Παιδιά τα οποία γεννήθηκαν από μητέρες οι οποίες έλαβαν πολύ λίγο βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης φάνηκε να εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο σχιζοφρένειας και άλλων ψυχικών διαταραχών αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με νέα επιδημιολογική μελέτη ειδικών του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Σουηδία. Τα ευρήματα που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «JAMA Psychiatry» επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα ορισμένων σημαντικών ιστορικών μελετών οι οποίες είχαν δείξει σύνδεση μεταξύ του υποσιτισμού της εγκύου και της αύξησης του κινδύνου σχιζοφρένειας του τέκνου της αργότερα στη ζωή του.
Η σχιζοφρένεια ανήκει σε μια ομάδα σοβαρών ψυχιατρικών διαταραχών που ονομάζονται μη συναισθηματικές ψυχώσεις. Σύμφωνα με τους ειδικούς, έχει κάποια γενετική βάση, ωστόσο τόσο το περιβάλλον του ατόμου σε στάδια-«σταθμούς» της ανάπτυξής του παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στον κίνδυνο εμφάνισης τόσο της σχιζοφρένειας όσο και συγγενών της διαταραχών.
Τι αποκάλυψαν ιστορικοί λιμοί

Μελέτη ιστορικών λιμών, όπως ο επονομαζόμενος «Ολλανδικός Χειμώνας της Πείνας» του 1944-1945, καθώς και το κινεζικό «Αλμα Προς τα Εμπρός» του Μάο Τσε Τουνγκ (1959-1961), άλλαξε ριζικά την ψυχιατρική, καθώς συνέδεσε την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες στην αρχή της ζωής με ψυχικές νόσους. Οπως έδειξαν τέτοιου είδους έρευνες, παιδιά των οποίων οι μητέρες έζησαν σε περιόδους λιμού φάνηκε να αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο σχιζοφρένειας και συναφών διαταραχών ως ενήλικοι. Τα ευρήματα αυτά απέδειξαν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες στους οποίους εκτίθεται κάποιος ήδη από την εμβρυϊκή ζωή του μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου με συνέπειες που φθάνουν ως και την ενήλικη ζωή.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, οι ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα μελέτησαν άτομα που γεννήθηκαν στη Σουηδία μεταξύ του 1982 και του 1989 και τα οποία παρακολουθήθηκαν ως την ενήλικη ζωή τους –οι επιστήμονες εκμεταλλεύτηκαν τα τεράστια αναλυτικά εθνικά αρχεία για την υγεία του πληθυσμού της χώρας. Συνολικά περιελήφθησαν περισσότερα από 500 χιλιάδες άτομα, εκ των οποίων σχεδόν 3 χιλιάδες ανέπτυξαν μη συναισθηματικές ψυχώσεις ως ενήλικοι.
Προκειμένου να εξετάσουν τη διατροφή των μητέρων αυτών των ατόμων στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην αύξηση του βάρους κατά την κύηση. Η υγιής πρόσληψη βάρους στην εγκυμοσύνη είναι άκρως σημαντική για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου. Αντιθέτως η πρόσληψη βάρους πάνω ή κάτω από τις συστάσεις που θέτουν οι αρμόδιοι οργανισμοί φαίνεται ότι επιδρά αρνητικά στην υγεία του εμβρύου αυξάνοντας τον κίνδυνο επιπλοκών κατά τη γέννηση αλλά και νόσων αργότερα στη ζωή του παιδιού.
Λιγότερα από οκτώ κιλά, μεγαλύτερος κίνδυνος σχιζοφρένειας

«Τα ευρήματά μας έδειξαν ότι η πολύ χαμηλή πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη –λιγότερο από οκτώ κιλά για τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους –συνδεόταν με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης μη συναισθηματικών ψυχώσεων κατά 30%, σε σύγκριση με τις γυναίκες που έλαβαν το συνιστώμενο βάρος με βάση τον σωματότυπό τους» ανέφερε ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης Γιούαν Μακ Κέι, ο οποίος την παρουσίασε επίσης ως μέρος της εργασίας του στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στην Παγκόσμια Υγεία του Ινστιτούτου Καρολίνσκα. «Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια, ανεξαρτήτως του αν μια γυναίκα είχε ξεκινήσει την εγκυμοσύνη της με περισσότερα ή λιγότερα κιλά, γεγονός που αποδεικνύει το πόσο σημαντική είναι η σωστή πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη».

Με δεδομένο ότι η πρόσληψη βάρους επηρεάζεται ως έναν βαθμό από τα γονίδια, όπως πιθανώς και οι ψυχικές νόσοι, οι ερευνητές συνέκριναν επίσης άτομα με μη συναισθηματικές ψυχώσεις με τα αδέλφια τους που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που διερεύνησαν οι επιστήμονες. Ακόμη και μέσα από αυτή τη σύγκριση ατόμων που μοιράζονταν παρόμοια γενετικά χαρακτηριστικά και μεγάλωσαν στο ίδιο περιβάλλον, φάνηκε ότι τα παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν έλαβαν το ενδεδειγμένο βάρος στην εγκυμοσύνη αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ψυχικών διαταραχών όπως η σχιζοφρένεια αργότερα στη ζωή τους.
«Η ιδανική πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη προάγεται συχνά με στόχο την πρόληψη των επιπλοκών της κύησης και της γέννησης, όπως ο διαβήτης κύησης ή η ανάγκη για καισαρική τομή, καθώς και για να εξασφαλιστεί το καλύτερο δυνατό βάρος γέννησης» σημείωσε η επίκουρη καθηγήτρια Ρένι Γκάρντνερ, ερευνήτρια στο Τμήμα Επιστημών Δημόσιας Υγείας στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα και πρόσθεσε: «Αυτή η νέα μελέτη αποδεικνύει ότι οι συστάσεις για την πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη έχουν οφέλη που εκτείνονται πέρα από τη μητρική υγεία καθώς και την υγεία του παιδιού που θα έλθει στον κόσμο με θετικές επιδράσεις που εκτείνονται ακόμη και δεκαετίες αργότερα στη ζωή».
Οι κοινωνικές πιέσεις για ωραίο σώμα και στην εγκυμοσύνη

Ενα εύρημα-κλειδί της μελέτης είναι ότι ακόμη και σε μια ανεπτυγμένη χώρα όπως η Σουηδία, υπάρχουν μητέρες που δεν τρέφονται σωστά κατά την εγκυμοσύνη ώστε να ενισχύσουν τη σωστή ανάπτυξη του παιδιού τους. Παρά το πρόβλημα της παχυσαρκίας των ανεπτυγμένων κρατών, υπάρχει και στον προηγμένο κόσμο ένα μέρος των γυναικών που δεν λαμβάνει αρκετό βάρος στην εγκυμοσύνη. «Αυτή η ανεπαρκής πρόσληψη βάρους μπορεί να οφείλεται σε ένα υπάρχον ιατρικό πρόβλημα, μπορεί όμως να αντανακλά και κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται στις γυναίκες ώστε να διατηρούν ένα εξιδανικευμένο σώμα, ακόμη και όταν είναι έγκυες» είπε η δρ Γκάρντνερ. «Είναι παράλληλα ενδιαφέρον ότι από τη μελέτη δεν προέκυψε επίδραση της επιπλέον πρόσληψης βάρους σε ό,τι αφορούσε τον κίνδυνο εμφάνισης μη συναισθηματικών ψυχώσεων στα παιδιά, παρότι πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υπερβολική πρόσληψη βάρους κατά την εγκυμοσύνη έχει ήδη συνδεθεί με αρκετές επιπλοκές τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της γέννησης» κατέληξε η ειδικός.

HeliosPlus