Αυτή τη φορά όλα εξελίχθηκαν ομαλά: επτά μήνες μετά την απώλεια δύο δορυφόρων του συστήματος Galileo, η Ευρώπη εκτόξευσε με επιτυχία τους αντικαταστάτες τους, μέλη ενός αστερισμού δορυφόρων που θα ανταγωνίζεται το αμερικανικό GPS.

To πρόγραμμα

Οι δύο νέοι δορυφόροι του Galileo εκτοξεύτηκαν τα ξημερώματα του Σαββάτου από το ευρωπαϊκό διαστημικό κέντρο στο Κουρού της Γαλλικής Γουιάνας, κοντά στον ισημερινό. Περίπου τέσσερις ώρες μετά την πυροδότηση του ρωσικού πυραύλου Soyuz που τους μετέφερε, τέθηκαν σε τροχιά σε ύψος 23.500 χιλιομέτρων.

To πρόγραμμα Galileo, κόστους άνω των 7 δισ. ευρώ, υπέστη σημαντικό πλήγμα τον περασμένο Αύγουστο, όταν δύο δορυφόροι τέθηκαν σε λανθασμένη τροχιά. Χρειάστηκαν μήνες προετοιμασίες και μια σειρά από περίπλοκες μανούβρες για να γίνουν τελικά μερικώς λειτουργικοί. «Η ανάπτυξη του αστερισμού Galileo ξαναρχίζει με αυτές τις επιτυχείς εκτοξεύσεις» σχολίασε ο Ζαν-Ζακ Ντορντέν, γενικός διευθυντής της ευρωπαϊκής διαστημικής υπηρεσίας ESA.

Η τελευταία διπλή εκτόξευση αυξάνει τον αριθμό των δορυφόρων στους 8, από τους 30 που σχεδιάζεται να περιλαμβάνει ο αστερισμός στην τελική του μορφή το 2020. Για φέτος προγραμματίζονται δύο ακόμα διπλές εκτοξεύσεις, χάρη στις οποίες το Galileo θα μπορέσει να αρχίσει την πιλοτική λειτουργία του το 2016. Η ΕΕ ελπίζει ότι το Galileo θα ενισχύσει τη θέση της Ευρώπης στην αγορά δορυφορικής πλοήγησης, της οποίας η αξία εκτιμάται να φτάσει τα 237 δισ. ευρώ τον χρόνο ως το 2020.

Οι καθυστερήσεις

Το έργο έχει πάντως καθυστερήσει σημαντικά λόγω προηγούμενων ασυμφωνιών για τη χρηματοδότησή του και αμφιβολιών για την οικονομική του βιωσιμότητα. Σε αντίθεση με το σύστημα GPS, το οποίο ανήκει επίσημα στον αμερικανικό στρατό, το Galileo έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα.Θα προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες για τις μεταφορές και τα σωστικά συνεργεία, καθώς και δωρεάν υπηρεσίες για το ευρύ κοινό.

Το ευρωπαϊκό σύστημα θα είναι επίσης συμβατό με το GPS, έτσι ώστε οι συσκευές των χρηστών να μπορούν να χρησιμοποιούν και τα δύο συστήματα ταυτόχρονα προκειμένου να αυξάνεται η ακρίβεια. Η Ρωσία, στο μεταξύ, αναπτύσσει το δικό της αντίστοιχο σύστημα Glonass, ενώ στην Κίνα λειτουργεί ήδη το σύστημα Beidυ.