Ο δρ Μάνφρεντ Σπίτσερ

Στα σχολεία ο μαθησιακός πυρετός κορυφώνεται, καθώς το πρώτο τρίμηνο έχει φθάσει σχεδόν στο τέλος του. Οι επιδόσεις άρχισαν ήδη να δοκιμάζονται και να μοιράζονται οι πρώτοι βαθμοί. Και αν τα μαθητικά χρόνια φαντάζουν ξέγνοιαστα για τους μεγαλύτερους, για τα παιδιά ίσως και να μην είναι τόσο ρόδινα. Σε μια υπερσύγχρονη κοινωνία όπου καθημερινά οι μαθητές βομβαρδίζονται από τεχνολογικούς πειρασμούς και από συνεχείς προσθήκες στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά τους, πώς μπορούν άραγε να βελτιώσουν τους βαθμούς τους και παράλληλα να «γυμνάσουν» τον εγκέφαλό τους ώστε να αφομοιώνει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις; Ο αυστριακός «γκουρού» της ψυχιατρικής και επικεφαλής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Ουλμ δρ Μάνφρεντ Σπίτσερ βρέθηκε στην Ελλάδα με αφορμή τη διάλεξή του στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Αναπτύσσοντας τις δεξιότητες στο διάβασμα» που διοργάνωσε το Ιδρυμα Ευγενίδου και μας ταξίδεψε στα άδυτα του εγκεφάλου. Εκεί όπου πραγματοποιούνται οι διεργασίες τις οποίες ονομάζουμε μάθηση. {AR}

«Είμαι επιστήμονας αλλά και γονιός» αναφέρει ο ίδιος στο «Βήμα». «Οταν πριν από δέκα χρόνια τα παιδιά μου επέστρεφαν από το σχολείο, σκεφτόμουν ότι, ενώ από νευροεπιστημονικής απόψεως γνωρίζουμε τόσα πολλά γύρω από τη μάθηση, τίποτε από όλα αυτά δεν έχει εισαχθεί ακόμη στα σχολεία. Ετσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μελέτη των εγκεφαλικών διεργασιών κατά τη διάρκεια της μάθησης. Το 2004 ίδρυσα το κέντρο Transfer Center for Neurosciences and Learning, βασικός στόχος του οποίου είναι η “μετάφραση” των αποτελεσμάτων ερευνών από τον τομέα της νευροεπιστήμης, για την ένταξή τους σε νηπιαγωγεία, σε σχολεία ή ακόμη και σε πανεπιστήμια. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο αλλά είναι σημαντικό».

Ανάγνωση και δημιουργία

Σύμφωνα με τον ειδικό, πίσω από τη διαδικασία της μάθησης κρύβεται η ικανότητα του εγκεφάλου να μεταβάλλεται συνεχώς ανάλογα με τις εμπειρίες που αποκτά και επεξεργάζεται. «Είναι δηλαδή σαν ένα είδος περιφερειακού (hardware) το οποίο αλλάζει συνεχώς, λειτουργικά και δομικά, ανάλογα με το λογισμικό (software) που καλείται να “τρέξει” – σκεφτόμαστε, αντιλαμβανόμαστε, κάνουμε ένα σωρό πράγματα με τον εγκέφαλό μας και όλα αυτά αλλάζουν ανάλογα με τα όσα συναντούμε στην πορεία. Αυτό ονομάζεται νευροπλαστικότητα, ή αλλιώς μάθηση» μας εξηγεί ο δρ Σπίτσερ.

Η διαδικασία της ανάγνωσης, κατά τον δρα Σπίντσερ, είναι πολύ δημιουργική, καθώς το μόνο που έχουμε μπροστά μας είναι «βουβά» γράμματα και χαρακτήρες σε ένα χαρτί, τα οποία καλούμαστε να «ζωντανέψουμε». «Ο εγκέφαλός μας είναι φτιαγμένος ώστε να μπορεί να μεταφράζει τις γραφικές παραστάσεις που προσλαμβάνει σε φωνητικά ερεθίσματα και στη συνέχεια σε σημασιολογικές έννοιες. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη μετάφραση των ακουστικών ερεθισμάτων (όταν ακούμε μια ιστορία) αλλά σε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ των φθόγγων “μπα” και “πα” αγγίζει μόλις τα 40 χιλιοστά του δευτερολέπτου (mSec). Παρ’ όλα αυτά, αν ο εγκέφαλος δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των δύο, τότε κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία κατά την ανάγνωση και κατά συνέπεια σε μαθησιακά προβλήματα» μας λέει ο ειδικός.

Διάγνωση της δυσλεξίας πριν από το σχολείο!

«Γνωρίζουμε ότι περίπου το 85% των μικρών παιδιών αντιμετωπίζουν σε έναν βαθμό το συγκεκριμένο ακουστικό πρόβλημα. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στις δέσμες νευρικών ινών περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την επεξεργασία του ήχου, οι οποίες παίζουν “πινγκ-πονγκ” μεταξύ τους ανταλλάσσοντας πληροφορίες. Εκεί λοιπόν η ταχύτητα της αγωγιμότητας παίζει καθοριστικό ρόλο. Αν οι ίνες αυτές δεν είναι καλά σχηματισμένες, τότε ο εγκέφαλος δεν θα είναι σε θέση να ξεχωρίζει δύο κοντινούς φθόγγους. Από νευροεπιστημονικής απόψεως, η δυσλεξία είναι δυνατό να διαγνωσθεί σε πολύ μικρές ηλικίες, προτού δηλαδή το παιδί μάθει να διαβάζει και να γράφει» υποστηρίζει ο δρ Σπίτσερ. «Η θεραπεία πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και ουσιαστικά “τεντώνουμε” τον ήχο των δυσδιάκριτων φθόγγων, με αποτέλεσμα η χρονική απόκλιση μεταξύ του “πα” και του “μπα” να διπλασιάζεται. Ετσι τα παιδιά μπορούν να διακρίνουν και να κατανοήσουν τη διαφορά και στη συνέχεια εφαρμόζουν τα όσα έχουν μάθει για την αποκωδικοποίηση πραγματικών ήχων».

Η διαδικασία της μάθησης όμως δεν σχετίζεται μόνο με την ανάγνωση αλλά και με τον προφορικό λόγο. «Για τον άνθρωπο η εξιστόρηση γεγονότων ή εμπειριών είναι ό,τι και οι προσομοιωτές πτήσης για την αεροπορία. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση “Science”, ο άνθρωπος αφιερώνει κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες σε συζητήσεις με πυρήνα την εξιστόρηση γεγονότων και εμπειριών, όμως μόλις τέσσερα λεπτά στην αναπαραγωγική πράξη. Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά το γεγονός πως το σεξ αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής μας, δεν ξεπερνά χρονικά την εξιστόρηση εμπειριών. Οπότε οι ιστορίες αυτές είναι μεγίστης σημασίας για την εξέλιξή μας – τόσο τη δική μας όσο και του εγκεφάλου μας» αναφέρει ο αυστριακός επιστήμονας. «Σύμφωνα με νέα ευρήματα που παρουσιάστηκαν πριν από λίγες ημέρες στο ετήσιο συνέδριο “Neuroscience 2011” στην Ουάσινγκτον, η ακρόαση και η ανάγνωση μιας ιστορίας ενεργοποιούν τελικά το ίδιο δίκτυο εγκεφαλικών περιοχών».

Μιλάτε στα παιδιά!

Το πρόβλημα της δυσλεξίας, σύμφωνα με τον επιστήμονα, μπορεί να έχει γονιδιακό αλλά και περιβαλλοντικό υπόβαθρο. Γονιδιακό γιατί, όπως εξηγεί, κάποια γονίδια ενισχύουν τις πιθανότητες λανθασμένης «καλωδίωσης» του εγκεφάλου και περιβαλλοντικό, σε περίπτωση απουσίας του προφορικού λόγου στην οικογένεια. «Αν δεν υπάρχουν αρκετά ερεθίσματα, δηλαδή αρκετή ομιλία από το οικογενειακό μας περιβάλλον, τότε ο εγκέφαλος δεν μαθαίνει να απορροφά γνώση. Πιστεύω λοιπόν ότι οι γονείς πρέπει να ξεκινούν να μιλούν στα παιδιά τους από πολύ νωρίς. Ως ψυχίατρος, γνωρίζω ότι οι μητέρες που πάσχουν από κατάθλιψη τείνουν να μιλούν λιγότερο στα παιδιά τους, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μαθησιακών δυσκολιών. Αν όμως εκείνες διδάσκονταν να ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά τους, ενδεχομένως το πρόβλημα να μην ήταν τόσο μεγάλο» μας λέει.

Εξίσου καταστροφικές για την ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων των παιδιών, προσθέτει, είναι η τηλεόραση και η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Η προσωπική μου συμβουλή προς τους γονείς είναι να τα κρατήσουν μακριά από την τηλεόραση όσο περισσότερο μπορούν. Οπως επίσης και από τις νέες τεχνολογίες γενικότερα, ακόμη και στο σχολείο. Δεν υπάρχει μελέτη που να αποδεικνύει ότι η χρήση τους βοηθά τις μαθησιακές ικανόητες των παιδιών, αντίθετα υπάρχει πολλή παραπλανητική διαφήμιση γύρω από κάτι το οποίο δεν ισχύει» τονίζει.

Η κοινωνία του multitasking

Οι καλπάζοντες ρυθμοί της καθημερινότητάς μας μάς έχουν μεταμορφώσει σε «ζογκλέρ» δραστηριοτήτων. Κάτι τέτοιο, υποστηρίζει ο δρ Σπίτσερ, μειώνει τις εγκεφαλικές μας επιδόσεις. Η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times» μάλιστα είχε δημοσιεύσει πρόσφατα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η αμερικανική οικονομία χάνει ετησίως περί τα 650 δισ. δολάρια ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι ασχολούνται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

«Αρκετοί παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι επειδή ακριβώς ασχολούμαστε με πολλά πράγματα ταυτόχρονα στην καθημερινότητά μας, πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να κάνουν το ίδιο – όχι δεν πρέπει!» ξεκαθαρίζει ο ειδικός. «Επιστημονικά ευρήματα δείχνουν ότι ο εγκέφαλος δεν είναι δομημένος ώστε να παρακολουθεί δύο συζητήσεις ταυτόχρονα. Και δεν μιλάω για απλές πράξεις που μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους, όπως το να κρατάει μια μητέρα στο ένα χέρι το παιδί και με το άλλο να ανακατεύει το φαγητό. Αναφέρομαι σε επικοινωνιακό ή γλωσσικό multitasking, το οποίο είναι ανέφικτο. Πειράματα έχουν δείξει ότι άτομα που χειρίζονται πολλά πράγματα ταυτόχρονα εμφανίζουν περιορισμένη ικανότητα στο να διώχνουν άχρηστες πληροφορίες, να “ζογκλάρουν” μεταξύ διαφορετικών πράξεων, να διώχνουν άχρηστες σκέψεις. Τα άτομα αυτά λοιπόν αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής».

ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Σύμφωνα με τον αυστριακό ψυχίατρο, δεν υπάρχουν μαγικά κόλπα που μπορούν να μας μεταμορφώσουν σε Αϊνστάιν εν μια νυκτί. Ο εγκέφαλός μας, άλλωστε, είναι σαν έναν αθλητή που χρειάζεται καθημερινή προπόνηση προτού τρέξει στον μαραθώνιο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο, κατά τον δρα Σπίτσερ, πρέπει να αλλάξει ριζικά.

«Το τρικ για κάποιον που επιθυμεί να βελτιώσει τις ικανότητές του στην ανάγνωση είναι να διαβάζει πολύ. Οι δυσκολίες κατά την ανάγνωση που εμφανίζουν αρκετοί μαθητές ενδεχομένως να συνοδεύονται από άλλα προβλήματα, όπως η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα μαθήματά τους. Σε αυτό, βέβαια, σημαντικό ρόλο παίζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολουθούν τα σχολεία. Στα αγόρια, π.χ., δεν αρέσουν τόσο τα φιλολογικά μαθήματα σε σχέση με τα κορίτσια. Αν όμως στραφούμε προς θέματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον τους, π.χ. πώς να κατασκευάσετε μια μηχανή ή οι βασικές αρχές του ποδοσφαίρου, τότε η ανάγνωση δεν θα τους ήταν αγγαρεία. Αντίθετα, αν τα κορίτσια διδάσκονταν για τη φυσική του κραγιόν, τότε είμαι σίγουρος ότι το ενδιαφέρον τους θα χτυπούσε κόκκινο» υπογραμμίζει. «Ενα επιπλέον σημαντικό στοιχείο που είδαμε να βοηθά τις μαθησιακές ικανότητες των παιδιών είναι η αισιοδοξία και τα θετικά συναισθήματα. Αρα οι δάσκαλοι δεν πρέπει να διδάσκουν προκαλώντας άγχος στα παιδιά. Ακόμη, οφείλουν να ενσωματώσουν το γνωστό (πραγματικός κόσμος) στο άγνωστο (νέες γνώσεις) με θετικό τρόπο ώστε τα παιδιά να μπορούν να συνδυάσουν τα νέα δεδομένα με κάτι που ήδη γνωρίζουν και να το μάθουν».

Πολέμιος της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στα σχολεία, ο δρ Σπίτσερ γνωρίζει καλά ότι οι απόψεις του δεν είναι δημοφιλείς. Δεινός υποστηρικτής του μαυροπίνακα, των καλών εκπαιδευτικών και της πλούσιας βιβλιοθήκης, είναι της άποψης ότι πίσω από το σπρώξιμο των μαθητών προς αυτές δεν υπάρχει κανένα μαθησιακό όφελος παρά μόνο η αύξηση των κερδών των τεχνολογικών κολοσσών.

«Οι νέες τεχνολογίες στα σχολεία δεν πιστεύω ότι βοηθούν, ούτε καν υπό μορφή διαδραστικών προγραμμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εχω επισκεφθεί αρκετά σχολεία που φιλοξενούν τέτοια συστήματα και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στο τέλος της ημέρας τα παιδιά μαθαίνουν κάτι όχι χάρη στις νέες τεχνολογίες αλλά επειδή συνδέουν τα νέα στοιχεία με τον πραγματικό – και όχι τον εικονικό – κόσμο. Το ίδιο πιστεύω και για τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης: οι πραγματικοί φίλοι είναι καλύτεροι από τα εικονικά avatars. Και δεν αναφέρομαι στη δυσκολία του διαχωρισμού του πραγματικού από τον εικονικό κόσμο, γιατί κάτι τέτοιο είναι διακριτό από το 8ο έτος της ηλικίας μας. Το πρόβλημα είναι ότι αν “τρέφουμε” τον εγκέφαλό μας μόνο με σκιές του πραγματικού μέσω του εικονικού κόσμου, τότε η πραγματικότητα γίνεται ρηχή. Δεν επεξεργαζόμαστε, δηλαδή, τις πληροφορίες αυτές με την ίδια βαρύτητα που θα τις επεξεργαζόμασταν σε περίπτωση που τις συναντούσαμε στην πραγματικότητα. Και το βάθος της επεξεργασίας αυτής σχετίζεται άμεσα με τη μνήμη» επισημαίνει.

Και η ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης των μαθητών όμως δέχεται… «ηλεκτρονικό» πόλεμο. «Τα βιντεοπαιχνίδια μαθαίνουν στα παιδιά πώς να συγκεντρώνονται σε διαφορετικά σημεία της οθόνης. Αυτό πλασάρεται από τις εταιρείες ως ενίσχυση της προσοχής. Η προσοχή στο σχολείο όμως μεταφράζεται στην ικανότητα του να μπορεί κανείς να συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα κάθε φορά. Και την ικανότητα αυτή ακριβώς “χάνουν” τα παιδιά όταν μαθαίνουν να συγκεντρώνονται στα πάντα. Πρόσφατη μελέτη μάς έδειξε ότι, αν δώσουμε σε έναν μαθητή μια παιχνιδομηχανή, τότε μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών οι σχολικές επιδόσεις του θα κάνουν “βουτιά”».