Εχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε –και όχι μόνο εμείς οι κοινοί θνητοί αλλά και οι ίδιοι οι ειδήμονες της ιατρικής –ότι τα καλύτερα δεδομένα σχετικά με νόσους και φάρμακα συλλέγονται όταν οι μελέτες αφορούν πολύ μεγάλα δείγματα ασθενών και υγιών ατόμων (η δεύτερη ομάδα λειτουργεί στις μελέτες ως ομάδα ελέγχου). Μια νέα μελέτη όμως ειδικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ (UC Berkeley) έρχεται να δείξει ότι αυτή η προσέγγιση της ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων μπορεί τελικώς να μην είναι τόσο αποτελεσματική (ή μάλλον καθόλου αποτελεσματική).
Ενα μόνο «στιγμιότυπο» της αλήθειας

Αυτό συμβαίνει επειδή τόσο τα συναισθήματα όσο και η συμπεριφορά αλλά και η φυσιολογία ποικίλλουν σημαντικά από τον έναν άνθρωπο στον άλλον καθώς και από τη μια στιγμή στην άλλη. Ετσι το να συλλέγονται δεδομένα από μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή προσφέρει μόνο ένα «στιγμιότυπο» της αλήθειας, αναφέρουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» είναι άκρως σημαντικά για πλήθος πεδίων, από την εξόρυξη πληροφοριών από τα κοινωνικά δίκτυα έως την εξατομίκευση των θεραπειών, και μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές αλλά και οι κλινικοί γιατροί αναλύουν, διαγιγνώσκουν και θεραπεύουν τόσο τις σωματικές όσο και τις ψυχικές διαταραχές.
«Εάν κάποιος θέλει να γνωρίζει πραγματικά πώς ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται ή πώς αρρωσταίνει, πρέπει να διεξαγάγει έρευνα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και όχι σε ομάδες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης Ααρόν Φίσερ, επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας στο UC Berkeley και προσέθεσε: «Σωματικές ασθένειες, ψυχικές διαταραχές, συναισθήματα και συμπεριφορές εκδηλώνονται στους ανθρώπους σε μάκρος χρόνου. Η αποτύπωση της φυσικής αλλά και ψυχικής κατάστασης πολλών ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν μπορεί να συλλάβει τα μακροχρόνια φαινόμενα που οδηγούν σε διαταραχές».

Σύμφωνα με τον καθηγητή Φίσερ, οι συνέπειες του να βασίζονται οι ειδικοί στις ιατρικές, κοινωνικές και συμπεριφορικές επιστήμες σε στοιχεία που αφορούν τους πολλούς είναι σημαντικές και περιλαμβάνουν λανθασμένες διαγνώσεις, χορήγηση λάθος θεραπειών αλλά και αποπροσανατολισμό της έρευνας.
Παρακολούθηση του κάθε ασθενούς σε μάκρος χρόνου

Ωστόσο ο ερευνητής έσπευσε να τονίσει πως όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να χάσουν κάθε πίστη στην ιατρική και στις κοινωνικές επιστήμες. «Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να διεξάγονται οι επιστημονικές μελέτες ως κομμάτι της ρουτίνας στην αντιμετώπιση των περιστατικών. Ετσι ο κάθε ασθενής θα παρακολουθείται σε μάκρος χρόνου και θα καταφέρουμε να εξατομικεύσουμε πραγματικά την ιατρική». Σε αυτό σήμερα οι σύγχρονες τεχνολογίες μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό αρωγό. «Οι σύγχρονες τεχνολογίες μάς επιτρέπουν να συλλέγουμε πολλές παρατηρήσεις που αφορούν τον κάθε ασθενή σχετικά εύκολα, ενώ η σύγχρονη υπολογιστική επιστήμη καθιστά την ανάλυση αυτών των δεδομένων δυνατή με τρόπους που ήταν άγνωστοι στο παρελθόν».

Ο δρ Φίσερ και οι συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο Ντρέξελ στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και το Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν στην Ολλανδία χρησιμοποίησαν στατιστικά μοντέλα προκειμένου να συγκρίνουν δεδομένα που αφορούσαν εκατοντάδες άτομα, συμπεριλαμβανομένων υγιών εθελοντών αλλά και ατόμων με ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη, η αγχώδης διαταραχή, η διαταραχή μετατραυματικού στρες αλλά και η διαταραχή πανικού.


Ο,τι ισχύει για την ομάδα, δεν ισχύει και για τον καθένα ξεχωριστά

Σε έξι διαφορετικές μελέτες οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που προέκυψαν από ερωτηματολόγια στα οποία απαντούσαν οι ίδιοι οι εθελοντές online ή μέσω smartphone. Στους εθελοντές διεξήχθη επίσης ηλεκτροκαρδιογράφημα προκειμένου να καταγραφεί ο καρδιακός παλμός. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, αυτό που ίσχυε για την ομάδα δεν ίσχυε απαραιτήτως και σε ό,τι αφορούσε το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Για παράδειγμα, μια ομαδική ανάλυση ατόμων με κατάθλιψη είχε δείξει ότι τα άτομα αυτά ανησυχούν πολύ. Οταν όμως η ίδια ανάλυση εφαρμόστηκε σε κάθε άτομο της ομάδας ξεχωριστά, προέκυψαν πολύ μεγάλες διακυμάνσεις –κάποια άτομα εμφάνιζαν μηδενικό σκορ στην αγωνία ενώ άλλα βρίσκονταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο.
Επιπλέον, η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φόβου και αποφυγής δραστηριοτήτων έδωσε διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ ομαδικών μελετών και μελετών που βασίζονταν σε ανάλυση του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Από τις «ατομικές» μελέτες προέκυψε ότι πολλά άτομα που βιώνουν φόβο δεν αποφεύγουν εξαιτίας του συγκεκριμένες δραστηριότητες. Την ίδια στιγμή οι ομαδικές μελέτες έδειχναν ακριβώς το αντίθετο.
«Τα ευρήματα της ομάδας του Φίσερ μαρτυρούν ότι το να παρακολουθούμε ένα άτομο σε μάκρος χρόνου μπορεί να μας οδηγήσει πολύ πιο κοντά στην εξατομικευμένη θεραπεία» σχολίασε ο Στίβεν Χίνσο, ειδικός στην Ψυχοπαθολογία στο UC Berkeley.

HeliosPlus