Στις 22 Δεκεμβρίου 2009 θα συμπληρωθούν 20 χρόνια από τον θάνατο του Σάμιουελ Μπέκετ. Ηταν 83 ετών. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του και ενώ νοσηλευόταν με προβλήματα υγείας σε κλινική στο Παρίσι ολοκλήρωσε το τελευταίο του έργο με τον τίτλο «Comment dire» («Πώς να το πω»). Σαν να ήθελε, λίγο προτού φύγει από τη ζωή, να επαναλάβει και να μοιραστεί τη μεγάλη του αγωνία για την έκφραση και τον λόγο, για τις λέξεις και την επικοινωνία.

Κύριος εκφραστής του θεάτρου του παραλόγου, ο Μπέκετ καθιερώθηκε με το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, η αναμονή της σωτηρίας που ποτέ δεν έρχεται, το τίποτα και η έλλειψη επαφής, ο πόνος και το παράλογο της ύπαρξης εκφράστηκαν μέσα από τον Βλαντίμιρ και τον Εστραγκόν, τον Λάκι και τον Πότζο, τους τέσσερις ήρωες του «Γκοντό». Μαζί τους η τραγωδία βρήκε το σύγχρονο πρόσωπό της και η (θεατρική) γραφή έναν καινούργιο τρόπο να υπάρξει. Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε μια Μεγάλη Παρασκευή-13 Απριλίου 1906-στο Δουβλίνο από αστική οικογένεια προτεσταντών. Είχε προηγηθεί, κατά τέσσερα χρόνια, ο αδελφός του, ο Φρανκ. Μεγάλωσε μαθαίνοντας πιάνο, κρίκετ και ράγκμπι. Φοίτησε στο Κολέγιο Τrinity και δεν άργησε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους συμφοιτητές του. Στο Παρίσι, όπου πρωτοπήγε στα μέσα της δεκαετίας του ΄20, γνώρισε τον Τζέιμς Τζόις και την οικογένειά του, συνδέθηκε με την κόρη του και άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του. «Είναι κυρίαρχος της φόρμας του,ενώ μερικές φορές είναι αυτή η ίδια η φόρμα του που τον δεσμεύει» ήταν από τις πρώτες κριτι κές που γράφτηκαν για εκείνον. Οταν επέστρεψε στην Ιρλανδία, δίδαξε για λίγο στο Κολέγιο και στη συνέχεια άρχισε να ταξιδεύει και να γράφει. Μετά τον θάνατο του πατέρα του έκανε ψυχανάλυση στο Λονδίνο, επισκέφθηκε τη Γερμανία για να μάθει τη γλώσσα και συνέχισε να γράφει. Στα μέσα του ΄30 δέχθηκε μια επίθεση από έναν τυχαίο, στον δρόμο, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Σούζαν (ο γάμος τους έγινε το 1961- εκείνη πέθανε λίγους μήνες πριν από τον Μπέκετ) και αποφάσισε να εγκατασταθεί για τα καλά στο Παρίσι. Στα χρόνια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου μαζί συμμετείχαν στην Αντίσταση.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ συνήθιζε να λέει ότι προτιμά να ασχολούνται με το έργο του παρά με τη ζωή του, γι΄ αυτό και απέφευγε να μιλάει για τον εαυτό του. Κι όμως λίγο προτού πεθάνει έδωσε την άδεια στον Τζέιμς Νόλσον να γράψει τη βιογραφία του, υπό τον όρο να τη δημοσιεύσει μετά τον θάνατό του (κυκλοφόρησε προ δεκαετίας). Ευτυχώς. Γιατί έτσι στην εικόνα του ιδιόρρυθμου

ΗULΤΟΝ-DΕUΤSCΗ CΟLLΕCΤΙΟΝ/CΟRΒΙS

και μοναχικού ιρλανδού συγγραφέα προστέθηκε το πορτρέτο ενός ανθρώπου με χιούμορ και κέφι για ζωή, ενός άνδρα που αγαπούσε τις γυναίκες και το ουίσκι (πώς αλλιώς;), ενός ερασιτέχνη της ζωγραφικής και της μουσικής, μιας προσωπικότητας που ζούσε την εποχή του. Γνήσιος Ιρλανδός ο Μπέκετ παρέμεινε ως τέλος της ζωής του, κι ας αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά τη δεκαετία του ΄40. Επέστρεφε όμως συχνά στην πατρίδα του και κρατούσε επαφή με τους δικούς του ανθρώπους. Από την άλλη, το Παρίσι ήταν η πόλη της τέχνης του: από εκεί ήρθαν η αμφισβήτηση και η αναγνώριση, η δόξα και η επιτυχία. Εκεί άλλωστε δόθηκε και η πρεμιέρα του θεατρικού έργου που έμελλε να σηματοδοτήσει τον 20ό αιώνα. Ηταν το 1953 όταν πρωτοανέβηκε το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Ροζέ Μπλεν. Το έργο, γραμμένο το 1948, είχε δημοσιευθεί το 1952. Παρά την έκπληξη που προκάλεσαν οι ήρωές του και ο τρόπος που μιλούσαν, παρά τη δυσκολία της κριτικής να κατανοήσει το έργο του, ο «Γκοντό» (παραφθορά του Θεού = Godot) δεν άργησε να γίνει συνώνυμό του και συνώνυμο της αναγέννησης της θεατρικής γραφής. Ο Σάμιουελ Μπέκετ πέρασε στη σφαίρα των μεγάλων κλασικών και το έργο του έγινε σημείο αναφοράς.

Συνηθισμένοι άνθρωποι με ελαττώματα και ιδιοτροπίες, οι ήρωες του Μπέκετ συνθέτουν ένα διαχρονικά τραγικό πρόσωπο. Μετά τον «Γκοντό» έγραψε «Το τέλος του παιχνιδιού». Ακολούθησαν οι «Ευτυχισμένες μέρες», με τη Γουίνι, μια γυναίκα που βυθίζεται σιγά σιγά μέσα στη γη, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις της, σαν να μην αντιλαμβάνεται το τέλος που πλησιάζει, ενώ τριγύρω της μπουσουλώντας ο Γουίλι ζει βουβά το δικό του δράμα. Πλάι στην τριλογία των θεατρικών του ο Μπέκετ έγραψε πολλά ακόμη έργα, για το θέατρο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, μονολόγους ή έργα χωρίς λόγια: «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ», «Πράξεις δίχως λόγια», «Στάχτες», «Πηγαινέλα», «Οχι εγώ», «Τότες που», «Νανούρισμα». Είχαν προηγηθεί τα μυθιστορήματα «Μάρφι» και «Βατ» με ήρωες ακαθόριστα μοναχικά όντα που αυτοσαρκάζονται και τελικά αποχωρίζονται τον κόσμο των λογικών. Ακολούθησαν το «Μερσιέ και Καμιέ» και η τριλογία «Μολόι», «Ο Μαλόουν πεθαίνει» και «Ο Ακατονόμαστος», όπου τα πρόσωπα βρίσκονται ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, σωματικά ή ψυχικά ανάπηρα, όπως και τα θεατρικά του δημιουργήματα. Οσο για το πρώτο του θεατρικό, η «Ελευθερία», παραμένει αδημοσίευτο.

Απόλυτος κυρίαρχος των λέξεων, με μικρές περιεκτικές προτάσεις, γράφει και μεταφράζει ο ίδιος τα έργα του στα γαλλικά και στα αγγλικά. Το 1969, ως επισφράγιση για το σύνολο του έργου του, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας – ο ίδιος δεν παρέστη στην απονομή στη Στοκχόλμη.

Κόβοντας κάθε δεσμό με τις παραδοσιακές τεχνικές, το δραματικό έργο του Μπέκετ τοποθετείται στη σφαίρα του αντιθεάτρου. Με ελάχιστα σκηνικά στοιχεία (και αναλυτικές οδηγίες του ιδίου για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει τα έργα του να ανεβαίνουν στη σκηνή), οι ήρωές του κινούνται έξω από ψυχολογικές καταστάσεις, εκφράζονται με ελάχιστες κινήσεις και αναπτύσσουν διαλόγους με μικρές φράσεις, αναζητούν τις λέξεις για να υπάρξουν και ψάχνουν τρόπους για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Στον Μπέκετ όλα τελειώνουν και όλα ξαναρχίζουν: οι άνθρωποι ζουν χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί, περιφρονούν τους εαυτούς τους και πλήττουν αφόρητα. Η μεταφυσική αγωνία σε όλο της το μεγαλείο, με την απόλυτη λιτότητα να κυριαρχεί. *