1. Χρειάζεται;
Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία έχουν αποκτήσει στη χώρα μας κακό όνομα, εν μέρει ίσως δικαιολογημένα. Διότι συνήθως δεν είναι προϊόντα ευρύτερου σοβαρού διαλόγου, αλλά προέρχονται είτε από κομματικές θέσεις, είτε από πρωτοβουλίες υπουργών Παιδείας με τη συνεργασία κάποιων έμπιστων συνεργατών τους. Με εξαίρεση τον Διάλογο για την Παιδεία- διευρυμένο, απροκατάληπτο, εκτενή- επί υπουργίας τού Γ. Σουφλιά, για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση που άρχισε μεν τότε (1992) να εφαρμόζεται αλλά που, δυστυχώς, εγκαταλείφθηκε από την επόμενη ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας (λόγω αλλαγής Κυβερνήσεως), η οποία ακολούθησε διαφορετική πολιτική, εκτενής αντιπροσωπευτικός διάλογος για την Γενική Παιδεία από θεσμοθετημένο ευρείας συνθέσεως όργανο δεν έχει ξαναϋπάρξει.

Μολονότι το 2003-επί Κυβερνήσεως Κ. Σημίτη- θεσμοθετήθηκε το Οργανο που θα μπορούσε να τον διεξαγάγει, εννοώ το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας.

Σήμερα, σε καιρούς δύσκολους για όλο τον κόσμο, και με τα πράγματα να έχουν οδηγηθεί στη χώρα μας σε οριακές καταστάσεις λόγω των κινητοποιήσεων στην Παιδεία μας (με αφορμή το τραγικό γεγονός τού θανάτου τού μαθητή Γρηγορόπουλου, αλλά με βαθύτερα αίτια την πικρία, την οργή και την απογοήτευση των νέων για μια δημόσια Παιδεία που δεν είχε και δεν έχει έμπρακτα πρωτεύουσα θέση στις επιλογές τής Πολιτείας όλα τα τελευταία χρόνια) ένας ειλικρινής διάλογος για ακανθώδη ζητήματα τής Γενικής Παιδείας μας σε εθνικό επίπεδο και από φορέα θεσμοθετημένο σε ανύποπτο χρόνο (και όχι από μια Επιτροπή προσωπικής επιλογής τού αρμόδιου υπουργού) είναι περισσότερο από αναγκαίος. Αν μάς ενδιαφέρει πραγματικά η Παιδεία, αν το επαναλαμβανόμενο ότι «όλα εξαρτώνται από την Παιδεία» δεν είναι κούφια λόγια ή εύκολο δημαγωγικό σύνθημα.

2. Διάλογος για τον διάλογο;
Πολιτικός δεν είμαι. Είμαι δάσκαλος (με 40 χρόνια θητείας στην Παιδεία μας!). Κι ίσως οι εκτιμήσεις μου να υστερούν πολιτικά. Ομως ειλικρινώς δεν μπορώ να διανοηθώ ότι σε δύσκολες στιγμές για μια χώρα, κάποιοι θα ήθελαν να παίξουν «εν ου παικτοίς». Με ό,τι συγκινεί κι ενδιαφέρει εκατομμύρια γονέων, μαθητών, εκπαιδευτικών, σημερινών και αυριανών. Με ό,τι κατεξοχήν καίει-μαζί με τα οικονομικά- τους πολίτες αυτή την ώρα, οι οποίοι δεν αντέχουν άλλο στρεβλώσεις που είναι μοναδικές σ΄ αυτή τη γωνιά τής γης, με την παραπαιδεία δηλ. να έχει πάρει τη θέση τής παιδείας στο Λύκειο, με το Φροντιστήριο να έχει υποκαταστήσει το Σχολείο! Μ΄ ένα υποβαθμισμένο Λύκειο-παιδευτικά, κοινωνικά και συνειδησιακά- και μ΄ έναν υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό, αυτόν που διδάσκει στο Λύκειο, που δεν είναι, τελικά, υπεύθυνος γι΄ αυτή την κατάσταση ούτε αξίζει αυτή την απαξίωση!

Διάλογος, λοιπόν, για πολύ ουσιαστικά, άμεσα και καυτά προβλήματα. Με προτάσεις για λύσεις. Γιατί δεν πρόκειται εμείς να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Προβλήματα που θα συζητηθούν έχουν προ πολλού λυθεί στις περισσότερες χώρες τής Ευρώπης. Προτάσεις ορθολογικές και αποτελεσματικές που μπορούν να προκύψουν από ένα ειλικρινή, ευρύτερο και ουσιαστικό διάλογο δεν αποτελούν ούτε προκάλυμμα ούτε και προνόμιο μιας Κυβερνήσεως, αυτής που βρίσκεται στην εξουσία σήμερα. Αποτελεί δέσμευση παιδευτική, ηθική, κοινωνική και πολιτική για όποια Κυβέρνηση (αυτή ή άλλη) θα υιοθετήσει την ανάγκη μιας γενναίας αλλαγής και εξάλειψης συγχρόνως μιας απαράδεκτης στρέβλωσης στην καίρια βαθμίδα τού Λυκείου. Προτάσεις σοβαρές, τολμηρές, εφόσον είναι και πειστικές και πρακτικά εφαρμόσιμες, ξεπερνούν τον χρόνο και τα πρόσωπα και μπορούν να έχουν ευρύτερη κοινωνική στήριξη που καμιά πολιτική παράταξη δεν θα μπορεί εύκολα να αγνοήσει. Αρα μιλάμε για έναν διάλογο δεσμευτικό για λύσεις και όχι για κομματικά παιχνίδια ή προφάσεις, απ΄ όπου κι αν προέρχονται. 3. Μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις
Δεν χρειάζεται να είσαι εκπαιδευτικός ούτε ειδικός για να πεις ότι μια ριζική αλλαγή στο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλες τις βαθμίδες τής Εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο και (γιατί όχι;) το Πανεπιστήμιο.

Δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει στα προφανή. Το ζήτημα είναι ότι τέτοιες μεγιστοποιημένες προσεγγίσεις απαιτούν τεράστιους χρόνους που δεν τους αντέχει άλλο το στρεβλό μας σύστημα. Πρέπει από κάπου να αρχίσουμε και να κλιμακώσουμε τις επεμβάσεις. Ο «μεγάλος ασθενής» τής εκπαίδευσής μας είναι το Λύκειο και η προέκτασή του, η επιλογή των αποφοίτων Λυκείου για τα Πανεπιστήμια. Από εδώ πρέπει να αρχίσουμε χωρίς καμιά καθυστέρηση. Αλλιώς-αν συζητάμε για τα πάντα- θα βρεθούμε πραγματικά σ΄ έναν διάλογο για τον διάλογο, σε ατέρμονες συζητήσεις χωρίς ορατό αποτέλεσμα. Η προσέγγιση «από το τίποτε σε όλα» είναι εξωπραγματική. 4. Χρηματοδότηση των αλλαγών
Οτι σοβαρές αλλαγές στο σύστημα τής Παιδείας μας, έστω μόνο και στο σύστημα τού Λυκείου, απαιτούν ανάλογη χρηματοδότηση είναι οφθαλμοφανές. Αλλά η θέση, ότι δεν συζητάμε προτού εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση θα προσέκρουε και λογικά και πρακτικά. Πρακτικά μεν γιατί δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει μια νέα συστηματική πρόταση, προτού να κοστολογηθεί. Λογικά δε (και ηθικά;) γιατί μια τέτοια θέση μπορεί να ακυρώσει κάθε σοβαρή συζήτηση για αντιμετώπιση των προβλημάτων τής Παιδείας μας, προκαλώντας ίσως και την εντύπωση αποφυγής τού διαλόγου και άθελης διαιώνισης των προβλημάτων. Το εύλογο αίτημα είναι χρηματοδότηση συγκεκριμένων αλλαγών τού νέου συστήματος και όχι χρηματοδότηση «εν κενώ». Για να είμαστε πειστικοί…

5. Επιλεγόμενα
Τα πράγματα στην Παιδεία μας βρίσκονται σε οριακή κατάσταση. Δεν είναι πια καιρός για κρίσεις και επικρίσεις. Πρέπει να υπάρξουν συστηματικές, δεσμευτικές προτάσεις για συγκεκριμένα έργα και πράξεις. Μέσα από διάλογο. Ολοι κρινόμαστε και πρώτος ο γράφων, που φύσει και θέσει θα μπορούσε να είχε αρκεσθεί στη θαλπωρή των λέξεων!

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.