«Δεν χρειάζεται να παίρνουμε όλα τα πράγματα που λέει ο Στίβεν ως απόλυτη αλήθεια. Είναι ερευνητής, αναζητεί πράγματα. Κι αν ορισμένες φορές λέει κάτι άστοχο, δεν έγινε και τίποτε –συμβαίνει σε όλους μας»
Και δεν είπε λίγα ο Στίβεν Χόκινγκ ως το πρωί της 14ης Μαρτίου που, σε ηλικία 76 ετών, οι επιπλοκές από την πλάγια μυοατροφική σκλήρυνση έδωσαν τέλος σε μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες αλλά με τεράστιες κινητικές δυσκολίες. Διότι από αυτή την ασθένεια πλήττονται τα νεύρα του εγκεφάλου, του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού που ελέγχουν τις εκούσιες κινήσεις και ουσιαστικά χάνεται η δυνατότητα μετάδοσης νευρικών σημάτων από τα παραπάνω όργανα στους μυς. Ηδη, μετά τα εικοστά γενέθλιά του, για τον γεννημένο το 1942 νεαρό άγγλο φοιτητή της Οξφόρδης τα άσχημα μηνύματα για την προσβολή του από αυτή την ασθένεια άρχισαν να σκιάζουν τον ουρανό του. Οχι όμως και το μυαλό του.
Τον θυμούνται λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έχοντας γίνει πατέρας ενός αγοριού ήδη, να προχωρεί με δυσκολία, να στηρίζεται όχι απλώς σε ένα μπαστούνι αλλά και στους τοίχους των διαδρόμων του Κέιμπριτζ. Αυτός που μόλις είχε βάλει τον πρώτο δυναμίτη στις ως τότε απόψεις για τη γέννηση του Σύμπαντος. Αφού με το διδακτορικό του έστελνε στα αποδυτήρια όσους υποστήριζαν τη θεωρία ότι το Σύμπαν είναι αιώνιο και χωρίς συγκεκριμένη αρχή. Ηταν η γνωστή θεωρία του Steady State C(reation)-Field που απαιτούσε να μπαίνει αυτό το πρόσθετο πεδίο στις εξισώσεις του Αϊνστάιν και έβγαζε ότι δημιουργείται συνεχώς νέα ύλη στους χώρους μεταξύ των γαλαξιών. Ο Χόκινγκ στηρίχθηκε στο ότι το Σύμπαν πρέπει κατά μέσον όρο στα διάφορα σημεία του να είναι ισότροπο και ομογενές, οπότε με έξοχους χειρισμούς στις εξισώσεις του Αϊνστάιν επιβεβαίωσε την πειραματική παρατήρηση του Χαμπλ ότι το Σύμπαν διαστέλλεται. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Η σκέψη του εικοσιεξάχρονου άρχισε να πηγαίνει προς τα πίσω. Αφού διαστέλλεται, θα πει ότι κάπου εκεί στο παρελθόν το Σύμπαν είχε και αρχή, όταν δεν ήταν παρά μια ελάχιστη κουκκίδα με όλη την ύλη του εκεί μέσα. Αυτό όμως δεν ήταν μια ανωμαλία στις εξισώσεις αλλά μια πραγματικότητα. «Υπάρχει μια ανωμαλία στο παρελθόν μας» έγραψε στη διατριβή του, εννοώντας πως με όλη την ύλη του Σύμπαντος συμπιεσμένη ώστε να είναι ένα σημείο είχαμε άπειρη πυκνότητα, άρα και η καμπυλότητα του χώρου έγινε άπειρη (όπως λέει ο Αϊνστάιν), άρα η απόσταση όλων των αντικειμένων είναι μηδενική.
Αυτό όμως σήμερα δεν μας θυμίζει και κάτι άλλο; Το μυαλό πάντως του Χόκινγκ πέταξε στις μαύρες οπές. Από το 1970 διατύπωσε την άποψη ότι «μια μαύρη οπή δεν μπορεί να γίνει μικρότερη». Ούτε, επομένως, μπορεί να διασπαστεί σε δύο άλλες. Ο ίδιος όμως μπορούσε να χειροτερέψει. Γεννιέται η κόρη του, ενώ ο ίδιος καθηλώνεται πλέον στην αναπηρική καρέκλα, χάνοντας οριστικά και την ικανότητα να χρησιμοποιεί τα χέρια του. Και όμως, δεν τα παρατάει. Αρχίζει από το 1973 να εργάζεται και με τα εργαλεία της Κβαντομηχανικής. Αυτό τον βοηθάει να φθάσει στην ιδέα ότι δεν είναι αλήθεια πως τίποτε δεν ξαναβγαίνει όταν περάσει ένα κατώφλι, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από το κέντρο της μαύρης οπής. Υπάρχουν σημεία που όλα μαζί συγκροτούν τον «ορίζοντα των γεγονότων» μιας μαύρης οπής και εκεί, πολύ κοντά, μπορεί να βρούμε σωματίδια που γύρισαν από την «κόλαση» του εσωτερικού. Είναι όπως τα προικισμένα με κάπως μεγαλύτερη ενέργεια μόρια ενός υγρού που καταφέρνουν να ξεφύγουν από την επιφάνεια και να περάσουν στον γύρω τους αέρα ή πιο σωστά από ένα ζευγάρι σωματιδίων που κυνηγιούνται και αλληλοαναιρούνται το ένα να έχει ξεφύγει ενώ το άλλο να έχει μείνει μέσα στο περιβάλλον της οπής. Αυτό ήταν μεγάλη ανακάλυψη και δίκαια ονομάστηκε «ακτινοβολία Χόκινγκ».
Και αυτή η ανακάλυψη όμως προήλθε από μια διαφωνία του Χόκινγκ με κάποιον άλλον επιστήμονα. Αν οι μαύρες οπές έχουν θερμοκρασία διαφορετική από το απόλυτο μηδέν. Είναι ένα βασικό κεφάλαιο στη ζωή του Χόκινγκ τα λάθη που έκανε και η ικανότητά του να επωφελούνται από αυτά και εκείνος και η επιστήμη, γιατί ήταν πάντα μεγάλη πρόκληση να διαψεύσεις τον Χόκινγκ.
Ετσι αποδείχθηκε πως ήταν λάθος η ιδέα του ότι εκτός από την καταστροφή όποιου πράγματος βρεθεί μέσα στον χώρο επιρροής της μαύρης οπής χάνεται και η πληροφορία που κουβαλούσε εν δυνάμει με τη δομή του, σε μια οπή που τώρα δεν ήταν πια εντελώς μαύρη αλλά μάλλον μελανή, αφού κάτι ξέφευγε από αυτήν.
Από το 1980 ως το 2011 ήταν και καθηγητής Μαθηματικών στο Κέιμπριτζ. Στη δεκαετία του ’90 απέρριπτε τη θεωρία των χορδών αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και εργάστηκε με αυτήν. Διότι άρχισε να κάνει συχνά ταξίδια. Πήγε στο CERN και εκεί στην Ελβετία έφθασε στο χείλος του θανάτου. Γλίτωσε, χάνοντας όμως τη φωνή του. Δεν πτοήθηκε. Συνεννοείται με τεχνητή φωνή και ο υπολογιστής του συνδέεται με κινήσεις των ματιών του. Αρχισε να περνάει συχνά τον Ατλαντικό, βελτιώνονται τα οικονομικά του, χειροτερεύουν τα οικογενειακά του. Μετά το τρίτο παιδί χωρίζει. Παντρεύεται ξανά το 1995, χωρίζει το 2006, δεν έπαψε όμως να συναντιέται με τους πιο επιφανείς επιστήμονες και να σκέπτεται συνεχώς. Γίνεται περιζήτητος. Ντοκιμαντέρ, επιστημονικές σειρές με το όνομά του, τα βιβλία του πωλούνται σε εκατομμύρια αντίτυπα. Είναι ασταμάτητος, φθάνει να ανέβει ως και στο αεροπλάνο που κάνοντας αλλεπάλληλες βουτιές δημιουργεί συνθήκες έλλειψης βαρύτητας για την εκπαίδευση των αστροναυτών.
Υποστηρίζει πως δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν αλλά στο μέλλον, ίσως. Πολύ κοντά σε μια μαύρη οπή που επηρεάζει έντονα τον χωροχρόνο. Ξαναγυρίζει στο πρόβλημα του διδακτορικού του για το πώς προέκυψε το Σύμπαν. Το 2010 γράφει μαζί με τον Μλοντίνοφ το βιβλίο «Το Μεγάλο Σχέδιο» (εκδόσεις Κάτοπτρο). Εκεί αποκρυσταλλώνεται μια θεωρία του από το 2006, όπου η αρχή του Σύμπαντός μας δεν είναι μια μοναδική «ανωμαλία» που εκρήγνυται αλλά η επιτυχημένη(;) συνέχεια από άλλα μικρότερα σύμπαντα που παράγονται και εξαφανίζονται όπως οι φυσαλίδες στο νερό που βράζει. Υπήρχε χρόνος δηλαδή και πιο πριν και χώρος πολλών διαστάσεων συνεπτυγμένων και σφικτών όπως οι σπείρες ενός ελατηρίου. Και εδώ υπήρξαν πολλές αντιρρήσεις και οι άλλοι έχουν βαλθεί να τον διαψεύσουν.
Και τώρα ακόμα, μετά το τέλος της ζωής του δηλαδή, εξακολουθεί να μας αφήνει αμήχανους. Είναι λόγια της μητέρας του αυτά που αναφέραμε στην αρχή. Οτι δηλαδή «Δεν χρειάζεται να παίρνουμε όλα τα πράγματα που λέει ο Στίβεν ως απόλυτη αλήθεια». Οταν λοιπόν θυμηθείς πως σε μια συνέντευξή του στον «Guardian» το 2011 έχει πει «Δεν υπάρχει Παράδεισος ή ζωή μετά θάνατον… αυτό είναι ένα παραμύθι για τους ανθρώπους που φοβούνται το σκοτάδι» ενώ ήταν σίγουρος και ότι ο εγκέφαλος είναι ένας υπολογιστής που θα πάψει να λειτουργεί όταν πάψουν να λειτουργούν τα συστατικά του, συμπεραίνεις πως (κατ’ αυτόν) δεν υπάρχει Παράδεισος ή μετά θάνατον ζωή για τους χαλασμένους υπολογιστές.
Θα μπορέσουμε όμως τώρα να πούμε έτσι ψυχρά και απλά πως ο «υπολογιστής» του (όχι πάντα) «καθηλωμένου άστρου» έπαψε να λειτουργεί;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ