Η φλεγμονή που «πυροδοτείται» από την αύξηση του βάρους και την παχυσαρκία επηρεάζει τη γεύση, καθώς μειώνει τον αριθμό των γευστικών καλύκων στη γλώσσα. Αυτό έδειξε μια νέα μελέτη σε ποντίκια που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση ανοιχτής πρόσβασης PLOS Biology από ερευνητές του Πανεπιστημίου Κορνέλ.
Κάθε γευστικός κάλυκας αποτελείται από περίπου 50 ως 100 κύτταρα τριών κύριων τύπων και διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο στο να αντιλαμβανόμαστε τις πέντε βασικές γεύσεις (αλμυρό, γλυκό, πικρό, ξινό και ουμάμι). Τα κύτταρα των γευστικών καλύκων έχουν μέσο προσδόκιμο ζωής μόλις δέκα ημερών.

Το… παχύσαρκο πείραμα

Με στόχο να εξερευνήσουν τις αλλαγές στους γευστικούς κάλυκες που μπορεί να λαμβάνουν χώρα εξαιτίας της παχυσαρκίας, οι ερευνητές από το Κορνέλ χώρισαν τα ποντίκια σε δύο ομάδες: η μία ακολούθησε φυσιολογική διατροφή στην οποία το 14% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων προερχόταν από λιπαρά, ενώ η δεύτερη διατροφή που οδηγούσε σε παχυσαρκία και η οποία αποτελούνταν από 58% λιπαρά. Οκτώ εβδομάδες αργότερα τα ποντίκια που ακολουθούσαν διατροφή με πολλά λιπαρά είχαν βάρος μεγαλύτερο κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Την ίδια στιγμή τα ποντίκια που είχαν γίνει παχύσαρκα διέθεταν περίπου 25% λιγότερους γευστικούς κάλυκες σε σύγκριση με τα ποντίκια με φυσιολογικό βάρος –καμία αλλαγή ωστόσο δεν παρατηρήθηκε στο μέγεθος ή στην κατανομή των τριών κυτταρικών τύπων στον κάθε γευστικό κάλυκα.
Τα κύτταρα στους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας ανανεώνονται τόσο συχνά μέσω ενός συνδυασμού προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου (της απόπτωσης, όπως ονομάζεται) και της γέννησης νέων κυττάρων τα οποία προέρχονται από εξειδικευμένα προγονικά κύτταρα. Οι ερευνητές παρατήρησαν ωστόσο ότι ο ρυθμός της απόπτωσης των κυττάρων αυξανόταν στα παχύσαρκα ποντίκια, ενώ την ίδια στιγμή μειωνόταν ο αριθμός των προγονικών κυττάρων των γευστικών καλύκων στη γλώσσα –αυτές οι δύο παρατηρήσεις πιθανώς εξηγούν και τη μείωση του αριθμού των γευστικών καλύκων. Ποντίκια που ήταν γενετικώς τροποποιημένα ώστε να είναι ανθεκτικά στην παχυσαρκία δεν εμφάνισαν ούτε αύξηση στον ρυθμό της απόπτωσης ούτε μείωση των προγονικών κυττάρων, ακόμα και όταν ακολούθησαν διατροφή πλούσια σε λιπαρά. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι οι κακές επιδράσεις στους γευστικούς κάλυκες δεν οφείλονταν στην ίδια την κατανάλωση των λιπαρών αλλά μάλλον στη συσσώρευση λιπώδους ιστού.

Φλεγμονή και επιδράσεις στους γευστικούς κάλυκες

Η παχυσαρκία είναι γνωστό ότι συνδέεται με μια χρόνια κατάσταση φλεγμονής χαμηλού βαθμού και ο λιπώδης ιστός παράγει προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες –μόρια που λειτουργούν ως σήματα μεταξύ των κυττάρων –συμπεριλαμβανομένης μιας κυτταροκίνης που ονομάζεται παράγοντας νέκρωσης όγκων-α (TNF-α). Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η πλούσια σε λιπαρά διατροφή αύξανε τα επίπεδα του TNF-α που περιέβαλλε τους γευστικούς κάλυκες. Ωστόσο ποντίκια που ήταν γενετικώς τροποποιημένα ώστε να μην παράγουν τον TNF-α δεν παρουσίαζαν μείωση του αριθμού των γευστικών καλύκων, παρότι έπαιρναν βάρος. Οταν πάλι οι ειδικοί ενέχυσαν τον ΤΝF-α απευθείας στη γλώσσα ποντικιών με κανονικό βάρος, τα πειραματόζωα εμφάνισαν μείωση στον αριθμό των γευστικών καλύκων, παρότι εμφάνιζαν χαμηλά επίπεδα σωματικού λίπους.

Προς νέες θεραπευτικές στρατηγικές

«Αυτά τα δεδομένα μαρτυρούν ότι η συσσώρευση σωματικού λίπους η οποία προέρχεται από τη χρόνια υιοθέτηση διατροφής πλούσιας σε λιπαρά συνδέεται με μια φλεγμονώδη απόκριση χαμηλού βαθμού η οποία προκαλεί διαταραχή στους μηχανισμούς διατήρησης και ανανέωσης των γευστικών καλύκων στη γλώσσα» ανέφερε ο Ρόμπιν Ντάντο, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επιστήμης της Διατροφής του Πανεπιστημίου Κορνέλ και εκ των επικεφαλής της μελέτης. Ο καθηγητής Ντάντο κατέληξε σημειώνοντας ότι τα νέα ευρήματα μπορούν να οδηγήσουν σε καινοτόμες θεραπευτικές στρατηγικές ενάντια στις διαταραχές της γεύσης που εμφανίζουν τα παχύσαρκα άτομα.