρασκευή και το Σάββατο. Η πρώτη ένταση, οι πρώτες έριδες, επισημαίνει ο κ. Μπελέζος, έγιναν αισθητές το 150 και το 155 μ.Χ. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν αρχικά υπερκέρασε ο Αγιος Πολύκαρπος Σμύρνης και στη συνέχεια στα τέλη του 2ου αιώνα ο Επίσκοπος Λυών Αγιος Ειρηναίος. Τελικά, τονίζει ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, «επικράτησε η ελληνορωμαϊκή χριστιανική παράδοση, καθώς η μικρασιατική χαρακτηρίστηκε ιουδαΐζουσα». «Μάλιστα», προσθέτει, «σταδιακά άρχισαν να υπολογίζουν διαφορετικά και την εαρινή πανσέληνο για να μη συμπίπτει το εβραϊκό με το χριστιανικό Πάσχα».

Στη Μικρά Ασία ο Επίσκοπος Ιεραπόλεως Απολλινάριος επικαλούνταν τα όσα αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Οι οπαδοί της αντίληψης του Απολλιναρίου ακολουθούσαν ακόμη και την εβραϊκή νηστεία των Αζύμων. Αντίθετα ο Επίσκοπος Σάρδεων Μελίτων ερμήνευε τους λεγόμενους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, δηλαδή τον Μάρκο, τον Ματθαίο και τον Λουκά, και έλεγε ότι τη 14η του μήνα Νισσάν πραγματοποιήθηκε ο Μυστικός Δείπνος, το Πάθος. Και οι πιστοί αυτής της αντίληψης νήστευαν την Παρασκευή και το Σάββατο, δηλαδή τις παραμονές της Ανάστασης. «Η αντίληψη που διαμορφώθηκε τότε ήταν ότι αν μέναμε μόνο στο Πάθος, θα μέναμε στο εβραϊκό Πάσχα και τότε κινδύνευαν οι χριστιανοί από τα εβραϊκά έθιμα» λέει ο κ. Μπελέζος.

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν πάρει διαστάσεις, με τους θεολόγους να επιμένουν στην ανάγκη ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα για όλους τους χριστιανούς. Στη ρωμαϊκή πρωτεύουσα υπήρχε μεγάλη κοινότητα Μικρασιατών η οποία επέμενε να ακολουθεί τα εβραϊκά έθιμα και η Εκκλησία της Ρώμης έφθασε ακόμη και να τους αφορίσει.

Οριστικά το Πάσχα αποφασίστηκε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας με τα ημερολογιακά δεδομένα που ίσχυαν τότε κατά τη διάρκεια της ΑΔΟικουμενικής Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και στην οποία συμμετείχαν 300 Επίσκοποι.

Η Ανάσταση για τους χριστιανούς, επισημαίνει στο «Βήμα» ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Κ. Μπελέζος, «είναι ένα γεγονός προσωπικής ελευθερίας και ελευθερίας της φύσης από τα δεσμά της κακίας και του θανάτου». «Στις ορθόδοξες εικόνες», προσθέτει, «βλέπουμε την απελευθέρωση με την εις Αδου Κάθοδον του Χριστού, δείχνοντας ότι με την Ανάσταση η ανθρωπότητα ξαναβρίσκει τον αρχηγό της. Μορφοποιεί, σωματοποιεί την ελπίδα ενός νέου κόσμου, μιας νέας ανθρωπότητας, ενός αναστημένου και μεταμορφωμένου κόσμου. Ενώ στη Δύση έχει επικρατήσει να εμφανίζεται εξερχόμενος νικητής από τον θάνατο με μία σημαία. Σαν να νίκησε ο ίδιος προσωπικά τον θάνατο».