Μία νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει την ρήση ότι η «πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» αφού σύμφωνα με τα ευρήματα της όσοι εργάζονται πολλές ώρες έχουν ιδιαίτερα αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι εκείνοι που εργάζονται περισσότερες από 11 ώρες καθημερινά έχουν 67% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρδιακά προβλήματα σε σχέση με εκείνους που εργάζονται 7-8 ώρες. Τονίζουν μάλιστα ότι οι γιατροί θα πρέπει πλέον μαζί με τους άλλους επιβαρυντικούς για την καρδιακή υγεία παράγοντες (κάπνισμα, διαβήτης, αρτηριακή πίεση κ.α.) να συνυπολογίζουν και τις ώρες εργασίας στην εκτίμησή τους για τις πιθανότητες εμφάνισης μελλοντικών καρδιακών προβλημάτων των ασθενών τους.

Εκτενής μελέτη
Την έρευνα πραγματοποίησαν ειδικοί του University College του Λονδίνου. Οι ερευνητές κατέληξαν στα συμπεράσματα τους μελετώντας τα στοιχεία μιας μεγάλης έρευνας που έγινε την δεκαετία του 1980 στην Μ.Βρετανία και στην οποία συμμετείχαν 7.100 δημόσιοι υπάλληλοι κανείς εκ των οποίων δεν αντιμετώπιζε κάποιο καρδιακό πρόβλημα. Οι ερευνητές παρακολούθησαν την ζωή και την πορεία της υγείας των εθελοντών για 11 χρόνια. Στο διάστημα αυτό 192 εθελοντές έπαθαν έμφραγμα. Οι επιστήμονες που ανέλυσαν τα δεδομένα αναφέρουν ότι αν και δεν μπορούν ακόμη να πουν με βεβαιότητα ότι οι πολλές ώρες εργασίας από μόνες τους προκαλούν καρδιακά προβλήματα εντούτοις είναι βέβαιο ότι συμβάλουν αρνητικά στην υγεία με τρόπο ανάλογο της κακής διατροφής, της έλλειψης σωματικής άσκησης και της κατάθλιψης.

«Οι πολλές ώρες εργασίες συνδέονται με την αύξηση των πιθανοτήτων εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων και η έρευνα πρέπει να αποτελέσει ένα καμπανάκι κινδύνου για όσους εργάζονται υπερβολικά. Βέβαια δε θα πρέπει να υπάρξει πανικός σε όσους εργάζονται πολλές ώρες αφού όπως φαίνεται η εμφάνιση καρδιακών προβλημάτων είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Καλό θα ήταν όμως όσοι εργάζονται πολλές ώρες να αλλάξουν άμεσα τον τρόπο ζωής τους. Θα πρέπει να ακολουθούν υγιεινό διαιτολόγιο, να ασκούνται σωματικά και να φροντίζουν να κρατούν την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα χοληστερόλης στα φυσιολογικά επίπεδα» δήλωσε στο πρακτορείο Reuters, o Μίκα Κιβιμάκι, επικεφαλής της έρευνας.