Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπαράκ Ομπάμα θα βρεθεί αντιμέτωπος με πολλές δύσκολες προκλήσεις, με πρώτη την οξύτατη διεθνή οικονομική κρίση. Δεν θα έχει ωστόσο την πολυτέλεια να εστιάσει αποκλειστικώς σε αυτήν. Και αυτό διότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει επίσης σειρά προκλήσεων στην εξωτερική πολιτική. Από αυτές, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει την πρώτη πολιτική κρίση για τη νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο λόγος είναι απλός. Το Ιράν έχει εισέλθει για τα καλά στον δρόμο του εμπλουτισμού ουρανίου, σε κλίμακα τέτοια που δύναται να οδηγήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων. Η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας έχει ήδη αναφέρει σε εκθέσεις της ότι το Ιράν ενδεχομένως να φθάσει σε αυτό το σημείο εντός του 2009. Ενα Ιράν με τη δυνατότητα παραγωγής μιας η περισσότερων βομβών στο άμεσο μέλλον αποτελεί πραγματικό κίνδυνο. Μια επιλογή για την κυβέρνηση Ομπάμα είναι να υιοθετήσει την τακτική που υιοθέτησε έναντι της Βόρειας Κορέας και να ζήσει με αυτή την απειλή. Πράττοντάς το, ρισκάρει να καταστήσει την ήδη ασταθή και επιρρεπή στις συγκρούσεις Μέση Ανατολή ακόμη πιο ευάλωτη. Σε μια κρίση το Ισραήλ ή το Ιράν θα μπουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα υπό τον φόβο ότι αν δεν το κάνουν θα το πράξει ο αντίπαλος. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία να αναπτύξουν ή να αποκτήσουν δικά τους πυρηνικά όπλα. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, περιλαμβανομένης της παροχής αμυντικών πυραύλων και εγγυήσεων ασφαλείας σε επιλεγμένες χώρες. Αβέβαιο ωστόσο παραμένει κατά πόσον αυτές οι προσπάθειες θα ευδοκιμήσουν.

Επιπλέον, η περαιτέρω μαζική παραγωγή πυρηνικών όπλων δεν είναι ο μοναδικός κίνδυνος σε περίπτωση που το Ιράν συνεχίσει τις πυρηνικές του προσπάθειες. Ο,τι κάνει το Ιράν άμεσα ή μέσω οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς έχει και θα συνεχίσει να έχει τεράστια και αρνητική επίδραση στο μέλλον του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Το Ιράν είναι ήδη μία από τις ισχυρότερες χώρες της Μέσης Ανατολής. Ενα πυρηνικό Ιράν θα ενεργήσει ενδεχομένως πολύ πιο επιθετικά στην περιοχή, με την πεποίθηση ότι οι πυρηνικές του δυνατότητες θα του παράσχουν σημαντική προστασία.

Μια δεύτερη πολιτική επιλογή για τις ΗΠΑ, το Ισραήλ ή και για τις δύο χώρες θα ήταν να βομβαρδίσουν τις γνωστές πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Ενα τέτοιο προληπτικό χτύπημα θα κατέστρεφε χωρίς αμφιβολία κάποιες ή τις περισσότερες από τις εγκαταστάσεις και τις πυρηνικές πρώτες ύλες. Μέρος ωστόσο της πυρηνικής δυνατότητας της Τεχεράνης θα διασωζόταν και το σχετικό πρόγραμμα θα μπορούσε να οικοδομηθεί εκ νέου σε διάστημα αρκετών ετών με τρόπο που να καθιστά πιο δύσκολο έναν δεύτερο βομβαρδισμό.

Οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές. Είναι σχεδόν απίθανο ότι το Ιράν θα αφήσει απλώς να περάσει έτσι ένα στρατιωτικό πλήγμα από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ. Το πιθανότερο είναι να απαντήσει εξαπολύοντας επίθεση κατά των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, απελευθερώνοντας ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρη την περιοχή και τον κόσμο με αποτέλεσμα να διακοπεί η διέλευση των πετρελαιοφόρων πλοίων από τα Στενά του Ορμούζ. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η παγκόσμια οικονομία είναι να εκτοξευθεί η τιμή του πετρελαίου στα 200 δολάρια το βαρέλι. Αυτό όμως θα είναι το αποτέλεσμα.

Βέβαιον είναι ότι και οι δύο επιλογές- η συνύπαρξη με ένα πυρηνικό Ιράν ή η επίθεση εναντίον του – ενέχουν σοβαρούς κινδύνους και απώλειες. Το καλύτερο θα ήταν να πειστεί το Ιράν να «παγώσει» ή να αναστείλει τις πυρηνικές του προσπάθειες, ή ακόμη καλύτερα να εγκαταλείψει την ανεξάρτητη δυνατότητα εμπλουτισμού ουρανίου. Είναι κατανοητό να επιτραπεί στο Ιράν ένα συμβολικής σημασίας «δικαίωμα» στον εμπλουτισμό ουρανίου. Κάθε πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου ωστόσο θα πρέπει να είναι πολύ μικρής έκτασης, ώστε να μην αποτελεί στρατηγική απειλή.

Τι χρειάζεται για να περιοριστεί ουσιαστικώς η προσπάθεια εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν;

Κατ΄ αρχάς απαιτείται ένα «πακέτο» διπλωματικών μέτρων που θα προσφέρει στο Ιράν πρόσβαση σε πυρηνική ενέργεια, αλλά όχι άμεσο έλεγχο πυρηνικών υλικών. Οι οικονομικές κυρώσεις που πλήττουν την ήδη προβληματική οικονομία του Ιράν θα μπορούσαν να χαλαρώσουν. Εγγυήσεις ασφαλείας μπορούν να δοθούν στο Ιράν, ενώ η σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ και άλλων χωρών είναι δυνατή.

Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το Ιράν θα αποδεχθεί μια τέτοια προσφορά. Θα μπορούσε ωστόσο, ειδικά σήμερα που η τιμή του πετρελαίου έχει πέσει κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, φέρνοντας την ήδη αναποτελεσματική οικονομία του Ιράν στο χειρότερο επίπεδο που βρισκόταν ποτέ.

Κάτι που θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει είναι να γίνει σαφές στο Ιράν ότι θα αντιμετωπίσει αυστηρότερες κυρώσεις, ανάμεσά τους και περιορισμούς στη δυνατότητα εισαγωγής επεξεργασμένου πετρελαίου, αν αρνηθεί έναν δίκαιο και λογικό συμβιβασμό. Σημαντικό είναι επίσης να πειστούν Ρωσία και Κίνα να στηρίξουν ένα «πακέτο» απαιτήσεων, κινήτρων και κυρώσεων. Επιπροσθέτως, οι πιθανότητες να δεχθεί το Ιράν μια τέτοια προσφορά ίσως αυξηθούν αν δημοσιοποιηθούν οι λεπτομέρειες. Ο ιρανικός λαός μπορεί κάλλιστα να επιλέξει ηγέτες στις εκλογές του Ιουνίου του 2009 που θα είναι σε θέση να του προσφέρουν ένα πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτούς που σήμερα θέτουν τη χώρα σε κίνδυνο.

Είναι ωστόσο πιθανόν να απορρίψει το Ιράν κάθε διπλωματικό συμβιβασμό, ακόμη και έναν που θα έθεταν άμεσα οι ΗΠΑ. Ο κ. Ομπάμα και ο κόσμος θα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να επιλέξουν μεταξύ της ανοχής ενός Ιράν με πυρηνικά όπλα (ή με δυνατότητα άμεσης παραγωγής τους) και της χρήσης στρατιωτικής δύναμης για την αποτροπή ενός τέτοιου αποτελέσματος. Είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή, καθώς καμία δεν είναι ιδιαιτέρως ελκυστική. Για αυτό τον λόγο έχουν όλο και μεγαλύτερη σημασία ο επανασχεδιασμός των διπλωματικών χειρισμών και η παροχή μιας τελευταίας ευκαιρίας στην Τεχεράνη.

Ο κ. Ρίτσαρντ Ν.Χάας,πρώην διευθυντής Πολιτικού Σχεδιασμού στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ,είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ