Το ασβέστιο μοιάζει με… δίκοπο μαχαίρι. Και αυτό διότι οι πολύ μεγάλες ποσότητες αυτού του ζωτικής σημασίας στοιχείου είναι εξίσου επικίνδυνες με τις πολύ μικρές για την υγεία όλων των οργανισμών – από τον άνθρωπο ως τα ποντίκια και τις δροσόφιλες.

Πικρή και ξινή η … ασβεστο-γεύση

Μπορεί να σας φανεί παράξενο αλλά ο άνθρωπος (και όχι μόνο) είναι ικανός να γευτεί το ασβέστιο. Παρότι η γεύση αυτή δεν περιλαμβάνεται στις πέντε «επίσημες» γεύσεις που εντοπίζουν οι υποδοχείς της γλώσσας – γλυκό, πικρό, ξινό, αλμυρό και ουμάμι – οι άνθρωποι την αντιλαμβάνονται και μάλιστα τη χαρακτηρίζουν ως ελαφρώς πικρή και ξινή.

Τώρα μια νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα (UCSB) και συνεργατών τους από την Κορέα έδειξε ότι η γεύση του ασβεστίου γίνεται αντιληπτή και από τις δροσόφιλες (Drosophila melanogaster ή μύγα του ξιδιού, όπως συνήθως αποκαλείται αυτό το πολύ συχνά χρησιμοποιούμενο πειραματικό μοντέλο). Η ερευνητική ομάδα αποκάλυψε επίσης μια μοναδική κατηγορία νευρώνων (gustatory receptor neurons, GRNs) απαραίτητων για την αντίληψη της γεύσης του ασβεστίου σε αυτά τα πειραματικά μοντέλα. Με δεδομένο ότι μια ποσότητα ασβεστίου είναι σημαντική για τη ζωή, ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι μύγες ήταν πλήρως αδιάφορες στις πολύ μικρές ποσότητες ασβεστίου ενώ έδειχναν να απωθούνται από τις πολύ υψηλές, όπως σημειώνεται σε σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «Neuron».

«Θέλαμε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από την απόκριση στην ύπαρξη ασβεστίου στις τροφές» ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Κρεγκ Μόντελ, καθηγητής Μοριακής, Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας καθώς και Νευροεπιστήμης στο UCSB και προσέθεσε: «Τελικώς όχι μόνο εντοπίσαμε τους νευρώνες της γεύσης αλλά επίσης ανακαλύψαμε τρεις πρωτεϊνικούς υποδοχείς που είναι σημαντικοί σε ό,τι αφορά την αντίληψη της γεύσης του ασβεστίου».

Το «μοιρασμένο» πείραμα

Στο πείραμά τους οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τρυβλία Petri στη μια πλευρά των οποίων τοποθέτησαν μόνο φρουκτόζη ενώ στην άλλη ένα μείγμα φρουκτόζης και μιας μεγάλης ποσότητας ασβεστίου. Οι φυσιολογικές δροσόφιλες που απέρριψαν την πλευρά με την υψηλή ποσότητα ασβεστίου και κατανάλωσαν μόνο φρουκτόζη επέζησαν. Αντιθέτως οι μεταλλαγμένες δροσόφιλες – εκείνες δηλαδή στις οποίες οι ερευνητές είχαν ‘αφαιρέσει’ έναν από τους τρεις υποδοχείς που προαναφέραμε – δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν τις δύο πλευρές του τρυβλίου Petri. Ετσι κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες ασβεστίου οι οποίες τους προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα και τελικώς τις οδήγησαν στον θάνατο.

«Αποδεικνύεται ότι οι δροσόφιλες δεν έχουν μηχανισμό εντοπισμού των χαμηλών επιπέδων ασβεστίου παρότι αυτές οι ποσότητες τούς κάνουν καλό, ωστόσο προσπαθούν να προφυλαχθούν από την κατανάλωση πολύ μεγάλων ποσοτήτων του στοιχείου» σημείωσε ο καθηγητής Μόντελ. Συνέχισε εξηγώντας ότι «όπως είδαμε στη μελέτη μας η αποφυγή του ασβεστίου λάμβανε χώρα μέσω δύο μηχανισμών: ενεργοποίηση μιας ειδικής κατηγορίας GRNs, διαφορετικής από εκείνη που ανιχνεύει την πικρή γεύση – η ενεργοποίηση αυτών των GRNs στέλνει σήμα για να σταματήσει το έντομο να καταναλώνει τροφή. Επιπλέον, το ασβέστιο αναστέλλει τη δράση των GRNs που ενεργοποιούνται από τη ζάχαρη».

Αποτρεπτική δράση

Ο δρ Μόντελ ανέφερε πως στους ανθρώπους τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου συνδέονται με πολλές νόσους και μπορεί να είναι ακόμη και απειλητικά για τη ζωή. «Τα ευρήματά μας μαρτυρούν ότι η γεύση του ασβεστίου λειτουργεί κατ’αρχήν αποτρεπτικά σε πολλά ζώα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου» κατέληξε.