Την άνοιξη του 2008 ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου. Οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είχαν αγγίξει τα ουράνια, με τα έσοδα από τις εξαγωγές να πλημμυρίζουν τα ταμεία του Κρεμλίνου. Ο άλλοτε πανίσχυρος στρατός της χώρας, που κατέρρευσε μαζί με τον κομμουνισμό το 1991, είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται. Και ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο διάδοχος τον οποίον ο Πούτιν επέλεξε, ανήλθε στην προεδρία, ενώ ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός.

Επιπλέον οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν έδαφος για την προβολή ενός ηγέτη με φιλοδοξίες παγκόσμιας ηγεμονίας. Η ασυνάρτητη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπους περιελάμβανε σχέδιο για την ανάπτυξη «αντιπυραυλικής ασπίδας» στην Πολωνία και στην Τσεχία, επιτρέποντας στον Πούτιν να αναβιώσει τις διαιρέσεις μεταξύ Γηραιάς και Νέας Ευρώπης, οι οποίες ξεκίνησαν με τον πόλεμο στο Ιράκ. Αυτό το χάσμα φάνηκε να ενισχύει τη ρωσική επιρροή στην Ευρώπη.

Η φαινομενική στρατιωτική αναγέννηση της Ρωσίας έπαιξε επίσης ρόλο στην ενίσχυση της ρωσικής οικονομίας. Οι πωλήσεις όπλων, συνολικής αξίας περίπου 8 δισ. δολαρίων (6,3 δισ. ευρώ), ανταγωνίζονταν και πάλι παγκοσμίως αυτές της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, εκτεινόμενες σε περίπου 80 χώρες. Ανάμεσά τους η Βενεζουέλα, η Κίνα, η Ινδία, η Αλγερία, το Ιράν, η Μαλαισία και η Σερβία.

Αυτές οι πωλήσεις ήταν συχνά στενά συνδεδεμένες με τον δυναμισμό της εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν. Ο ρωσικός στρατός εκπαιδευόταν και πραγματοποιούσε ασκήσεις για πρώτη φορά σε πολλά μέρη, όπως η Βενεζουέλα, σαν να προετοίμαζε ένα νέο 1962, μια νέα Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, με τον Ούγκο Τσάβες σήμερα στον τότε ρόλο του Φιντέλ Κάστρο.

Τα πράγματα έδειχναν τόσο καλά που ξαφνικά η Ρωσία ανακάλυψε πως, για πρώτη φορά από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εποχής, είχε αποκτήσει «ήπια δύναμη». Αυτό έγινε αντιληπτό όταν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ανέθεσε στο θέρετρο Σόσι του Ευξείνου Πόντου τη διοργάνωση των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014. Το 2007 ο Πούτιν απευθύνθηκε στα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής (στην αγγλική γλώσσα) και με πειστικό τρόπο υποστήριξε πως οι Αγώνες θα «παίξουν μεγάλο ρόλο για το μέλλον της Ρωσίας.Θα βοηθήσουν το μεταβατικό στάδιο που διανύει η χώρα ως νεαρή δημοκρατία».

Τον Μάιο του 2008 η Ρωσία κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα χόκεϊ νικώντας τον Καναδά. Τον Ιούνιο πήγε πολύ καλά στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου χάνοντας στον ημιτελικό από την Ισπανία. Στη συνέχεια ήλθε ο διαγωνισμός της Εurovision (μια διοργάνωση σπανίως υψηλού επιπέδου), στον οποίον ο ΡώσοςΝτιμά Μπιλάν κέρδισε το πρώτο βραβείο με το τραγούδι «Πίστεψε». Και αυτό βοήθησε στην ανάκτηση μιας αίσθησης εθνικής υπερηφάνειας, η οποία επεκτάθηκε από το Κρεμλίνο στους δρόμους.

Οι Ρώσοι συνήθως αντιμετωπίζουν με μαύρο χιούμορ και τα καλά και τα άσχημα γεγονότα- και αυτά του 2008 δεν αποτελούν εξαίρεση. Ενα ανέκδοτο περιγράφει επιτυχώς το μέγεθος της αυτοπεποίθησης που ένιωθαν ο Πούτιν και οι σύμμαχοί του στο Κρεμλίνο: «Ο Πούτιν και ο Μεντβέντεφ συζητούν για τις τελευταίες νίκες τους.“Γιουροβίζιον, χόκεϊ,ποδόσφαιρο,ομαλή αλλαγή προέδρου, τι ρέντα! ”λέει ο Μεντβέντεφ.“Πράγματι,είναι ώρα να ξεκινήσουμε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο! ”του απαντά ενθουσιασμένος ο Πούτιν».

Αλλά, ως συνήθως, η υπερηφάνεια προοιωνίζεται μια πτώση. Η πτώση ξεκίνησε με ένα γεγονός που ο Πούτιν εξέλαβε ως μέγα θρίαμβο: τον κεραυνοβόλο πόλεμο του Αυγούστου με τη Γεωργία. Σύμφωνοι, το Κρεμλίνο ήταν ικανό να καταπνίξει την αλαζονική ελπίδα του γεωργιανού προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι να επανενώσει τη χώρα του με τη χρήση βίας. Αλλά ο κόσμος είδε στην επίθεση της Ρωσίας κατά ενός τόσο μικροσκοπικού αντιπάλου ένα βίαιο κράτος, αποφασισμένο να ανασυστήσει τη χαμένη αυτοκρατορία του. Ολες οι βεβαιότητες που δημιουργήθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο στην Ευρώπη διαλύθηκαν και μαζί με αυτές η φήμη του Πούτιν ως αξιόπιστου διαχειριστή της ρωσικής οικονομίας. Τα κεφάλαια άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα, γεγονός που ίσως να μη βάρυνε ιδιαίτερα αν δεν ανέκυπτε τον Σεπτέμβριο η παγκόσμια οικονομική κρίση. Αλλά η κρίση ανέκυψε, συμπαρασύροντας τη ρωσική οικονομία.

Τα αποθέματα που η Ρωσία είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια των ετών της εκτόξευσης των τιμών του πετρελαίου μειώνονται σταθερά. Με τις τιμές του πετρελαίου καταρρέουσες, η δεξαμενή εσόδων δεν θα ξαναγεμίσει γρήγορα. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό, γιατί όλοι οι οικονομικοί υπολογισμοί της Ρωσίας είχαν βασιστεί στην πρόβλεψη πως οι τιμές του πετρελαίου θα παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια.

Παρ΄ όλα αυτά ο κ. Πούτιν προσπαθεί να βγει από την κρίση. Αλλά οι προσπάθειές του είναι απίθανο να αποδειχθούν αρκετές, διότι η ελεγχόμενη αυστηρά από το κράτος οικονομία- με πρώην πράκτορες της ΚGΒ να βρίσκονται στην κορυφή των περισσοτέρων κρατικών εταιρειών- στερείται τόσο ευελιξίας όσο και ποικιλομορφίας για τη γρήγορη ανάκαμψή της.

Επιπλέον, με την εχθρότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης να βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδά της μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι χώρες που συναλλάσσονται εμπορικά με τη Ρωσία αναζητούν με ανησυχία εναλλακτικές λύσεις, γεγονός που μπορεί να σημαίνει πως ο Πούτιν έχει καταστρέψει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας του για ανάκαμψη προερχομένη από τις εξαγωγές προϊόντων.

O πόλεμος στη Γεωργία προκάλεσε αντιπαράθεση όχι μόνο με τη Δύση αλλά και με την Κίνα, η οποία διαθέτει ζωτικό στρατηγικό συμφέρον να διατηρήσει τον γεωστρατηγικό διακανονισμό που διαμορφώθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Κίνα, ούτως ή άλλως, δεν έχει καμιά επιθυμία να αντικρίσει μια «Σοβιετική Επανένωση» στα σύνορά της.

Εκτός από τον ανταγωνισμό με την Κίνα, ο πόλεμος στη Γεωργία φανέρωσε και την αποτυχία του στρατιωτικού επανεξοπλισμού της Ρωσίας. Ναι, ο ρωσικός στρατός θα μπορούσε πράγματι να συντρίψει τη Γεωργία και τους περισσότερους από τους πρώην σοβιετικούς γείτονές της, αλλά η επίδοσή του στη Γεωργία δείχνει πως παραμένει το ίδιο βαρύς, ένα δίχως κίνητρα συνονθύλευμα ανθρώπων και στρατιωτικών μονάδων, όπως ήταν και τη δεκαετία του ΄90.

Τώρα που η Αμερική δεν διαθέτει πλέον το φορτίο ενός προέδρου απεχθούς σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Πούτιν έχει απολέσει ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που τον βοήθησαν να απογειώσει τη διεθνή θέση της Ρωσίας. Το να γίνεις καρφί στο μάτι του Μπους ήταν θαυμάσιο για πολλούς, ιδίως στην Ευρώπη. Αλλά το να υποδέχεσαι τον δημοφιλή και κομψό νεοεκλεγέντα πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα με απειλές για εγκατάσταση πυραύλων στα σύνορα της Ευρώπης, όπως έκανε ο Μεντβέντεφ μία ημέρα μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, εκθέτει ενώπιον της διεθνούς κοινότητας τους αδέξιους τρόπους του Κρεμλίνου για άλλη μια φορά.

Η κυρία Νίνα Χρούστσεβα διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στη Νew School των ΗΠΑ και είναι επιστημονική συνεργάτις του W orld Ρolicy Ιnstitute της Νέας Υόρκης.Είναι δισεγγονή του πρώην ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ