«Από το 1976 περνάω τα καλοκαίρια μου στο σπίτι μου στον Κισσό. Το Πήλιο είναι συνδεδεμένο με την παιδική μου ηλικία γιατί από τον Βόλο όπου γεννήθηκα επισκεπτόμασταν συχνά με το σχολείο και την οικογένειά μου τα χωριά του. Το 1986 γύρισα στον Κισσό, στην Τσαγκαράδα και στην Ανακασιά σημαντικό μέρος της ταινίας μου για τον Θεόφιλο. Με μια ομάδα φίλων προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τα έργα του λαϊκού ζωγράφου Παγώνη ψάχνοντας στις εκκλησιές και στα ξωκκλήσια.

Τσαγκαράδα, Μούρεσι, Κισσός, Ανήλιο. Λίγο μετά, στον δρόμο για τη Μακρυρράχη, ένα μικρό δρομάκι ανεβαίνει το βουνό. Είκοσι λεπτά ποδαρόδρομος. Κίτρινα χωράφια με ξεραμένα αγριάγκαθα, βατομουριές και μπαξέδες. Ευωδιάζει ο τόπος. Μπερδεύονται ευφρόσυνα οι αισθήσεις, όπως στον στίχο του Εμπειρίκου σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο.

Το σημάδι προσανατολισμού για να βρεις την Αγία Τριάδα είναι τα δύο πανύψηλα αιωνόβια κυπαρίσσια που φυτεύτηκαν πριν από δύο αιώνες μπροστά στο ιερό. Φθάνοντας στον μικρό ναό εντυπωσιάζεσαι από την πέτρινη τοιχοποιία και την απέριττη απλότητα στη σύνθεση των όγκων, αλλά δεν μπορείς να προβλέψεις τη συγκίνηση που σε περιμένει.

Μπαίνοντας, η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική συνεργάζονται για να σε προετοιμάσουν. Η πόρτα είναι πολύ χαμηλή και αναγκαστικά υποκλίνεσαι για να περάσεις. Σκύβοντας, όμως, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, με τον δρεπανηφόρο Χάροντα με την αρχαία κλεψύδρα στο κεφάλι του, λες και είναι απαραίτητο για τον προσκυνητή να γνωρίζει πως ο χρόνος της ζωής του τρέχει! Είναι ζωγραφισμένος σαν φιγούρα του Τζιακομέτι· χωρίς σάρκα, ξερακιανός και κιτρινόμαυρος. Διακόσια χρόνια τώρα οι άνθρωποι του βγάζουν τα μάτια, του χαράζουν το σώμα. Ξορκίζουν τον θάνατο. Ισως γι΄ αυτό μέσα στον ναό οι περισσότεροι άγιοι είναι νέοι, σχεδόν έφηβοι. Πρόσωπα ροδαλά, πραγματικές ανθρώπινες υπάρξεις, χωρίς το πελιδνό χρώμα των αγίων. Ο ζωγράφος σαν να θέλει να εκκοσμικεύσει το θείον.

Ο ναός είναι γεμάτος από τοιχογραφίες. Πάνω στην είσοδο διαβάζουμε: “Ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός της Αγίας Τριάδος ενιστορήθη και εγκαλλωπίσθη […] εν έτει 1804. Χειρ ατελεστάτου Παγώνι”. Γράφει το όνομά του με γιώτα, σαν να είναι το παγώνι. Με έκπληξη διαπιστώνεις πως είναι ο ίδιος ζωγράφος που ιστόρησε την ξακουστή εκκλησία του Κισσού, την Αγία Μαρίνα, με τον περίφημο γυναικωνίτη που πριν από δεκαετίες μάς παρουσίασε ο αξέχαστος Κίτσος Μακρής. Στην Αγία Τριάδα όμως νιώθεις πως ο Παγώνης είναι πιο ελεύθερος· σαν να ζωγραφίζει για τον εαυτό του και την τέχνη του. Βλέπεις τολμηρές “ημιτελείς” εικόνες και την αφαίρεση στη σύνθεση που σπάει το τυπικό της βυζαντινής εικονοποιίας. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η πρώην πόρνη που άγιασε μονάζοντας στην έρημο, εικονίζεται με κρεμασμένα γυμνά στήθη σαν περιδέραιο. Ο Μυστικός Δείπνος σαν να ίπταται. Στον κύκλο των παθών του Ιησού το θεϊκό ρεαλιστικοποιείται, ενσαρκώνεται από καθημερινούς απλούς ανθρώπους, γεγονός που δημιουργεί- εκτός των άλλων- μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Οικείες μορφές παντού. Οι άγιοι, ιδιαίτερα οι πολεμιστές, σαν να είναι ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής· η Αγία Αικατερίνη μοιάζει με γυναίκα του χωριού. Αναγνωρίζεις, ακόμη, στις τοιχογραφίες τις πηλιορείτικες αυλές με την πέτρινη πλάκα, τα κοκόρια, τις κληματαριές με τα σταφύλια που περιβάλλουν τους αγίους.

Είναι γνωστό πως ο Παγώνης ήρθε από την Ηπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως πολλοί ηπειρώτες μαστόροι. Παντρεύτηκε και έζησε στο Πήλιο. Ο γιος συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Στον Αγιο Δημήτριο του Νεοχωρίου σώζονται οι έξοχες νεκρές φύσεις του.

Τον Θεόφιλο, εκατόν είκοσι χρόνια μετά, τον ανακάλυψαν και τον ανέδειξαν οι ποιητές. Ο Παγώνης, που λες και πραγματοποίησε μόνος του την Αναγέννηση στην ελληνική ζωγραφική, είναι ακόμη αγνοημένος.

Το μνημείο, χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, καταστρέφεται. Μέσα από τα ιμάτια και τους χιτώνες των αγίων βλέπεις να ξετρυπώνουν σκιουράκια που βρήκαν εκεί φιλόξενο καταφύγιο. Οι σοβάδες χάσκουν. Η υγρασία απειλεί τις ζωγραφιές. Ισως είναι ακόμη καιρός αυτή η μικρή κιβωτός της ελληνικής πνευματικότητας του 19ου αιώνα να διασωθεί».