Σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και σύμφωνα με την ακραία αντικομμουνιστική ορολογία, «μνημείο του Σιδηρού Παραπετάσματος», το Τείχος του Βερολίνου δεν χώρισε μόνο μια πόλη αλλά μια ολόκληρη εποχή σε δυο κομμάτια με αγεφύρωτες αντιθέσεις που σφράγισαν το τελευταίο μισό του 20ού αιώνα.

«Ξένοι στην ίδια πόλη»
Το Τείχος δημιουργήθηκε το 1961 σε μια περίοδο ιδιαίτερης σκλήρυνσης της ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας ανάμεσα στον καπιταλιστικό κόσμο της «Δύσης», με την ευρύτερη σημασία του όρου, και στο μπλοκ των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ηδη από το τέλος του Β Δ Παγκόσμιου Πολέμου, η ηττημένη ναζιστική Γερμανία είχε αρχικά χωριστεί σε ζώνες επιρροής των Συμμάχων (Αμερικανών, Βρετανών, Γάλλων και Σοβιετικών). Στη συνέχεια, δημιουργήθηκαν στα εδάφη της δύο διακριτές κρατικές οντότητες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική) και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική), οι οποίες χωρίζονταν με ένα φράχτη από ηλεκτροφόρα καλώδια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.

Το Βερολίνο κλυδωνιζόταν ανάμεσα σε δύο κόσμους με τους κατοίκους του να μετακινούνται από τη μια πλευρά στην άλλη, να εργάζονται, να συναλλάσσονται και να ζουν στο μεταίχμιο δύο πραγματικοτήτων. Η αβέβαιη αυτή περίοδος της ημι-απαγόρευσης έληξε το καλοκαίρι του 1961 όταν το ανατολικογερμανικό κράτος αποφάσισε την οριστική διακοπή αυτής της ιδιόμορφης κατάστασης με την ανέγερση ενός πραγματικού τείχους στην πόλη, του οποίου η συνολική έκταση ξεπερνούσε τα εκατόν σαράντα χιλιόμετρα. Η υπονόμευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας από τους «πράκτορες του καπιταλισμού» και η ανάγκη ελέγχου των διόδων προς το έδαφός της αποτέλεσαν κεντρικά επιχειρήματα για την ανέγερση του Τείχους. Ετσι, σπίτια που βρισκόταν στο όριο της διαχωριστικής γραμμής γκρεμίστηκαν, άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν, οικογένειες χωρίστηκαν, δουλειές χάθηκαν. Το Βερολίνο χωρίστηκε στα δύο και οι κάτοικοί του έμαθαν να ζουν σαν «ξένοι στην ίδια πόλη». Ακόμη και σήμερα, τα πραγματικά οφέλη που απεκόμισε η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας από τη δημιουργία του Τείχους παραμένουν αμφιλεγόμενα. Ενισχύθηκε βέβαια ο κρατικός έλεγχος στο εσωτερικό της χώρας και αντιμετωπίστηκε το φαινόμενο της μαύρης αγοράς. Ωστόσο, η χώρα απομονώθηκε ακόμη περισσότερο ενώ το Βερολίνο κατέλαβε προνομιακή θέση στον πόλεμο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας.

Φαντασιακό σύνορο
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η διχασμένη πόλη απέκτησε σταδιακά δύο αυτόνομα τμήματα. Η απομόνωσή τους διαταράσσονταν περιστασιακά από τολμηρούς όσο και απέλπιδες ανθρώπους που προσπαθούσαν να περάσουν από το ανατολικό προς το δυτικό τμήμα με κάθε τρόπο: πηδώντας από τα παράθυρα κτιρίων που βρισκόταν κοντά στο τείχος (και τα οποία σφραγίστηκαν άμεσα από τις αρχές), παραβιάζοντας τα σημεία ελέγχου, χρησιμοποιώντας ακόμη και αερόστατα σε κάποιες περιπτώσεις. Πολλοί συνελήφθησαν ενώ άλλοι εκτελέστηκαν από τους φύλακες. Ο αριθμός των τελευταίων παραμένει αδιευκρίνιστος αλλά μάλλον ξεπερνάει τους εκατόν πενήντα. Η αποδιάρθρωση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν άφησε ανέγγιχτη τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το φθινόπωρο του 1989, μεγάλες διαδηλώσεις συγκλόνισαν τη χώρα και οδήγησαν στην απομάκρυνση του επί μακρόν πρωθυπουργού της Εριχ Χόνεκερ. Τον ίδιο καιρό, ανατολικογερμανοί τουρίστες που επισκεπτόταν την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία άδραξαν την ευκαιρία για να δραπετεύσουν στη Δύση. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, το Τείχος του Βερολίνου μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα από «φυσικό» σε «φαντασιακό» σύνορο ενός κόσμου που τελείωνε. Η διέλευση επιτράπηκε τον Νοέμβριο του 1989 μέσα σε κλίμα πανηγυρισμών αλλά και αμηχανίας για τα μελλούμενα ενώ η επίσημη κατεδάφισή του άρχισε το 1990, ανοίγοντας το δρόμο για την ενοποίηση της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας. Πεδίο μάχης της μνήμης
Σήμερα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου εορτάζεται επίσημα στην ενωμένη Γερμανία κάθε Οκτώβρη, όχι τον Νοέμβρη για να μη συμπίπτει με την επέτειο της τραγικής «Νύχτας των Κρυστάλλων» και του διωγμού των Εβραίων στη Γερμανία. Συμβολικά συνδεδεμένο με την ύπαρξη αλλά και το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, το Τείχος κατέχει μια κεντρική θέση στη σύγχρονη ιστορική κουλτούρα. Η πτώση του, σημαντική βέβαια από πολλές πλευρές, δεν δημιούργησε έναν «καπιταλιστικό παράδεισο» ελεύθερης αγοράς και δημοκρατίας στην πάλαι ποτέ Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αλλά ούτε έλυσε όλα τα προβλήματα των κατοίκων της. «Wessis» (Δυτικοί) και «Οssis» (Ανατολικοί) Βερολινέζοι ξανα ή πρωτο-συναντήθηκαν στο πλαίσιο του λεγόμενου μετα-κομμουνιστικού κόσμου. Γνωρίστηκαν εξ αρχής χωρίς να λείπουν τα φαινόμενα ρατσισμού και εκμετάλλευσης μέσα σε συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας αλλά και πολιτισμικών διαφορών.

Σ΄ αυτή την «εποχή χωρίς όνομα», όπως έχει χαρακτηριστεί η δεκαετία του 1990, το Βερολίνο όπως και τόσοι άλλοι τόποι μετατράπηκε κυριολεκτικά σε «πεδίο μάχης της μνήμης» όπου χώροι, σύμβολα και μνημεία αναδιευθετήθηκαν άλλοτε με ειρηνικό τρόπο και άλλοτε στο πλαίσιο μεγάλων αντιπαραθέσεων. Το φαινόμενο της «Οstalgie», της «νοσταλγίας για την (κομμουνιστική) Ανατολή» σύμφωνα με τον νεολογισμό στη γερμανική γλώσσα, συνέδεσε την ουτοπία ενός εξιδανικευμένου κομμουνιστικού παρελθόντος με τις αγωνίες και την ανασφάλεια για το μέλλον πολλών πολιτών της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Στο πλαίσιο της οπτικής και εξεικονιστικής μας κουλτούρας, η εικόνα του Τείχους του Βερολίνου την ημέρα που χιλιάδες άνθρωποι σκαρφάλωναν και προσπαθούσαν να το υπερβούν τον Νοέμβρη του 1989 άρχισε ήδη να ξεθωριάζει. Αντικαθίσταται σταδιακά από τους φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης του Σεπτέμβρη 2001. Ωστόσο, ο προβληματισμός και ο αναστοχασμός για τις «μεγάλες ουτοπίες» του 20ού αιώνα, για τις πολιτικές κληρονομιές που αφήνουν στον 21ο αλλά και για τη «μνήμη του κομμουνισμού» παραμένουν ανοιχτοί και θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν επί μακρόν τη δημόσια συζήτηση. Στα ερείπια του Τείχους του Βερολίνου, μπορούμε μόνο να ευχηθούμε ότι αυτή θα διεξάγεται «χωρίς τείχη στο μυαλό»… *

Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.