«Τελειώσαμε και μ’ αυτό το σύμβολο του καπιταλισμού! Του δώκανε πασαπόρτι για “εφεδρεία” κι έγινε μπουχός ο τύπος!». «Τι λες μωρέ; Μίλα ξεκάθαρα!». «Για τον χοντρό με τα κόκκινα μιλάω. Τον ροδαλό και γαλανομάτη γερούλη… που φέρνει από τον Βορρά, από τα ελατάκια, δώρα στα παιδάκια… Ε, λοιπόν, δεν θα τον ξαναδούμε. Τώρα, με την κρίση, επιστρέφει στη χώρα που ξεφύτρωσε». «Μπα; Κι εμείς τι θα έχουμε πια για Αϊ-Βασίλη και χριστουγεννιάτικο έλατο;». «Τα εγχωρίως αυτοφυή και αειθαλή: Τον Καραγκιόζη και το Κολλητήρι!».


Αη Βασίλης και Αη Νικόλας

Ιστορικώς, είχε βέβαια επιχειρήματα ο σαρκασμός του υποτιθέσθω ενήμερου υποτιθέμενου φίλου μου. Διότι ο «εκ Καππαδοκίας» ημέτερος Αϊ-Βασίλης και μαυρομάτης (karagöz τουρκιστί) ήταν και ασκητικός στην όψη. Καμία σχέση με εκείνον που λάνσαρε σε διαφήμιση του 1931 η Coca-Cola και κατέληξε να γίνει παγκοσμίως αποδεκτός ως ο αυθεντικός. Και ύστερα… το «σχίσμα» που παγίως είχαμε με το όνομά του, πού το πας; «Santa Claus» σημαίνει Αϊ-Νικόλας! Αρα… επόμενο ήταν να φτάσουμε να δίνουμε δώρα στα παιδιά μας και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά: τα μεν τα έφερνε ο Santa Claus, τα δε ο Αϊ-Βασίλης! Ομως αυτοί οι υπερκαταναλωτισμοί μάς τέλειωσαν. Καιρός να διαλέξουμε «ποιος θα πάει και ποιος θα μείνει». Και επειδή η ιδέα του Καραγκιόζη με δώρα μού παραακούγεται ελληνοφρενική, λέω να ανατρέξουμε στην ιστορική αλήθεια.

Το έψαξα το θέμα και κατέληξα στο εξής «που μας ενώνει» Ευρωπαίους του Βορρά και Ελληνες: εκείνοι σκαρφίστηκαν έναν «γέρο με δώρα» στο πρόσωπο του Αϊ-Νικόλα επειδή η γιορτή του συνέπιπτε με το χειμερινό αγκυροβόλιο ναυτικών και πραματευτάδων, που γύρναγαν στα σπίτια τους φορτωμένοι με καλούδια από τόπους μακρινούς. Εμείς, πάλι, επίσης κάναμε το μπόλιασμα αυτής της ναυτικής παράδοσης με τη «λαϊκή μέριμνα» που εγκαινίασε ο Αϊ-Βασίλης στη φεουδαρχική βυζαντινή επαρχία. Επομένως, το στόλισμα καραβιού αντί για ελάτου έβαζε, ιστορικά, τα πράγματα στη θέση τους. Αλλά «δεν έπιασε» γιατί, όποτε το αποτολμήσαμε, βάλαμε ένα ταπεινό καΐκι να παίξει τον ρόλο του έλκηθρου. Αμ… «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά» και την Ιστορία; Οχι. Αν θέλουμε να είμαστε σωστοί, οφείλουμε να στολίζουμε ένα λαμπρό σκαρί που όντως διαφέντευε τις θάλασσες στους αιώνες του Βυζαντίου. Ενα σκαρί που ναυπηγικά προερχόταν από την αρχαία δόξα που λεγόταν τριήρης και απόγονοί του υπήρξαν τόσο η γαλέρα των Ευρωπαίων που νίκησε τους Οθωμανούς στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όσο και η γολέτα (επιδρομίς ή σκούνα) που έκανε τους νησιώτες μας πλούσιους εμπόρους και πρώτους βιομηχάνους της νεότερης Ελλάδας.

Το σκαρί αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τον βυζαντινό δρόμωνα (εύδρομος), που κυριάρχησε σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα μ.Χ. Το πλοίο με τα πρώτα «λαμπάκια» της Ιστορίας: τον λεοντοκέφαλο Σίφωνα που εκτόξευε «υγρόν πυρ», τους πεζοναύτες με τους φλογοβόλους «χειροσίφωνες» και τους «γρεναδιέρους» με τις πήλινες χειροβομβίδες!


Πώς ήταν οι δρόμωνες;

Η προτεινόμενη… υπέρβαση από το ταπεινό καΐκι στον ένδοξο δρόμωνα ακούγεται ωραία στα λόγια, αλλά αποδεικνύεται δύσκολη στην πράξη. Ο λόγος είναι αφενός ότι μιλάμε για ένα πλοίο που σίγουρα γνώρισε αλλαγές και βελτιώσεις στους έξι αιώνες ζωής του και, αφετέρου, διότι δεν έχουμε ούτε ένα ναυάγιό του για δείγμα!

Η αιτία της δεύτερης αυτής ατυχίας μας είναι επίσης διττή: πατώντας πάνω στα επιτυχημένα ναυπηγικά πρότυπα που έθεσε η τριήρης, ο δρόμων ήταν εξίσου ελαφριάς κατασκευής. Στην ουσία, οι πρώτοι δρόμωνες ήταν τριήρεις με αλλαγμένα τα πανιά. Αντί για τα γνωστά τετράγωνα, είχαν τριγωνικά πανιά (λατίνια), που είχαν μεγαλύτερη επιφάνεια και έδιναν ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα στο πλοίο. Ομως από τον 7ο αιώνα και μετά οι δρόμωνες μετατράπηκαν σε «κινούμενες βόμβες»: έφεραν στην πλώρη τους τον μηχανισμό εκτόξευσης του υγρού πυρός, όπως και τα αποθέματα αυτού του τρομερού όσο και μυστικού άσβεστου εύφλεκτου υλικού. Αν προσθέσετε και τους καταπέλτες εκτόξευσης βομβών υγρού πυρός, τις πήλινες χειροβομβίδες και τους χειροσίφωνες που κυκλοφορούσαν στο κατάστρωμά του, καταλαβαίνετε ότι η όποια καταβύθισή του συνοδευόταν από το πιο εντυπωσιακό πυροτέχνημα!

Η έτερη αιτία που δεν μας έμεινε ούτε δείγμα δρόμωνα είναι η… οικονομική κρίση: έχοντας δώσει απανωτά εμπορικά προνόμια στους Ενετούς και τους Γενουάτες, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου έμειναν χωρίς τα έσοδα που ήταν απαραίτητα για τη συντήρηση του στόλου. Ετσι, λίγο πριν από την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, το 1204, σχεδόν το σύνολο των δρομώνων… ξεπουλήθηκε!

Οσα στοιχεία έχουμε, λοιπόν, για την τεχνολογία κατασκευής και την επάνδρωση αυτών των πλοίων προέρχονται από ιστορικές πηγές, με κυριότερες τις στρατιωτικές πραγματείες του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ του Σοφού (866 – 912 μ.Χ.) Μια και οι πηγές όμως διίστανται – λόγω της διαχρονικότητας που προαναφέραμε – θα επιλέξουμε τις αναφορές για τους δρόμωνες της περιόδου 911-960 μ.Χ., που ήταν και η «χρυσή εποχή τους». Προκύπτει ότι τότε οι δρόμωνες ήταν πλοία μήκους 50 μέτρων και μέγιστου πλάτους 7 μ., με πλήρωμα 150 ανδρών συν 50 πεζοναύτες. Οι πεζοναύτες ήταν κυρίως Λάκωνες, Τσάκωνες και Γκάσμουλοι (γόνοι επιμειξίας Ελλήνων και Λατίνων). Τα πλοία αυτά είχαν έμβολο, αλλά όχι το γνωστό από την τριήρη: Στη θέση του είχαν ένα υπερυψωμένο έμβολο που λεγόταν «περόνιον». Η χρήση του μάλλον δεν ήταν πια διατρητική αλλά απωστική – κρατούσε το αντίπαλο πλοίο σε απόσταση ασφαλείας ενόσω εκείνο καιγόταν από το «υγρόν πυρ». Γύρω από τον Σίφωνα και τους χειριστές του υπήρχε μια προστατευτική ξυλοκατασκευή, το «ψευδοπάτιον», και αμέσως πίσω τους ένα ή και δύο «ξυλόκαστρα». Αυτά ήταν λυόμενοι ξύλινοι πύργοι, απ’ όπου οι πεζοναύτες εκτόξευαν βέλη, σφαιρίδια μολύβδου και χειροβομβίδες υγρού πυρός στους αντιπάλους. Κοντά τους τοποθετούνταν καταπέλτες και στην πλώρη και στην πρύμνη, τοξοβολίστρες. Τέλος, στην πρύμνη υπήρχε η «κράββατος» – η καμπίνα του καπετάνιου, που εν προκειμένω λεγόταν «κένταρχος». Αριστερά και δεξιά της υπήρχαν τα «παράπτερα», δηλαδή εσοχές όπου ασφαλίζονταν τα δύο πηδάλια του πλοίου.

Καταλήγοντας τη σύνοψή μας αυτή πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν και άλλες τέσσερις παραλλαγές των δρομώνων: ο ανιχνευτικός «Ουσιάκος», με πλήρωμα 100 ανδρών, η «Παμφυλία», με πλήρωμα 120 – 160 ανδρών, η «Χελάνδη Πάμφυλος» με 250 άνδρες και το ακόμη μεγαλύτερο «Χελάνδιον», ένα ιππαγωγό με πλήρωμα 300 ανδρών.

Ο «χαμένος κρίκος» ανάμεσα στην τριήρη και τη σύγχρονη σκούνα φαίνεται πως είναι ο βυζαντινός δρόμων


Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΑΣ

Παρά τον ιστορικό λαβύρινθο που χρειάστηκε να διανύσουμε, καταφέραμε να κάνουμε πράξη την ιδέα μας και μάλιστα με «υλικά κρίσης»: κατασκευάσαμε δρόμωνα μόνο με χαρτί, χαρτόνι και ξυλάκια του κήπου ή από… σουβλάκια. Ολα τα σχέδια και οι οδηγίες μπήκαν σε σελίδες Α4 που εκτυπώνονται από κάθε έγχρωμο εκτυπωτή. Ακολουθώντας τα απλά βήματα που καταγράφουμε εκεί, θα αποκτήσετε έναν δρόμωνα μήκους 85 εκατοστών και ύψους 60 εκ. Αν μάλιστα εκτυπώσετε τα σχέδια σε μέγεθος Α2, θα μπορέσετε να έχετε διπλάσιο σε μέγεθος δρόμωνα.

Εισαγωγή

Υποδομή

Κατάστρωμα Τμήμα 1

Κατάστρωμα Τμήμα 2

Κατάστρωμα Τμήμα 3

Πλευρά 1

Πλευρά 2

Πλευρά 3-4

Πλευρά Πρύμνης 1

Πλευρά 6

Πλευρά 7

Πλευρά 8

Πλευρά Πρύμνης 2

Πλώρη

Πρύμνη

Καρίνες – Θάλαμος

Σιφών – Βαρέλι

Καμπίνα – Κατάρτια

Πανιά

Λάβαρα

Ξυλόκαστρο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραθέτουμε βιβλιογραφικά στοιχεία για όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στην ιστορία του δρόμωνα. Από όλα όσα αλιεύσαμε τα πιο περιεκτικά είναι τα εξής τρία:

Τα «Τακτικά» του Λέοντος, που θα διαβάσετε δωρεάν στον ιστότοπο του ΓΕΣ www.army.gr/ , το βιβλίο «Ναυμαχικά» του Λέοντος Στ’ (εκδόσεις Κανάκη, τηλ. 210 3302.385) και το εξαιρετικό βιβλίο 750 σελίδων «The Age of the ΔΡΟΜΩΝ» των J. H. Prayor και E. M. Jeffreys (εκδόσεις Brill, 2006).