Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η αρχιτέκτονας Margarete Schόtte-Lihotzky «ανακάλυψε» την εντοιχισμένη κουζίνα προκαλώντας αισθητική και ιδεολογική μεταρρύθμιση. Το δωμάτιο για τους υπηρέτες μετατράπηκε σε βασίλειο της νοικοκυράς, κάτι που ισχύει ως σήμερα. Η έκθεση Design+modernkitchen στο MoMΑ της Νέας Υόρκης μάς το θυμίζει.

Η κρίσιμη καμπή τοποθετείται αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τότε ο χώρος παρέμενε αυτό που ήταν επί αιώνες: ένα «άδυτο» του σπιτιού, σχεδόν «δυσπρόσιτο» ακόμη και για τους ιδιοκτήτες του. Αποτελούσε άτυπη επικράτεια του υπηρετικού προσωπικού, όπου συνέβαιναν διάφορα «αποτρόπαια», τα οποία τραυμάτιζαν παιδικούς ψυχισμούς, όπως, για παράδειγμα, το ξεπουπούλιασμα πουλερικών ή ο τεμαχισμός και η διαλογή ωμών κρεάτων. Επιπλέον, ευχάριστες οσμές μπλέκονταν με δυσάρεστες, με αποτέλεσμα τα αντίρροπα οσφρητικά ερεθίσματα να γεννούν και τα αντιστοίχως ανάμεικτα συναισθήματα για τον χώρο. Και αυτά γίνονταν ακόμη πιο έντονα λόγω του «οπτικού εφέ» που πρόσθετε μια ανεξίτηλη πατίνα, η οποία προέκυπτε αναπόφευκτα από αλλεπάλληλα τσιγαρίσματα και ασταμάτητους κοχλασμούς και κάλυπτε τα πάντα. Εν κατακλείδι, μέχρι τότε η κουζίνα ανήκε μεν στο σπίτι, αλλά το σπίτι δεν είχε καμία πρόθεση να την επιδεικνύει ως δική του και να υπερηφανεύεται για αυτήν.

Αυτό που συνέβη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια κρίση εξωστρέφειας: Ο μοντερνισμός παρέλαβε την κουζίνα, την ανασχεδίασε, «συγκόλλησε» τη λειτουργία της σε εκείνη του υπόλοιπου σπιτιού και επιπλέον της χάρισε μια όψη πιο «αστική», κατ’ αντιδιαστολή του στυλ ρουστίκ που διατηρούσε ως τότε. Η κουζίνα έγινε πια ένας χώρος ελεύθερης πρόσβασης και, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, με τον καιρό μετατράπηκε σε αυτό που είναι τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, δηλαδή ένας χώρος επίδειξης του πολιτισμού και της ευμάρειας του ιδιοκτήτη του.

Πίσω από αυτήν τη μεταμόρφωση της κουζίνας κρύβεται μια ηρωίδα, η οποία παραμένει ακόμη αφανής παρά το ότι η συγκεκριμένη συνεισφορά της στην αρχιτεκτονική εκτιμάται ως ανάλογη με εκείνη της Μαντάμ Κιουρί στη φυσική. Πρόκειται για τη Margarete (Grete) Schόtte-Lihotzky, την αυστριακή αρχιτεκτόνισσα που στα μέσα της δεκαετίας του 1920 παρουσίασε το πρότζεκτ «Νέα κουζίνα». Αυτό στην πορεία έγινε πιο γνωστό ως «κουζίνα της Φραγκφούρτης» (FrankfurterKόche) επειδή σχεδιάστηκε για τα νέα συγκροτήματα κατοικιών που χτίζονταν από την υπηρεσία του δήμου, η οποία αντιστοιχεί στον δικό μας Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, για όσους αναζητούσαν ακόμη στέγη μετά τις καταστροφές που είχε επιφέρει ο πόλεμος. Αντικρίζοντας κάποιος σήμερα εκείνα τα σχέδια, δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο καινοτόμα και ριζοσπαστικά φάνταζαν τότε, κυρίως επειδή η κουζίνα αυτή διαμόρφωσε το σημερινό στερεότυπό μας για το είδος.

Η προεργασία της Schόtte-Lihotzky υπήρξε και αυτή εντυπωσιακή. Η αρχιτεκτόνισσα ρώτησε εκατοντάδες νοικοκυρές και κατέγραψε επιμελώς τις απαιτήσεις τους, καθώς επίσης και το πώς σταδιακά εκμοντερνίζονταν η καθημερινότητά τους και οι υποχρεώσεις τους. Η «Νέα κουζίνα» της δεν παρείχε μόνο πρακτικές διευκολύνσεις, αλλά επιβεβαίωνε και επικροτούσε τις μεταβολές που επέρχονταν στον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία τού τότε. Επί της ουσίας, ήταν η πρώτη εντοιχισμένη κουζίνα, η οποία «πατούσε» πάνω στη λογική των τεχνολογικών εργαστηρίων και των βιομηχανικών χώρων εργασίας. Δηλαδή σχεδιάστηκε με γνώμονα τις αντιλήψεις και τα πρότυπα που επικρατούσαν τότε περί παραγωγικότητας, ομαλής ροής των διαδοχικών εργασιών και τήρησης των κανόνων υγιεινής. Εδινε ιδιαίτερη σημασία στη διευκόλυνση της αποθήκευσης εργαλείων και αγαθών, καθώς και στο να γίνονται όλες οι δουλειές πιο γρήγορα με στόχο να γλιτώνει χρόνο η νοικοκυρά, μια και κατά κανόνα ήταν πια και εργαζόμενη γυναίκα. Πέραν αυτών, το πνεύμα του σχεδιασμού της προήγαγε με ευθύ και σαφή τρόπο την ιδέα της κοινωνικής ισότητας και γενικότερα της αναδιάρθρωσης της κοινωνίας μέσω της τεχνολογίας και της αισθητικής.

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η Schόtte-Lihotzky μάς πρόσφερε μια νέα αντίληψη για τον χώρο του σπιτιού, στον οποίο τελικά «μαγειρεύτηκε» ολόκληρη η σύγχρονη ζωή. Για παράδειγμα, μέσα στην κουζίνα και χάρη σε αυτήν επιτεύχθηκε η ουσιαστική εξοικείωσή μας με τις ποικίλες εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Ο,τι μέχρι τότε γινόταν κοπιαστικά στο χέρι, άρχισε σιγά σιγά να παράγεται, αν μη τι άλλο, ημιαυτόματα, με τη χρήση κάποιας εξειδικευμένης ηλεκτρικής συσκευής. Η σημασία που αποκτούσε η κουζίνα στην καθημερινή ζωή εξώθησε εφευρέτες, βιομηχάνους και ντιζάινερ σε έναν εντυπωσιακό αγώνα πλειοδοσίας τέτοιων συσκευών, χρηστικών αντικειμένων και άλλων εργαλείων, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ. Ολα αυτά τα είδη μαζί, από το εργαλείο χειρός για την κοπή του βραστού αβγού σε ισόπαχες ροδέλες μέχρι τον ηλεκτρικό πολτοποιητή φουντουκιών – για να μην αναφερθούμε σε πιο κοινότοπα παραδείγματα, όπως είναι, ας πούμε, η καφετιέρα ή το μίξερ –, δημιούργησαν μια τεράστια νέα αγορά. Και αυτή μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς ο άνθρωπος παραδιδόταν προοδευτικά στην ολοένα περισσότερα υποσχόμενη αγκαλιά της «κοινωνίας της κατανάλωσης».

Παράλληλα, όλα αυτά τα είδη αποκτούσαν μια περαιτέρω πολιτισμική αξία, επειδή η μορφή τους καθρέφτιζε την επικρατούσα αισθητική σε κάθε εποχή. Και όσο η αγορά τους γινόταν ισχυρότερη τόσο το ντιζάιν έσπευδε να εμπλουτίζει τη συλλογή με νέες ιδέες και φόρμες. Ετσι, η κουζίνα έγινε το πιο ακριβές βαρόμετρο καταγραφής των αλλαγών στην τεχνολογία, στην αισθητική, στις διατροφικές μας συνήθειες και κατ’ επέκταση σε ολόκληρο το modusvivendi μας. Συγχρόνως, και με την ίδια αξιοπιστία, αποτύπωσε όλες τις κοινωνικές αλλαγές. Υπήρξε ένα «γυναικείο βασίλειο» στα χρόνια του Μεσοπολέμου, που προβιβάστηκε σε «αυτοκρατορία» μεταπολεμικά, για να γίνει τελικά «χρυσό κλουβί» κατά την άποψη του φεμινισμού. Στις μέρες μας πάλι, που το ντελίβερι τείνει να γίνει καθημερινή συνήθεια και η μαγειρική ένα εβδομαδιαίο χόμπι αναζήτησης ευφάνταστων γεύσεων, η κουζίνα μοιάζει περισσότερο με χώρο αναψυχής μέσα στο σπίτι και αυτό δικαιολογεί την επιθυμία μας να φαντάζει ανά πάσα στιγμή λαμπρός και άσπιλος, σαν να επρόκειτο για μια υπερσύγχρονη γλυπτική σύνθεση που γαληνεύει την επιτακτική ανάγκη μας να γοητεύουμε.

Το ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της κουζίνας για την ιστορία του ντιζάιν, παρουσιάζει ως τις 14 Μαρτίου 2011 μια εξαιρετική έκθεση σχετικά μωε το θέμα και για πρώτη φορά το έργο της Schόtte-Lihotzky.

Δημοσιεύθηκε στο BHMΑDECO, τεύχος 37, σελ. 62-63, Νοέμβριος 201