Μια νέα στρατηγική ως προς τον τρόπο ανίχνευσης του καρκίνου των ωοθηκών και μάλιστα με «προοπτικές» ανέπτυξαν αμερικανοί επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Τέξας.

Με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό έντυπο «Cancer» αναφέρουν ότι δημιούργησαν μια μέθοδο ελέγχου σε «δύο στάδια», ικανή να εντοπίζει αλλαγές ως προς τα επίπεδα της πρωτεΐνης-«δείκτη» του καρκίνου των ωοθηκών CA125.

Οι καρκινικοί όγκοι των ωοθηκών ανιχνεύονται πολύ δύσκολα κατά τα πρώιμα στάδια της νόσου. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι όταν γίνουν πλέον ανιχνεύσιμοι ενδεχομένως να είναι πολύ αργά για την υποβολή της ασθενούς στην απαραίτητη θεραπεία. Σε περιπτώσεις όπου ο καρκίνος των ωοθηκών διαγνωσθεί εγκαίρως, το ποσοστό επιβίωσης ανέρχεται στο 90%, συγκριτικά με το 30% αν αυτός διαγνωσθεί σε προχωρημένα στάδια.

Η μελέτη

Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι επιστήμονες εξέτασαν την ιδέα της παρακολούθησης των επιπέδων της πρωτεΐνης CA125, μέσω αιματολογικών αναλύσεων, σε ασθενείς που ανήκουν σε ομάδες κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου.

Στις δοκιμές έλαβαν μέρος 4.051 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες παρέμειναν υπό παρακολούθηση για ένα διάστημα 11 ετών. Όλες οι συμμετέχουσες υποβάλλονταν τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο σε αιματολογική εξέταση για την παρακολούθηση των επιπέδων της CA125.

Μετά τις πρώτες μετρήσεις στην αρχή της μελέτης και χρησιμοποιώντας μια μέθοδο υπολογισμού, γνωστή και ως «Αλγόριθμος για τον Κίνδυνο του Καρκίνου των Ωοθηκών», οι ερευνητές κατέταξαν τις συμμετέχουσες σε τρεις ομάδες:

  • Την ομάδα χαμηλού κινδύνου, στην οποία κατατάσσονταν όσες όφειλαν να επαναλάβουν την εξέταση μετά από έναν χρόνο
  • Την ομάδα μεσαίου κινδύνου, στην οποία κατατάσσονταν όσες όφειλαν να επαναλάβουν την εξέταση μετά από τρεις μήνες
  • Την ομάδα υψηλού κινδύνου, στην οποία κατατάσσονταν όσες έπρεπε να υποβληθούν σε υπέρηχο και να παραπεμφθούν σε γυναικολόγο-ογκολόγο

Από τα στοιχεία των ελέγχων, προέκυψε ότι, κατά μέσο όρο, κάθε χρόνο περίπου το 5,8% των γυναικών έμπαινε στην ομάδα μεσαίου κινδύνου ενώ σχεδόν το 0,9% των γυναικών υποβαλλόταν ετησίως σε εξέταση υπερήχου από ειδικό ογκολόγο.

Μόλις 10 από τις εθελόντριες υποβλήθηκαν τελικά σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των όγκων. Τέσσερις από αυτές εμφάνισαν επιθετικό τύπο καρκίνου των ωοθηκών, δυο εμφάνισαν όγκους «χαμηλού κακοήθους δυναμικού», μια εμφάνισε καρκίνο του ενδομητρίου και τρεις εμφάνισαν καλοήθεις όγκους των ωοθηκών.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα είναι πολύ σημαντικά, καθώς υπογραμμίζουν την αξία της έγκαιρης διάγνωσης του επιθετικού τύπου του καρκίνου των ωοθηκών. Η ακρίβεια της μεθόδου φάνηκε να ανέρχεται στο 99,9%, γεγονός που σημαίνει ότι το ποσοστό των ασθενών που λανθασμένα θα βρίσκονταν θετικές στη νόσο θα άγγιζε μόλις το 0,1%.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας, δεν επιβάλλουν οποιεσδήποτε αλλαγές στον τομέα της γυναικολογίας, στην παρούσα φάση. Ωστόσο, βάσει αυτών φαίνεται ότι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική γυναικολογικής παρακολούθησης και ελέγχων θα μπορούσε να είναι σωτήρια σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν μέσο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών» αναφέρει η επικεφαλής της μελέτης δρ Κάρεν Λου.