Ατομα που εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, μειώνουν κατά τουλάχιστον 50% τον κίνδυνο θνησιμότητας από όλα τα αίτια εάν λάβουν συμπληρώματα της βιταμίνης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κάνσας μετά από ανάλυση δεδομένων που αφορούσαν περισσότερους από 10.000 ασθενείς.


Eπτά στους 10 με έλλειψη D

Όπως αναφέρουν συγκεκριμένα οι ειδικοί στο επιστημονικό περιοδικό «The American Journal of Cardiology» ανακάλυψαν ότι το 70% των εθελοντών που μελέτησαν εμφάνιζε έλλειψη βιταμίνης D (λιγότερα από 30 νανογραμμάρια της βιταμίνης ανά χιλιοστόλιτρο αίματος) και αντιμετώπιζε σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας. Παράλληλα τα άτομα με έλλειψη της βιταμίνης παρουσίαζαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες θανάτου. Ωστόσο η λήψη συμπληρωμάτων της D μείωνε τον κίνδυνο θνησιμότητας κατά 60%.

«Περίμεναμε ότι θα υπήρχε σύνδεση μεταξύ των καρδιοπαθειών και της έλλειψης σε βιταμίνη D. Ωστόσο εκπλαγήκαμε από το πόσο ισχυρή είναι αυτή η σύνδεση» ανέφερε ο επικεφαλής της νέας μελέτης, καθηγητής Καρδιολογίας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Κάνσας Τζέιμς Βάτσεκ στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.

Σύνδεση με πλήθος ασθενειών

Η έλλειψη βιταμίνης D έχει κατά καιρούς συνδεθεί με εμφάνιση πολλών και διαφορετικών ασθενειών. Ωστόσο ελάχιστες μελέτες μέχρι σήμερα έχουν διερευνήσει εάν η λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης μπορεί να αποτρέψει νόσους και να χαρίσει ζωή.

Στο πλαίσιο της τελευταίας μελέτης οι ειδικοί από το Κάνσας είδαν ότι τα άτομα με έλλειψη D εμφάνιζαν μεγαλύτερο από 50% κίνδυνο διαβήτη, 40% μεγαλύτερο κίνδυνο υψηλής αρτηριακής πίεσης και 30% μεγαλύτερο κίνδυνο μυοκαρδιοπάθειας σε σύγκριση με όσους δεν παρουσίαζαν έλλειψη της βιταμίνης.

Μείωση της θνησιμότητας

Συνολικά η έλλειψη της βιταμίνης φάνηκε να συνδέεται με τριπλασιασμό του κινδύνου θανάτου από όλα τα αίτια. Την ίδια στιγμή όμως η λήψη συμπληρωμάτων D μείωνε τη θνησιμότητα κατά περίπου 60%.

Πάντως οι ερευνητές σημειώνουν ότι η νέα μελέτη δεν αποδεικνύει αιτιώδη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και της εμφάνισης ασθενειών ή της αύξησης της θνησιμότητας. Όπως λένε, άλλοι παράγοντες, όπως υποκείμενες νόσοι μπορεί να είναι οι «ένοχοι» τόσο για τα προβλήματα υγείας όσο και για τη διαφορά των επιπέδων της D στον οργανισμό κάποιων ατόμων.

Σημειώνεται ότι η κύρια «πηγή» για τη σύνθεση της βιταμίνης D από τον οργανισμό είναι η έκθεση στο φως του ήλιου. Συγχρόνως κάποιες τροφές όπως τα λιπαρά ψάρια και τα αβγά αποτελούν καλές πηγές της βιταμίνης. Σύμφωνα με τους ειδικούς προκειμένου να γίνει επαρκής σύνθεση της βιταμίνης απαιτείται η πλήρης έκθεση του σώματος στον ήλιο επί τουλάχιστον 20 λεπτά σε καθημερινή βάση.

Έλλειψη έκθεσης στον ήλιο

Ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι – και ιδίως στις πιο «σκοτεινές» χώρες– δεν καταφέρνουν να «λουστούν» επαρκώς από τις αχτίδες του ήλιου. Ετσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που καταφεύγουν στη λήψη συμπληρωμάτων. Ο καθηγητής Βάτσεκ συνιστά τη λήψη 1.000 ως 1.200 IU (international units, διεθνείς μονάδες) βιταμίνης D ημερησίως.

Σε κάθε περίπτωση ο καθηγητής σημειώνει ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D, δεν αποτελούν το «μαγικό χάπι» της μακροζωίας. «Εάν κάποιος δεν παρουσιάζει έλλειψη της βιταμίνης, ένα συμπλήρωμα δεν θα του προσφέρει ζωή. Τα συμπληρώματα της D είναι ωφέλιμα μόνο για τα άτομα με έλλειψη της D. Τα άτομα αυτά θα ήταν καλό να ξεκινήσουν τη λήψη συμπληρωμάτων και έναν με δύο μήνες αργότερα να ελέγξουν μέσω εξέτασης αίματος τα επίπεδα της βιταμίνης στον οργανισμό τους».