Τα έλαιο ινδικής καρύδας επιτίθεται στα βακτήρια που προκαλούν την τερηδόνα, όπως ανακάλυψαν ερευνητές από την Ιρλανδία. Η δράση του είναι μάλιστα τόσο αποτελεσματική ώστε οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μπορεί να αποτελέσει μια φυσική και μη επιβαρυντική εναλλακτική λύση απέναντι στα φάρμακα.

Η τερηδόνα αποτελεί οδοντική «μάστιγα» στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου προσβάλλει το 60% με 90% των παιδιών αλλά και πολλούς ενήλικες. Τα βακτήρια που προκαλούν τη φλεγμονή – και κατ’ επέκταση τη φθορά των δοντιών – προέρχονται από τα υπολείμματα των τροφών και είναι κυρίως δυο, ο Streptococcus mutans και ο γαλακτοβάκιλλος.

Πρωταθλητής το έλαιο της ινδικής καρύδας

Αναζητώντας φυσικούς τρόπους για την καταπολέμηση διαφόρων βακτηριακής προέλευσης παθήσεων οι ερευνητές του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Αθλον στην Ιρλανδία εξέτασαν την επίδραση τριών ελαίων – ινδικής καρύδας, φυτικού ελαίου και ελαιόλαδου – σε διάφορα στελέχη του βακτηρίου στρεπτόκοκκος που «κατοικοεδρεύουν» στο στόμα. Τα έλαια δοκιμάστηκαν σε δυο εκδοχές: στη φυσική τους μορφή και επεξεργασμένα με ένζυμα, σε μια διαδικασία παρόμοια με την πέψη.

Το επεξεργασμένο με ένζυμα έλαιο ινδικής καρύδας ήταν το μόνο που αποδείχθηκε αποτελεσματικό, εφόσον φάνηκε να εμποδίζει την ανάπτυξη των περισσότερων στελεχών του βακτηρίου, μεταξύ αυτών και του Streptococcus mutans, ενός από τους κύριους «ένοχους» για την τερηδόνα.

Επίσης φάνηκε αποτελεσματικό εναντίον στελεχών του βακτηρίου που προκαλούν τις άφθες.

Φυσικό αντιβακτηριακό

Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η ενισχυμένη δράση του επεξεργασμένου ελαίου ινδικής καρύδας οφείλεται στις χημικές αντιδράσεις που προκαλούν τα ένζυμα, οι οποίες δημιουργούν οξέα που καταστέλλουν τα βακτήρια. Αυτό στηρίζεται και από το γεγονός ότι προηγούμενες έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι το επεξεργασμένο με ένζυμα γάλα γίνεται επίσης δραστικό εναντίον του Streptococcus mutans.

Στο επόμενο στάδιο οι ερευνητές σκοπεύουν να διερευνήσουν τις αλληλεπιδράσεις που συντελούνται σε μοριακό επίπεδο καθώς και να εξετάσουν ποια άλλα βακτήρια μπορεί να καταπολεμήσει το επεξεργασμένο με ένζυμα έλαιο καρύδας. Κύριος στόχος είναι η ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής και ελάχιστα επιβαρυντικής για τον οργανισμό θεραπείας.

«Λειτουργεί σε σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις» εξήγησε ο Ντέιμιεν Μπρέιντι, επικεφαλής της μελέτης, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα στο συνέδριο της Εταιρείας Γενικής Μικροβιολογίας της Βρετανίας. «Επίσης, με την αυξανόμενη ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά είναι σημαντικό να στρέψουμε την προσοχή μας σε νέους τρόπους για την καταπολέμηση των μικροβιακών λοιμώξεων».