Αν υπάρχει ένα όνομα-σήμα κατατεθέν του ελληνικού πενταγράμμου, αυτό είναι το δικό του. Με μια δισκογραφία που διατρέχει πέντε δεκαετίες, μια ενέργεια και μια συνέχεια σπάνια, ο Γιώργος Νταλάρας είναι περίπτωση μοναδική, που ξεπερνάει τα όρια της μουσικής. Αυτό φαίνεται και από τη συζήτησή μας, όπου τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα της τέχνης του, η «εξουσία» που την έχει πια μέσα στο σπίτι του, ο φράχτης στον Εβρο και οι μετανάστες, το ΚΚΕ τού τότε και τού τώρα, η Ελλάδα με τις φοβίες της και με τις ελπίδες της εναλλάσσονται με ρυθμό καταιγιστικό. Η συνάντησή μας με τον Γιώργο Νταλάρα για αυτήν τη συνέντευξη ήταν προγραμματισμένη να γίνει μία-δύο ημέρες αργότερα. «Πρέπει να φύγω για τη Σύρο επειγόντως, να βρεθούμε απόψε;». «Εντάξει», «Σε μία ώρα είμαι εκεί». «Ωχ. Εντάξει, τι να κάνω;». Πήρα μαζί μου τις λίγες ερωτήσεις που είχα προλάβει να ετοιμάσω και βρεθήκαμε αργά το βράδυ. Δύο ώρες κουβέντα, και την άλλη ημέρα έχασε και το αεροπλάνο λόγω του ξενυχτιού μας. Οσοι πίνετε νερό στο όνομά του θα εκπλαγείτε. Οσοι διαφωνείτε σε κάποιον βαθμό ή εντελώς μαζί του θα εκπλαγείτε ακόμη περισσότερο.

Θα ξεκινήσω λίγο ανάποδα την κουβέντα μας, με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο βρεθήκαμε. Νομίζω ότι στη ζωή μας το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο πρέπει να είναι το προσδοκώμενο.
«Φυσικά, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι μπορούμε να το έχουμε. Ο κόσμος, όμως, ακόμη και ο απλός λαός, το έχει κάνει σύνθημα αυτό, όπως για παράδειγμα με το “κυνήγα το όνειρο”, και έτσι θέλει να υψωθεί λίγο από το έδαφος».

Αυτό μου φέρνει στο μυαλό κάτι που είχε πει ο Νίτσε, ότι μόνο η τέχνη και ο έρωτας μπορούν να σου προκαλέσουν συναισθήματα τα οποία σε κάνουν να ξεφύγεις από το να είσαι ένας μέσος άνθρωπος.
«Σε αυτό συμφωνούμε όλοι, δεν θα μπορούσαμε να μη συμφωνούμε. Αλλά αυτό είναι μια φράση την οποία διαβάζεις στα 18 σου και τη βρίσκεις ωραία. Και αργότερα, με την ωριμότητα, αρχίζεις να τη βιώνεις».

Ναι, αλλά μερικά πράγματα είναι τόσο βαθιά υπαρξιακά, που ακόμη και νέος να τα ακούσεις υποψιάζεσαι πολύ βάσιμα ότι όντως είναι έτσι.
«Είναι αλήθεια ότι επειδή ο άνθρωπος κοιτώντας ψηλά στην ουσία έχει μόνο ερωτήματα και ποτέ απαντήσεις, δείχνει ότι θέλει να υπερυψωθεί λίγο από το έδαφος της μάνας γης που τον θρέφει, και αυτό συμβαίνει από νεαρή ηλικία».

Είπατε πριν ότι οι άνθρωποι ωριμάζοντας βιώνουν αλλιώς τα πράγματα. Η ωριμότητα όμως, εκτός από τη θετική πλευρά της, δεν είναι και ένα βρώμικο φίλτρο μέσα από το οποίο φιλτράρουμε τα πράγματα έχοντας χάσει την αγνότητα και την αθωότητά μας;
«Στην ωριμότητά μας δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Ή θα γίνουμε καραβάνες συντηρητικές ή θα γίνουμε γνώστες και εραστές της όποιας αλήθειας και θα πορευτούμε με αυτή».

Το σημαντικό σε έναν άνθρωπο, το οποίο σίγουρα ισχύει και για τους καλλιτέχνες, είναι να ξέρει σε αυτήν τη ζωή το «Γιατί» του. Αν ξέρει αυτό, τότε κατά πάσα πιθανότητα ξέρει και το «Πώς». Το δικό σας «Γιατί» πιστεύετε ότι το έχετε απαντήσει;
«Το απαντώ καθημερινά και επειδή δεν μπορώ να το απαντήσω μόνος μου, ζητώ τη βοήθεια και άλλων ανθρώπων. Καλλιτεχνών, συγγραφέων, ψυχοπαθών. Η πόλη στην οποία ζούμε είναι ήδη ένα πολύ μεγάλο ψυχιατρείο με εκατομμύρια τροφίμους. Οι μισοί είναι υγιείς ως έναν βαθμό και οι άλλοι μισοί είναι υγιείς ως προς έναν άλλον βαθμό. Το ότι ο καθένας από εμάς μπορεί να κουβαλήσει έναν βαθμό υγείας και τρέλας ταυτόχρονα είναι που μας κάνει να συνυπάρχουμε. Το δικό μου “πώς”, λοιπόν, με το οποίο απαντώ στο μικρό μου “γιατί” είναι η τέχνη μου, μέσω της οποίας προσπαθώ να ξεφύγω από αυτήν τη δυναστική πόλη, τη δυναστική χώρα, τη δυναστική συντεχνία όλων αυτών των ανθρώπων και των δυνάμεων που κατά καιρούς γίνονται αυτοκρατορίες και ανεβοκατεβαίνουν, δημιουργώντας μας την αίσθηση ότι κανένας από εμάς δεν είναι ελεύθερος και ότι είμαστε όλοι προτεκτοράτο».

Μια και μιλάμε για τα «γιατί» και για τα «πώς», φαντάζομαι πως γνωρίζετε ότι στην Ελλάδα, σε σχέση με εσάς ως καλλιτέχνη, υπάρχουν βασικά δύο μεγάλες κατηγορίες κοινού. Αυτοί οι oποίοι ό,τι και να τραγουδήσετε θα μαγευτούν και αυτοί οι οποίοι λένε: «Με τον Νταλάρα μέχρις ενός σημείου τρελαινόμουν με τα τραγούδια του, από ένα σημείο και μετά με αυτά που τραγούδησε με χάλασε». Πιστεύετε ότι αυτοί οι τελευταίοι είναι άδικοι ή κάπου έχετε και εσείς τη δική σας ευθύνη;
«Η απάντηση που θα σας δώσω σε αυτό πρέπει να είναι λίγο απολογιστική, αν και νομίζω ότι υπάρχει ακόμη λίγος χρόνος για να δουν οι άνθρωποι τη συνολική πορεία μου. Η διαδρομή μου δεν είναι απλή, είναι ιδιαίτερη και είναι σαν ένα σχοινί που περιέχει πολλά νήματα. Ας το πάρουμε από την αρχή. Εκανα τους πρώτους δίσκους μου με τον Κουγιουμτζή, μετά ήρθαν ο Καλδάρας, ο Λοΐζος και όλοι οι άλλοι. Οι πρώτοι δίσκοι μου είναι όλοι αποτέλεσμα μιας σύμπραξης ανθρώπων, μουσικών και στιχουργών, οι οποίοι έχουν κίνητρο την ίδια εσωτερική ανάγκη και το ίδιο ζητούμενο. Επίσης, από την άλλη, εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι σαν τον Στράτο Διονυσίου, που ήταν βέβαια ένας σπουδαίος τραγουδιστής, ή σαν τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση, που ήταν δάσκαλοί μου. Και δεν θα μπορούσα γιατί, καθώς περνούσαν τα χρόνια, η κοινωνία, η ζωή, οι ήχοι, τα κίνητρα και οι ανάγκες του κόσμου ήταν διαφορετικά.

Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι μόνο ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα κράτησε αλώβητη την ιδεολογία της δουλειάς του από την αρχή της πορείας του μέχρι σήμερα: Η Μαρία Φαραντούρη. Οσο και να ψάξεις δεν θα βρεις άλλον καλλιτέχνη. Μόνο αυτή. Γιατί, όμως, το έκανε; Γιατί η Μαρία Φαραντούρη είναι αυτό που έκανε, ενώ εγώ στο τραγούδι είμαι και πολλά άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Είμαι από τη μία τα τραγούδια του Καλδάρα με τα ουσάκ και τα ανατολίτικα, είμαι όμως και τα τραγούδια του Κουγιουμτζή, του Λοΐζου, του Τσιτσάνη, τα ρεμπέτικα και όλα αυτά. Και όσο ανοιγόμουν τόσο πιο πολλοί με ζητούσαν να δουλέψω. Και εγώ έπρεπε να προστατεύω μόνος μου τον εαυτό μου. Επρεπε να βάλω εγώ το μέτρο».

Υπάρχει ενδεχόμενο να χάθηκε κάποια στιγμή το μέτρο;
«Δεν αποκλείεται… Το μέτρο μπορεί να χαθεί στην ποσότητα. Μπορώ, όμως, να σας πω με υπερηφάνεια ότι επειδή άρχισα από πολύ μικρός να τραγουδάω, πιθανόν να είμαι από τους τραγουδιστές με τους περισσότερους δίσκους στην Ελλάδα, και συνεχίζω να τραγουδάω. Αυτό, εκ των πραγμάτων, δημιουργεί μια συσσώρευση υλικού. Εχω πάρει όμως μια απόφαση ότι αυτό που ξέρω να κάνω είναι να τραγουδάω και να παίζω. Και αυτό θα κάνω: θα τραγουδάω και θα παίζω αυτά που μου αρέσουν τη δεδομένη στιγμή. Να σου πω ότι εκείνη την εποχή σε πολλούς δεν άρεσε όταν τραγούδησα τα “χασικλίδικα” ή όταν τραγούδησα Βαμβακάρη, τραγούδια του “παραπετάματος”, όπως τα έλεγαν. Κάποιος κόσμος, λοιπόν, μπορεί να με “έχασε”, όπως λέτε, γιατί τραγούδησα τα λάτιν. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι, επειδή από την άλλη δεν είδα την ευαισθησία που θα περίμενα όταν είπα το τραγούδι του Μιχάλη Γκανά, τις “Εσωτερικές ειδήσεις”. Επομένως, εγώ θα βγάζω τα τραγούδια που μου αρέσουν και εσύ διάλεξε…»

Οταν ακούμε ένα εκπληκτικό μουσικό κομμάτι, ελληνικό ή ξένο, μας προκαλεί μια παράξενη αίσθηση οικειότητας ότι κάπου το έχουμε ξανακούσει, χωρίς όμως αυτό να ισχύει.
«Εμείς οι καλλιτέχνες έχουμε λόγο να το πιστεύουμε αυτό, γιατί το βλέπουμε και εμπράκτως. Ενα σημαντικό μουσικό κομμάτι ή τραγούδι μπορεί να γίνει αμέσως οικείο. Ενα τραγούδι το οποίο στην ουσία είναι ένα μικρό θαύμα και στο οποίο πέτυχαν όλα: το θέμα του, η γλώσσα του, η μελωδία του, οι στίχοι του, οι άνθρωποι που το δημιούργησαν. Ολα αυτά οδηγούν σε μια επιθυμητή διαδικασία που καταφέρνει η μουσική επειδή είναι άδολη. Η μουσική είναι μια τέχνη η οποία έχει στόχο να αγγίξει τις εσωτερικές χορδές κάθε ανθρώπου, ώστε να τον κάνει να νιώσει ότι η πέτρα που πατάει δεν είναι τόσο σκληρή, το χώμα δεν είναι τόσο άγονο, το κρύο δεν είναι τόσο διαπεραστικό. Αυτά όλα είναι πολύ σημαντικά στοιχεία τα οποία μπορεί να δώσει η μουσική».

Αυτό το μικρό θαύμα μπορεί να συμβεί με οποιοδήποτε τραγούδι; Δηλαδή και σε ένα άθλιο τραγούδι που παίζεται και στο τελευταίο σκυλάδικο τη Εθνικής οδού; «Εδώ περνάμε σε πιο εξειδικευμένα θέματα. Τα οποία ίσως, με τη μικρή μου πείρα, να μπορώ να απαντήσω. Επειδή δεν είμαι ικανός να απαντήσω και σε όλα…».

Μου αρέσει αυτό που μου λέτε, γιατί θεωρώ πιο σημαντικό, εκτός από αυτά που κάποιος λέει ότι ξέρει, να λέει «αυτό δεν το ξέρω».
«Μα βέβαια, αυτό το διαπιστώνουμε μέσα από την καθημερινή εμπειρία μας. Αυτό που έμαθα χθες μπορεί αύριο να μην ισχύει. Δείτε πόσα πράγματα έχουν αλλάξει, για παράδειγμα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη σχέση του ανθρώπου με την ιδεολογία του, με τον έρωτα, με τον εαυτό του, με τα θεία. Αυτά τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς και ενώ παραμένουν ίδια, είναι διαρκώς καινούργια».

Ωραία. Πάμε στην προηγούμενη ερώτηση για το αν μπορούν να συμβούν μικρά θαύματα και στο πιο άθλιο σκυλάδικο.
«Υπάρχουν κάποιες “κοινωνίες” οι οποίες έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται, τα “σήματα” που έχουν για να επικοινωνούν μεταξύ τους, ακόμη και τα τατουάζ που κάνουν επάνω στο σώμα τους και τα οποία κάτι σημαίνουν. Υπάρχουν κάποιες σημειολογικές αναφορές στη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίες είναι ένα έναυσμα επικοινωνίας. Και σε αυτές τις ομάδες υπάρχει μεγαλείο. Οπότε, σίγουρα θα μπορούσε και σε έναν χώρο όπως αυτός που αναφέρατε να ακούσει κάποιος ένα αριστούργημα – τελικά όμως αυτό που ορίζει ένα κομμάτι ως αριστούργημα είναι το εύρος των κοινωνικών ομάδων τις οποίες συγκινεί και σίγουρα ο χρόνος διάρκειάς του. Δηλαδή, ένα τραγούδι που συγκινεί μια μικρή ομάδα ανθρώπων, ακόμη και αν τη συγκινεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είναι αριστούργημα. Για παράδειγμα, το “Ιστορία μου, αμαρτία μου” θεωρείται από κάποιους ανθρώπους ένα μικρό θαύμα του λαϊκού τραγουδιού, στην ουσία όμως δεν είναι. Είναι ωραίο, είναι θελκτικό, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι ένα μικρό θαύμα».

Γιατί; Εχει αντέξει πολύ μέσα στον χρόνο.
«Ναι, αλλά είναι μικρό το εύρος του και δεν πρότεινε κάτι καινούργιο. Θαύμα είναι η “Αχάριστη”, “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν” ή το “Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”. Αυτά είναι μικρά θαύματα».

Στη μουσική, όπως και στη ζωή, όλοι λένε ότι έχουν περπατήσει επάνω σε τεντωμένο σκοινί, αλλά είναι φανερό ότι αυτό δεν ισχύει για όλους. Πιστεύετε ότι στην τέχνη τελικά υπάρχει δικαιοσύνη; Ο καλλιτέχνης που πραγματικά περπατά σε τεντωμένο σκοινί δικαιώνεται κατά κανόνα στο τέλος;
«Στη… σούμα, πιστεύω ότι ναι. Ο Σκαλκώτας, για παράδειγμα, δεν αναγνωρίστηκε όσο ζούσε, αλλά εκ των ύστερων. Ακόμη και ο Δημήτρης Μητρόπουλος μετά θάνατον δικαιώθηκε. Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί οι οποίοι ένιωσαν τη δικαίωση της τέχνης τους όσο ζούσαν, όπως για παράδειγμα η Μαρία Κάλλας. Επίσης συμφωνώ ότι δεν έχουν περπατήσει όλοι πάνω στο ίδιο τεντωμένο σκοινί.

Για παράδειγμα, λίγοι έχουν “περπατήσει” όπως ο Μάνος Χατζιδάκις. Βέβαια, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να θίξουμε και το θέμα της τέχνης μέσα στον χρόνο, γιατί οι άνθρωποι έχουμε το θράσος – εγώ ως Γιώργος, εσείς ως Μάκης, οι κριτικοί στις εφημερίδες ή και οι δισκογραφικές εταιρείες που βγάζουν τα τραγούδια – να νομίζουμε ότι μέσα στη ζωή μας, που είναι ένα τίποτα, μπορούμε να ορίσουμε έννοιες όπως είναι η τέχνη. Αλλος ήταν ο ορισμός της τέχνης πριν από 2.000 χρόνια και άλλος θα είναι σε άλλα τόσα από σήμερα και πιθανόν δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που θεωρούμε τώρα εμείς τέχνη. Εμείς τώρα είμαστε απλώς ένα περιστατικό στην αφόρητα μεγάλη διαδρομή του ανθρώπινου είδους, η οποία το πιθανότερο είναι ότι μόλις έχει ξεκινήσει. Μόλις τώρα ξεμύτισε η ανθρώπινη ζωή».

Ναι, αλλά ταυτόχρονα ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι αυτός που θα πάρει το τίποτα θα το κάνει τέχνη και θα το παρουσιάσει λαμπερό στον κόσμο.
«Σωστά, αλλά σκεφτείτε ότι ακόμη και εμείς που κάνουμε αυτήν την κουβέντα τώρα εδώ, ταυτόχρονα σκεφτόμαστε τις υποχρεώσεις που μπορεί να έχουμε αμέσως μετά. Δηλαδή ζούμε μέσα στο τίποτα. Αυτό το τίποτα εμείς πρέπει να βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε κάτι σημαντικό. Και πραγματικά, η μουσική, το τραγούδι και η τέχνη γενικότερα παίρνουν το τίποτα και το κάνουν κάτι. Εμένα μου φτάνει αυτό».

Αφού μιλάμε για την καθημερινότητά μας, πιστεύετε ότι είναι ευθύνη και της πολιτικής να κάνει τον μέσο πολίτη να μη φοβάται να ζήσει τη ζωή του;
«Οντως. Και εδώ είναι που υπάρχει το έλλειμμα της τέχνης της πολιτικής, η οποία αυτό ακριβώς θα έπρεπε να κάνει: Να βοηθήσει τους ανθρώπους να φοβούνται λιγότερο να ζήσουν τη ζωή τους. Και πολιτική δεν είναι μόνο η διαδικασία που ασκείται μέσα στη Βουλή. Η πολιτική περιλαμβάνει όλη την έννοια της οργανωμένης κοινωνίας».

Θυμάμαι ότι πάντα τα τραγούδια σας είχαν θέμα κοινωνικό, πολιτικό και συχνά μιλούσαν για τους μετανάστες και τις μειονότητες. Τώρα που ένα κομμάτι της εξουσίας που ασχολείται με τους μετανάστες είναι μέσα στο σπίτι σας, η σύζυγός σας η Αννα Νταλάρα ως υφυπουργός Εργασίας, έχετε νιώσει την ανάγκη να πείτε σε αυτό το μικρό κομμάτι της εξουσίας ότι διαφωνείτε σε κάτι; Οτι πιθανόν η γνώμη σας είναι άλλη και ενδεχομένως αντίθετη στο θέμα των μεταναστών;
«Δεν έχουμε τέτοια προβλήματα μεταξύ μας και ό,τι δεν μας κάνει το λέμε. Η Αννα είναι ένα μικρό κομμάτι της εξουσίας, αλλά κυρίως ασχολείται με το θέμα των προσφύγων εδώ και 15 χρόνια και το ξέρει καλά. Προσπαθεί πολύ σε αυτόν τον ιδιαίτερο τομέα και μπορώ να σας πω ότι ξέρει περισσότερα από αρκετούς άλλους. Εγώ, όμως, είμαι πολύ θυμωμένος με το θέμα των προσφύγων στην Ελλάδα».

Ολοι είμαστε θυμωμένοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Εσείς γιατί είστε;
«Είμαι πολύ θυμωμένος γιατί είναι ένα θέμα που ιδεοληπτικά, όχι ιδεολογικά, προκαλεί μέθη και σύγχυση στο μυαλό των ανθρώπων, χωρίς στην πραγματικότητα να γνωρίζουν το θέμα. Ολο το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια και είναι πρόβλημα λειτουργίας του κράτους. Το 80% αυτών των ανθρώπων δεν θέλουν καν να μείνουν εδώ. Θέλουν να περάσουν και να φύγουν».

Προφανώς πιστεύετε ότι δεν ήθελαν να φύγουν από την πατρίδα τους, την οικογένειά τους και τους φίλους τους. Αναγκάστηκαν να το κάνουν.
«Βεβαίως! Διότι οι… σύμμαχοί μας, αυτοί με τους οποίους εμείς συνεργαζόμαστε, είναι αυτοί που καταλαμβάνουν και καταστρέφουν τις χώρες τους!».

Αρα, στο ποσοστό που μας αναλογεί, προφανώς έχουμε και εμείς την ευθύνη μας;
«Εχουμε. Οι άνθρωποι, όμως, που έρχονται εδώ δεν έρχονται για να μας εκδικηθούν, δεν έρχεται κανείς εδώ για να μας πάρει τα λεφτά και τις δουλειές. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Αλλά αφήνουμε σε πατριδοκάπηλους, σε ιδεοληπτικά διαταραγμένους ανθρώπους το θέμα της αγάπης προς την πατρίδα. Και τώρα πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν δίκιο».

Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά μια ολόκληρη κοινωνία βολεύεται με διαφορετικούς τρόπους από την ύπαρξη αυτών των μεταναστών. Οι απλοί πολίτες επειδή σε αυτούς ρίχνουν το φταίξιμο για την κατάντια τους, οι αγρότες γιατί τους έχουν για ένα πιάτο φαΐ ανασφάλιστους στα κτήματά τους, οι έμποροι ναρκωτικών γιατί έχουν βρει εύκολα και αναλώσιμα βαποράκια και πάει λέγοντας…
«Φωνάζουν για τους μετανάστες ότι είναι πολλοί – και σε κάποιο σημείο έχουν δίκιο. Ομως αφού έρθουν εδώ δεν σημαίνει ότι παύουν να είναι άνθρωποι. Και γιατί φωνάζεις; Ο λιμενικός σου και ο αστυνόμος σου είναι αυτοί που κάνουν τα στραβά μάτια. Ο δικηγόρος σου είναι αυτός που βγάζει λεφτά στην πλάτη τους. Υπάρχουν Ελληνες που συνεργάζονται με τους δουλεμπόρους για να μεταφέρουν αυτούς τους ανθρώπους και βγάζουν λεφτά. Μέχρι πριν από κάποιο διάστημα όλοι αυτοί ασχολούνταν κυρίως με τους Αλβανούς και έλεγαν ότι “οι Αλβανοί μάς παίρνουν τα χωράφια μας”.

Μα, σου τα παίρνουν γιατί δεν είσαι άξιος να τα κρατήσεις! Και οτιδήποτε άλλο έχεις χάσει ως λαός σού το παίρνουν επειδή δεν είσαι άξιος να το κρατήσεις. Αν το σκεφτείς, δεν κάνουν τίποτε άλλο από αυτό που έκαναν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας όταν πήγαιναν στην Αμερική και στην Αυστραλία και με την εργασία τους αγόραζαν γη και μαγαζιά. Αυτό κάνουν, πού το βλέπεις λοιπόν το παράξενο; Ολοι βγαίνουν και φωνάζουν “Είμαστε Ελληνες”. Ελληνες όμως είναι οι πολίτες που συμμετέχουν στην κοινωνία και στον πολιτισμό μας ενεργά».

Οταν όμως η ευθύνη ανήκει σε όλους, τελικά καταλήγει να είναι μην είναι κανενός.
«Ολα συμβαίνουν γιατί ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ελληνικό κράτος. Εγώ θέλω κάθε μέρα να τραβάω το αφτί του κράτους και να του δείχνω τα λάθη του, γιατί όποιο κράτος και να σκεφτείς κάνει λάθη και χρειάζεται βελτίωση. Ομως για να βελτιώσεις ένα κράτος πρέπει πρώτα να το ιδρύσεις. Εμείς δεν το ιδρύσαμε ακόμη…».

Εμείς όμως φτάσαμε στο σουρεαλιστικό σημείο να είμαστε η μόνη χώρα που είχε δύο «κράτη»: το «κράτος» της ΝΔ και το «κράτος» του ΠαΣοΚ.
«Τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να ισχύει, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το πρόσφατο παρελθόν μας που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Από το 1950 ως το 1974 δεν είχαμε δύο κράτη, είχαμε μόνο τη Δεξιά με ένα στυγνό “καραμανλικό” κράτος και τη χούντα. Εκείνη την εποχή άνθρωποι διανοούμενοι και επιστήμονες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη χώρα στην καθημερινότητά της ήταν είτε στη φυλακή είτε στην εξορία».

Τι πιστεύετε ότι έχει κυριαρχήσει περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Ελληνα, η έντονη επιθυμία του να λειτουργεί δημοκρατικά ή η έφεσή του να λειτουργεί επί της ουσίας αντιδημοκρατικά;
«Ο Ελληνας έχει έλλειμμα ενδοσκόπησης και στο αν πραγματικά αγαπάει την Ελλάδα. Οχι με την έννοια της πατριδοκαπηλίας, ούτε ως το “γαλανόλευκο σκοτάδι”, αλλά στο να την έχει ως αλήθεια του».

Μια και αναφέρατε την έκφραση «γαλανόλευκο σκοτάδι», δεν θεωρείτε ότι ο «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός είναι μια από τις μεγαλύτερες πλάνες του Ελληνα; Υπάρχει ο ελληνικός και ο χριστιανικός πολιτισμός. Ο «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός είναι κατασκεύασμα.
«Βεβαίως, το πιστεύω απόλυτα. Και πιστεύω ότι έβλαψε την Ελλάδα. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, αυτήν τη στιγμή που ο κόσμος περνά δύσκολα και κανείς δεν βοηθάει κανέναν, ευτυχώς που υπάρχει και η Εκκλησία να ταΐζει με συσσίτια πάρα πολύ κόσμο. Η Εκκλησία εδώ στην Ελλάδα είχε πάντα μια γλώσσα και μια αισθητική στα οποία δεν θα έπρεπε να πηγαίνεις κόντρα».

Αυτό που ακούστηκε για το τείχος στον Εβρο σάς βρίσκει σύμφωνο;
«Κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να υπάρχει πουθενά κανένα τείχος. Είμαι εναντίον των συρματοπλεγμάτων ούτως ή άλλως και πιστεύω ότι τα λεφτά αυτά θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κάπου αλλού πιο ωφέλιμα».

Τι σας ανησυχεί περισσότερο για την ελληνική κοινωνία;
«Είμαστε ασύμμετροι ως λαός. Ο,τι και να κάνουμε το κάνουμε στην υπερβολή του. Τα προτερήματα που έχουμε τα μετατρέπουμε σε ελαττώματα και μετά κλαίμε για αυτά. Πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια στον εαυτό μας και αυτό πρέπει να αρχίσει από το σχολείο και την Παιδεία. Αυτήν τη στιγμή έχουμε μια κυβέρνηση η οποία κάνει λάθη όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις, έχουμε και έναν άνθρωπο ήπιο και καλών προθέσεων. Αν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει το κράτος και επειδή είναι καλών προθέσεων ενδεχομένως και να το θέλει, δοκίμασέ τον, στήριξέ τον για να το κάνει. Μην τον σαμποτάρεις, άφησέ τον να φτιάξει ένα κράτος και μετά τον κρίνεις. Αυτός είναι και ο ρόλος της Αριστεράς, να διορθώνει καθημερινά το κράτος, αλλά πρώτα πρέπει να υπάρξει κράτος. Και για να υπάρξει, η κυβέρνηση δεν μπορεί να λέει μόνο λόγια. Αν δεν έχει αρχεία, ας πάρει τον τηλεφωνικό κατάλογο και ας πει ότι όλοι “από το άλφα μέχρι το ωμέγα θα ελεγχθούν”. Ολοι όμως. Και όπου υπάρχουν παράνομα λεφτά ας βγουν αυτοί που τα έβγαλαν και να πουν “έσφαλα”».

Το ΚΚΕ πιστεύετε ότι είναι και αυτό μέρος του συστήματος, άρα και του προβλήματος;
«Με το παρελθόν που έχω, μου είναι πολύ δυσάρεστο να υποχρεωθώ να διαχωρίσω αυτό που σήμερα βλέπουμε ως ΚΚΕ και αυτό που εννοούσαμε τότε, όταν το ΚΚΕ ήταν ένα κόμμα ηρώων, που τίμησε αυτήν τη χώρα με αξιοπρέπεια, με αληθινό, αγνό πατριωτισμό. Δυσκολεύομαι, όχι μόνο λόγω του αριστερού παρελθόντος της οικογένειάς μου, αλλά γιατί νιώθω καθημερινά ότι το έλλειμμα μεγαλώνει. Δεν φταίει η ιστορία του ΚΚΕ, αυτή είναι στέρεη και αντέχει. Αντέχουν ακόμη και οι ήρωες που δεν τους έχει αναγνωρίσει το κόμμα. Με την ευκαιρία να σας πω ότι ενώ υπάρχει άγαλμα του Ζέρβα κάπου εδώ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, δεν υπάρχει πουθενά ένα άγαλμα του Βελουχιώτη. Αναρωτηθήκατε γιατί;».

Πείτε μας γιατί.
«Οχι, δεν θέλω καν να το ξεστομίσω. Ομως εδώ και δεκαετίες έχουν συμβεί παράξενα πράγματα στην Ελλάδα και έχουμε πέσει σε παρατράγουδα της πολιτικής και σε περίεργες συμπεριφορές κομμάτων. Εφυγε ο ένας Πρωθυπουργός πιο γρήγορα για να κουκουλώσει τα σκάνδαλα που όλοι ξέρουμε. Πέσαμε με προοδευτικές κυβερνήσεις πάνω στα χρηματιστήρια και “αυτοκτόνησε” ο κόσμος…».

Εσείς τέχνη κάνατε κυρίως για να καταλάβετε τον εαυτό σας ή για να κάνετε τους άλλους να σας καταλάβουν;
«Και για τα δύο. Εγώ ήθελα να τραγουδήσω γιατί αλλιώς θα ήμουν δυστυχισμένος, και μόλις κατάλαβα τι είναι το τραγούδι, είπα στον εαυτό μου “δεν μπορείς να παίζεις με αυτό”. Αλλά κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να παίξω για λίγο και έτσι έκανα τα λάτιν. Εχουν πολλά παράδοξα αυτά τα τραγούδια, γιατί εγώ είμαι παράδοξος. Ζω, και αν δεν ζήσω, αν δεν μπω μέσα στη διαδικασία να τραγουδήσω αυτά που μου αρέσουν, πώς θα με αναιρέσεις εσύ για να μου πεις ποιο είναι το σωστό;».

Η αλήθεια είναι, και σίγουρα το γνωρίζετε, ότι είστε ένα μέτρο σύγκρισης για τους νέους τραγουδιστές εδώ και δεκαετίες.
«Το να σου λέει κάποιος “είσαι μοναδικός”, “είσαι ο πρώτος”, δεν μου αρέσει και το θεωρώ χυδαιότητα. Συγγνώμη, αλλά δεν αποδέχομαι αυτές τις αξιολογήσεις του σταρ σύστεμ, και ξέρετε γιατί; Οχι γιατί είμαι καλός τραγουδιστής και τις απορρίπτω με ευκολία, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος αξιολογεί και βάζει τα στάνταρ του είναι φτηνιάρικος. Θα ήθελα κάτι καλύτερο. Αν είχε ένα καλύτερο μέτρο με το όποιο μετράει την τέχνη, θα ήθελα να είμαι μέσα».

Εχουν υπάρξει εποχές που η κοινωνία είχε ένα πιο σωστό μέτρο αξιολόγησης των τραγουδιών;
«Οταν δεν χρειαζόταν να τα σχολιάσουν και να μετρήσουν ποιος είναι καλός και ποιος είναι κακός. Το σταρ σύστεμ είναι που τα εκμηδενίζει όλα. Το σταρ σύστεμ. Είναι δηλαδή ένα σύστημα αστέρων; Δεν είναι πολύ μικρή η Ελλάδα για να κάνει τέτοιου τύπου μετρήσεις; Δεν έχει αξία και “βρωμάει” τηλεόραση».

Ο καλλιτέχνης, λένε, πρέπει να είναι πιο μικρός από την τέχνη του, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη τέχνη.
«Σωστά. Εγώ νιώθω ότι το τραγούδι με ξεπερνά και είναι πάνω από εμένα. Και πρέπει εγώ να σταθώ άξιος. Για παράδειγμα, αυτή η δουλειά μου που θα προσφέρει η εφημερίδα σας δεν είμαι “εγώ” και δεν παίρνεις “εμένα”. Παίρνεις τις μνήμες σου ή τις μνήμες του πατέρα σου, από ανθρώπους που άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους σε αυτήν τη χώρα, έξω από το σταρ σύστεμ. Είναι ένα κομμάτι από τη συλλογική μνήμη αυτού του λαού και μάλιστα σε μια εποχή που μοιάζει να μην έχουμε κάτι να μας ενώνει. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα σπουδαίο, ήμουν απλώς το μέσον»…

Οι ιστορικές αυθεντικές ηχογραφήσεις του Γιώργου Νταλάρα θα κυκλοφορούν μαζί με «Το Βήμα της Κυριακής» από τις 20 Φεβρουαρίου.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 538, σελ. 22-27, 06/02/2011.