Ο Φράνσις Μπέικον έδωσε μορφή σε ένα από τα πιο μοναδικά καλλιτεχνικά οράματα της Ιστορίας. Το παράξενο, όμως, είναι ότι επί χρόνια στη νεότητά του δεν φαινόταν καθόλου ότι ήταν προορισμένος για κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, φαινόταν μάλλον ότι δεν ήταν προικισμένος με καμία ιδιαίτερη επιθυμία για τίποτε. Το τι συνέβη ακριβώς το διάστημα που προηγήθηκε του Απριλίου του 1945, ώστε να αλλάξει τόσο πολύ την πορεία μιας ζωής και να χαρίσει στην παγκόσμια τέχνη ένα σύνολο έργου απαράμιλλο στην ιστορία της, αποτελεί αντικείμενο πλείστων όσων βιογραφιών, μελετών και φυσικά διαφωνιών.

«Θέλω να μην κάνω τίποτε!»
Γεννημένος στο Δουβλίνο το 1909 ο Φράνσις Μπέικον ήταν γιος του άγγλου εκπαιδευτή αλόγων Εντουαρντ Αντονι Μόρτιμερ Μπέικον και της Κριστίν Γουίνιφρεντ Φερθ. Καθ΄ ότι ο νεαρός Φράν σις έπασχε από άσθμα δεν πήγαινε σε κανονικό σχολείο αλλά έκανε μαθήματα στο σπίτι με τον ιερέα της ενορίας. Κάποια ημέρα τού 1926 ο Φράνσις είχε την ιδέα να φορέσει τα εσώρουχα της μητέρας του. Ο πατέρας του, έξαλλος, τον έδιωξε από το σπίτι. Εκεί αποδίδεται η μεγάλη αγάπη του Μπέικον για τα ταξίδια και την περιπλάνηση καθώς και η φιλοδοξία ζωής που είχε διατυπώσει ως νέος: «Στη ζωή μου θέλω να μην κάνω τίποτε!». Ο Μπέικον ταξίδεψε στο Βερολίνο και στο Παρίσι προτού εγκατασταθεί στο Λονδίνο το 1928. Εργάστηκε ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων και, μολονότι δεν είχε λάβει την παραμικρή εκπαίδευση ως καλλιτέχνης, άρχισε να ζωγραφίζει. Τη ζωγραφική την εξασκούσε χωρίς αναγνώριση (παρ΄ ότι είχε λάβει μέρος σε μια έκθεση, το 1937, στην Αgnew΄s Gallery) ως τον Απρίλιο του 1945.

Η «σταύρωση» της ελπίδας
Ο Απρίλιος του 1945 ήταν σίγουρα ένας από τους πλέον εμβληματικούς μήνες του 20ού αιώνα. Ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτόνησε στο μπύνκερ του. Το νεκρό σώμα του Μπενίτο Μουσολίνι κρεμάστηκε ανάποδα. Φερέλπιδες λόγοι εκφωνήθηκαν στα Ηνωμένα Εθνη. Ο απόηχος του πιο τραγικού πολέμου που γνώρισε ποτέ ο κόσμος ανέδιδε, σε πείσμα της γενικευμένης καταστροφής, μια ελπίδα ότι επιτέλους όλοι μπορούσαν να επιστρέψουν στη φυσιολογική ζωή τους.

Την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου 1945 η Lefevre Gallery στη Νew Βond Street του Λονδίνου διοργάνωσε μια ομαδική έκθεση. Η έκθεση περιλάμβανε έργα καλλιτεχνών που είχαν αποτελέσει παρηγοριά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, όπως ο Χένρι Μουρ, ο Μάθιου Σμιθ και ο Γκρέιχαμ Σάδερλαντ. Προσπαθούσε να μεταδώσει ένα αίσθημα ελπιδοφόρο, μια πίστη στη συνέχεια της ζωής. «Ολα θα πάνε καλά» ήταν το μήνυμα και οι επισκέπτες τής Lefevre Gallery διάβηκαν την πόρτα με ένα πνεύμα αισιοδοξίας, τώρα που ο μεγάλος κίνδυνος είχε περάσει. Μόλις, όμως, έμπαινε κανείς μέσα, στη δεξιά πλευρά, ήταν κρεμα σμένες εικόνες τόσο ανεξήγητα φρικαλέες ώστε δεν άντεχε κανείς να τις αντικρίζει. Ενα τρίπτυχο, τρεις μεσαίου μεγέθους πίνακες, τρεις μορφές, η ανατομία των οποίων είχε κάτι από άνθρωπο και ζώο ταυτόχρονα, φυλακισμένες σε ένα ασφυκτικό και δυσανάλογο χώρο: οι «Τρεις σπουδές για φιγούρες στη βάση μιας σταύρωσης» του Φράνσις Μπέικον. Οι εικόνες αυτές μάλλον δεν συμφωνούσαν με το γενικό κλίμα. Ηταν σαν να έλεγαν: τίποτε δεν θα ήταν πια το ίδιο. Πολλοί από τους επισκέπτες της έκθεσης ξαναβγήκαν σχεδόν αμέσως.

Ανατόμος συναισθημάτων
Οι «Τρεις σπουδές για φιγούρες στη βάση μιας σταύρωσης», οι οποίες σήμερα βρίσκονται στην Πινακοθήκη Τate του Λονδίνου, τον έκαναν διάσημο σχεδόν αμέσως. Το ώριμο ύφος του Φράνσις Μπέικον άρχισε να εμφανίζεται το 1949 με τη σειρά μελετών που φιλοτέχνησε βασισμένος στον «Πάπα Ιννοκέντιο Ι Δ » του Ντιέγκο Βελάσκεθ. Πολλοί πίνακες της περιόδου 1949-1960 είναι βασισμένοι σε έργα άλλων καλλιτεχνών. Τα γνωστότερα παραδείγματα είναι η «Νταντά που ουρλιάζει» από το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αϊζενσταϊν και οι μελέτες από τις φωτογραφίες του Εντουαρντ Μάιμπριτζ. Οι περισσότεροι πίνακες του Μπέικον απεικονίζουν μορφές απομονωμένες σε φωτεινά δωμάτια. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την ανθρώπινη μορφή και η επιμονή του στη μετάδοση συναισθημάτων, όπως ο θυμός, η φρίκη και η απομόνωση, τον έχουν καταστήσει έναν από τους πιο ιδιότυπους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Μπορεί άλλοι να λατρεύουν τα έργα του και άλλοι να μην αντέχουν να τα βλέπουν, κανένας όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Φράνσις Μπέικον εικονογράφησε με διεισδυτική τόλμη αυτόν τον τρομερό αιώνα. Η λάμψη της σημαντικής καλλιτεχνικής παραγωγής τού Μπέικον έρχεται σε δραματική αντίθεση με την πίεση που ένιωθε στην προσωπική του ζωή. Βασανισμένος από τον αλκοολισμό που ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει και από την αυτοκτονία του αδελφικού του φίλου και πιο αγαπημένου εραστή του Τζορτζ Ντάιερ, ο Φράνσις Μπέικον πέθανε στη Μαδρίτη το 1992.

Το κολαστήριό του
Εκτός όμως από το έργο του ο Φράνσις Μπέικον άφησε πίσω του και κάτι ακόμη – ένα «κλειδί», έναν «χάρτη πλοήγησης», ίσως, για τον ανορθόδοξο τρόπο δουλειάς του: το εργαστήριό του στο Reece Μews, στο Κένσιγκτον του Λονδίνου, όπου είχε εγκατασταθεί το 1961. Τελικά, αφού το εργαστήριο παρέμεινε κλειστό για έξι χρόνια μετά τον θάνατο του ζωγράφου, ο τελευταίος σύντροφός του και κληρονόμος του Τζον Εντουαρντς το δώρισε στη Ηugh Lane Gallery του Δουβλίνου. Επρόκειτο για μια μάλλον παράξενη επιλογή, αφού, μολονότι τα υπάρχοντα του Μπέικον επέστρεψαν στη γη των παιδικών του χρόνων, ο ίδιος ούτε Ιρλανδός ήταν ούτε είχε επιλέξει να ζήσει εκεί.

Σε κάθε περίπτωση οι αρχαιολόγοι που μπήκαν στο εργαστήριο για να καταλογογραφήσουν το περιεχόμενο βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα απίστευτο θέαμα: δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κενός χώρος, τα πάντα ήταν καλυμμένα με μια σχεδόν ομοιόμορφη μάζα από χαρτιά, αποκόμματα εφημερίδων, μισοκατεστραμμένα βιβλία με αριστουργήματα της δυτικής ζωγραφικής ή εικόνες άγριας φύσης ή στοματικές παθήσεις, φωτογραφίες με παράξενες ασθένειες ή κινηματογραφικά stills, όλα κολλημένα με μπογιές που είχαν τρέξει από αμέτρητα χωρίς καπάκι σωληνάρια, και από πάνω αναρίθμητα μπουκάλια σαμπάνιας, πινέλα, ρολά και μισοτελειωμένοι μουσαμάδες, σκισμένοι ώστε εκεί όπου υπήρχαν πρόσωπα τώρα υπήρχαν μόνο τρύπες. Ανάμεσα στο χάος, ένας στενός διάδρομος οδηγούσε στο καβαλέτο. Ηταν ένα συγκλονιστικό θέαμα: το δημιουργικό κολαστήριο ενός πραγματικά μοναδικού καλλιτέχνη αλλά ταυτόχρονα και ένα έργο ζωής, ένα προσωπικό γλυπτό, τα ψήγματα της ίδιας της ψυχής του.

Οι αρχαιολόγοι όχι μόνο καταλογογράφησαν και περιέγραψαν το καθετί αλλά χαρτογράφησαν το εργαστήριο με κάθε λεπτομέρεια. Τα περιεχόμενα συσκευάστηκαν- ως και οι καλυμμένοι με πυκνή μπογιά τοίχοι του εργαστηρίου-, μεταφέρθηκαν στο Δουβλίνο και ξανατοποθετήθηκαν στις αρχικές θέσεις τους στον ειδικά σχεδιασμένο χώρο της Ηugh Lane Gallery. *