Οι γνωστοί κίνδυνοι έκρηξης κατά τη χρήση και τη μεταφορά διαφόρων καυσίμων για οχήματα και αεροπλάνα μπορεί να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό στο μέλλον, καθώς επιστήμονες στις ΗΠΑ ανακάλυψαν ένα πρόσθετο υλικό, το οποίο μειώνει την εκρηκτικότητα των καυσίμων (βενζίνης, πετρελαίου, κηροζίνης κ.α.).

Μεγαλύτερη ασφάλεια

Η προσθήκη του συνθετικού υλικού στους ιδιαίτερα εύφλεκτους υδρογονάνθρακες θα κάνει πιο εύκολη υπόθεση τη διαχείρισή τους και θα μειώσει την έκταση της καταστροφής σε περίπτωση ατυχήματος, σύγκρουσης ή τρομοκρατικής επίθεσης και της ανάφλεξης της δεξαμενής των καυσίμων που ακολουθεί.

Ερευνητές του Τμήματος Χημείας και Χημικής Μηχανικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech), του Εργαστηρίου Αεριοπροώθησης (JPL) και του Στρατού των ΗΠΑ, δημιούργησαν ένα υλικό αποτελούμενο από υπερβολικά μακριές αλυσίδες πολυμερούς.

Τα πολυμερή είναι μεγάλα μόρια που αποτελούνται από πολλά άτομα και μικρότερα μόρια με την μορφή μιας μακριάς αλυσίδας. Είναι είτε φυσικά, είτε συνθετικά (π.χ. στα πλαστικά). Οι επιστήμονες επεσήμαναν πως το νέο υλικό είναι συμβατό με τις σημερινές μηχανές και δεν μειώνει την ισχύ και την ενεργειακή αποδοτικότητά τους κατά την καύση των καυσίμων.

Τι συμβαίνει

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, όταν συμβαίνει ένα ατύχημα, τότε τα καύσιμα του οχήματος ή του αεροσκάφους τείνουν να διαχέονται και να αιωρούνται στον αέρα με την μορφή ενός λεπτού νέφους από σταγονίδια του καυσίμου, που εύκολα αρπάζει φωτιά. Το νέο πρόσθετο πολυμερές αλλάζει την χημική δομή των υδρογονανθρακων των καυσίμων έτσι ώστε να μειώνεται δραστικά η πιθανότητα έκρηξης, γεγονός που ελπίζεται ότι στο μέλλον θα μειώσει τα θύματα και τα εγκαύματα σε περίπτωση ατυχήματος.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι το νέο πρόσθετο θα κυκλοφορήσει στο εμπόριο σε περίπου δύο χρόνια κατ’ αρχήν για το πετρέλαιο ντίζελ. Για τη βενζίνη, θα συνεχιστούν οι έρευνες, ενώ για τα αεροπορικά καύσιμα θα πρέπει να αναμένεται ότι θα δοθει έγκριση για τη χρήση του σε πέντε έως επτά χρόνια. Η αύξηση του κόστους των καυσίμων λόγω του πρόσθετου θα είναι μικρή. Η ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».

Newsroom ΔΟΛ